Το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας(ρωσικά: Московский Художественный академический театр (МХАТ) είναι θεατρικός οργανισμός της Ρωσίας, από τους παλαιότερους και επιφανέστερους θεατρικούς οργανισμούς της παγκοσμίως.
Ιδρύθηκε το 1898 από τους Ρώσους αναμορφωτές του θεάτρου, Κονσταντίν Στανισλάφσκι και Βλαντιμίρ Νεμιρόβιτς Ντατσένκο(D/R) και με την πολύτιμη συμβολή του Άντον Τσέχωφ. Το θέατρο μέσω των καινοτομιών του Στανισλάβσκι στον τομέα της σκηνοθεσίας και της υποκριτικής (Μέθοδος Στανισλάφσκι(D/R)), και των θεατρικών έργων του Τσέχωφ στο τομέα της θεατρικής συγγραφής διαμόρφωσε το ρεύμα του νατουραλισμού και του ρεαλισμού, συμβάλλοντας στην εξέλιξη της θεατρικής τέχνης σε αυτό που είναι σήμερα.
Το 1987 και εξαιτίας διαφωνιών ο ενιαίος οργανισμός διαλύθηκε και στη θέση του συστήθηκαν δυο νέες σκηνές: Το «Θέατρο Τέχνης της Μόσχας - Άντον Τσέχωφ» υπό την καθοδήγηση του Όλεγκ Εφραίμοφ και το «Θέατρο Τέχνης της Μόσχας - Μαξίμ Γκόρκυ» υπό την καθοδήγηση της Τατιάνας Ντορόμινα(D/R). Τα δυο θέατρα σήμερα στεγάζονται σε δυο διαφορετικά αλλά εξίσου ιστορικά κτίρια και συνεχίζουν να υπηρετούν το καλλιτεχνικό θέατρο.
Αρχές
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Στανισλάφσκι και ο Νεμιρόβιτς-Ντατσένκο κυρίαρχες ήδη φιγούρες του θεάτρου της Ρωσίας - ήθελαν και να αναβαθμίσουν το ρωσικό θέατρο σε τέχνη υψηλής ποιότητας που θα γινόταν διαθέσιμη στο ευρύ κοινό. Ξεκίνησαν να δημιουργούν ένα ιδιωτικό θέατρο στο οποίο θα είχαν τον απόλυτο έλεγχο (αντί να προσπαθήσουν να αναβαθμίσουν το κρατικό Θέατρο Μάλι(D/R), μια κίνηση που θα τους έδινε πολύ λιγότερη καλλιτεχνική ελευθερία).
Στις 22 Ιουνίου του 1897, πραγματοποιήθηκε στο εστιατόριο Slavyanski Bazar η μυθική πλέον συνάντηση τους στην διάρκεια της οποίας (η συνάντηση μετά δείπνου κράτησε από τις 2 το μεσημέρι της 22ας Ιουνίου ως τις 8:00 το πρωί της επόμενης ημέρας)[1] αναλύθηκαν και συμφωνήθηκαν όλες οι προϋποθέσεις της συνεργασίας τους.
Ο Στανισλάφσκι είχε αναλάβει κυρίως την σκηνοθεσία και την υποκριτική διδασκαλία των ηθοποιών, ο Ντατσένκο καταπιανόταν με την λογοτεχνική πλευρά του θεάτρου, έτσι ο μεν Στανισλάφσκι ανέλαβε τον τομέα της παραγωγής των θεατρικών έργων, ο Ντατσένκο έγινε υπεύθυνος του ρεπερτορίου του θιάσου.
Ο αρχικός στόχος των δυο ιδρυτών του θεάτρου - να δημιουργήσουν ένα ελεύθερο για όλους και φτηνό θέατρο - δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, αφού δεν κατάφεραν να λάβουν επαρκή χρηματοδότηση ούτε από το ιδιωτικό (χορηγοί) ούτε από τον δημόσιο (δημοτικό συμβούλιο της πόλης) τομέα.[2]
Ιστορία
Η πρώτη θεατρική περίοδος (1898) του νέου θεατρικού οργανισμού, άνοιξε στις 14 Οκτωβρίου του 1898 με το ιστορικό δράμα του Αλεξέι Τολστόι «Τσάρος Φιοντόρ Ιωάννοβιτς», και έκλεισε, με την περίφημη παράσταση του «Γλάρου» του Άντον Τσέχωφ. Το έργο, η πρεμιέρα του οποίου έγινε στις 17 Δεκεμβρίου του 1898 που σκηνοθέτησε ο Στανισλάφσκι, έγινε τόσο μεγάλη επιτυχία ώστε το θέατρο υιοθέτησε τον γλάρο ως έμβλημά του. [3]
Μετά το θάνατο του Τσέχοφ το 1904, -και αφού ο θίασος το 1902 είχε βρει την μόνιμη πλέον σκηνή του, στο θέατρο της οδού Καμεργκέρσκι όπου στεγάζεται μέχρι σήμερα [4] - το θέατρο πέρασε δύσκολες στιγμές. Παρόλο που ο Τσέχοφ είχε άτυπα, επιλέξει ως διάδοχό του, τον επίσης διάσημο δραματουργό αλλά και προσωπικό του φίλο, Μαξίμ Γκόρκι, η αντίδραση ωστόσο των Στανισλάβσκι και Νεμίροβιτς - Ντατσένκο, στο έργο του Γκόρκι «Οι Παραθεριστές» ήταν υποτονική και καθόλου ενθουσιώδης, αναγκάζοντας τον Γκόρκι να παραιτηθεί από την προοπτική αυτή και να φύγει από το θέατρο, παίρνοντας μαζί του και τον μεγαλοβιομήχανο Σάββα Μοροζόφ(D/R), έναν από τους βασικούς χρηματοδότες του θεάτρου Τέχνης.[5]
Σε δύσκολη πλέον θέση, το θέατρο αποφάσισε να δεχτεί τις προσκλήσεις για μια περιοδεία στην Ευρώπη, το 1906, η οποία ξεκίνησε από το Βερολίνο και περιελάμβανε τη Δρέσδη, τη Φρανκφούρτη, την Πράγα και τη Βιέννη. Στο Βερολίνο μάλιστα, ο θίασος είχε την ευκαιρία να παίξει μπροστά σε ένα κοινό που το αποτελούσαν εκ των άλλων, οι Μαξ Ράινχαρντ, Γκέρχαρτ Χάουπτμαν, Άρτουρ Σνίτσλερ και Ελεονόρα Ντούζε(D/R)[6]. Η περιοδεία ήταν επιτυχημένη σε όλους τους τομείς: έλυσε τα οικονομικά προβλήματα του θιάσου, έκανε ευρύτατο γνωστό στην Ευρώπη το νεωτεριστικό έργο του Στανισλάβσκι και επηρέασε καθοριστικά το τρόπο που εξελίχτηκε το θέατρο του καιρού μας.
Ωστόσο, η ξαφνική επιτυχία δεν έλυσε εντελώς τα εσωτερικά προβλήματα του θιάσου. Ο Στανισλάβσκι διόρισε φίλους του στη διοίκηση του θεάτρου χωρίς να συμβουλευτεί τον Ντατσένκο και δημιούργησε ομάδες ηθοποιών στους οποίους άρχισε να διδάσκει το ολοένα και εξελισσόμενο σύστημα υποκριτικής του, ενισχύοντας τους φόβους του Νεμιρόβιτς-Ντατσένκο ότι το θέατρο δεν ήταν παρά η προέκταση των ιδεών και του έργου του Στανισλάβσκι. Η ένταση μεταξύ των δύο οδήγησε τον Στανισλάβσκι να εγκαταλείψει τα καθήκοντά του ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου και να παραιτηθεί από όλες τις αρμοδιότητές του στη λήψη αποφάσεων, κρατώντας μόνο τη θέση του σκηνοθέτη.[5]
Το θέατρο συνέχισε να ευδοκιμεί και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και έγινε ένα από τα σημαντικότερα κρατικά θέατρα της Σοβιετικής Ένωσης, με εκτεταμένο ρεπερτόριο κορυφαίων Ρώσων και δυτικών θεατρικών συγγραφέων. Αν και αρκετές επαναστατικές ομάδες το θεώρησαν άσχετο απομεινάρι του προεπαναστατικού πολιτισμού, το Θέατρο Τέχνης υποστηρίχθηκε από τον Βλαντιμίρ Λένιν, που ήταν συχνός θαμώνας του. Σε σημαντικό αριθμό ηθοποιών του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας απονεμήθηκε ο τίτλος του «Καλλιτέχνη του Λαού της ΕΣΣΔ». Πολλοί ακόμη ηθοποιοί έγιναν διάσημοι σε εθνικό επίπεδο χάρη στους ρόλους τους εκεί. Ωστόσο, ο εμφύλιος πόλεμος είδε πολλούς από τους ηθοποιούς του θεάτρου να απομακρύνονται από τη Μόσχα, ενώ η υποστήριξη που λάμβανε το θέατρο από την κυβέρνηση μειωνόταν στο πλαίσιο της νέας οικονομικής πολιτικής του Λένιν. Οι επιδοτήσεις στις οποίες βασιζόταν καταργήθηκαν και το θέατρο αναγκάστηκε να επιβιώνει με δικά του έσοδα. Μέχρι το 1923, το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας είχε χρέος 25.000 δολάρια. [7]
Το θέατρο υπέστη πρόσθετα πλήγματα στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Μια καρδιακή προσβολή του Στανισλάβσκι επί σκηνής στη διάρκεια παράστασης του έργου Τρεις αδελφές το 1928 οδήγησε στη σχεδόν πλήρη αποχώρησή του από το θέατρο, ενώ το σταλινικό καθεστώς είχε ήδη αρχίσει να καταστέλλει την καλλιτεχνική έκφραση και να ελέγχει όλο και περισσότερο τι έργα θα ανέβαιναν. [εκκρεμεί παραπομπή] Στη διοίκηση διορίστηκε από την κυβέρνηση ένας «κόκκινος διευθυντής», για να διασφαλίσει ότι οι δραστηριότητες του θεάτρου δεν ήταν αντεπαναστατικές και ότι θα εξυπηρετούσαν τον κομμουνιστικό σκοπό. Καθώς η χώρα έμπαινε σε περίοδο ταχείας εκβιομηχάνισης, έτσι και το Θέατρο Τέχνης ενθαρρύνθηκε να αυξάνει την παραγωγή σε βάρος της ποιότητας, με ολοένα και πιο πρόχειρες παραγωγές να ανεβαίνουν κάθε σεζόν. Τα έργα έπρεπε να εγκριθούν επίσημα και η καλλιτεχνική ακεραιότητα του θεάτρου άρχισε να μειώνεται.[εκκρεμεί παραπομπή]
Το 1932, το θέατρο μετονομάστηκε επίσημα σε «Θέατρο Τέχνης Μόσχας - Γκόρκι».[8] Φοβούμενος μη χάσει την υποστήριξη, ο Στανισλάβσκι προσπάθησε να καθησυχάσει τον Στάλιν αποδεχόμενος τους πολιτικούς του περιορισμούς σχετικά με το ποια έργα μπορούσαν να ανέβουν, διατηρώντας την αφοσίωσή του στο νατουραλιστικό θέατρο(D/R). Ως αποτέλεσμα, το Θέατρο, έκανε, στα μέσα του 20ού αιώνα, μια υφολογική στροφή προς τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ο οποίος θα επηρέαζε τις παραγωγές του επί δεκαετίες. [εκκρεμεί παραπομπή]
Το φθινόπωρο του 1970, ο Όλεγκ Εφραίμωφ(D/R), ηθοποιός, παραγωγός και πρώην μαθητής των στούντιο του Θεάτρου Τέχνης ανέλαβε την διεύθυνση του θεατρικού οργανισμού και πραγματοποίησε μια σειρά σημαντικών μεταρρυθμίσεων. Ο Εφραίμοφ επανέφερε τα πρότυπα του Στανισλάβσκι, όπως την έμφαση στη σημασία των στούντιο και του συστήματος, καθώς και τις ακροάσεις με κάθε υποψήφιο ηθοποιό.[9]
Το 1987 ο θεατρικός οργανισμός - χωρίστηκε σε δυο σκηνές : ο διευθυντής του θεάτρου, Όλεγκ Εφραίμοφ, κράτησε το υπάρχον θέατρο και το μετονόμασε σε «Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, Άντον Τσέχωφ» (Chekhov MKhT) ενώ η ομάδα υπό την Τατιάνα Ντορονίνα, ονόμασε το σχήμα «Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, Μαξίμ Γκόρκι».(Gorky MKhAT) [4]