Γιος ενός μυλωνά, ο Λυλλύ γεννήθηκε στη Φλωρεντία της Ιταλίας ως Τζοβάννι Μπαττίστα Λούλλι (ιταλικά: Giovanni Battista Lulli). Έχοντας μια βασική εκπαίδευση, προχώρησε στην εκμάθηση της κιθάρας από κάποιον Φραγκισκανό μοναχό της Φλωρεντίας. Αργότερα, στη Γαλλία, έλαβε μαθήματα βιολιού και χορού. Το 1646 τον ανακάλυψε ο Ροζέ ντε Λορραίν, Ιππότης του Γκυζ, ο οποίος τον πήγε στη Γαλλία. Εκεί, τέθηκε στην υπηρεσία της Δούκισσας του Μονπανσιέ ως βαλές και διδάσκαλος ιταλικών. [13]Χάρη στη βοήθεια της Πριγκίπισσας, ο Λυλί αξιοποίησε το μουσικό του ταλέντο, σπουδάζοντας θεωρία της μουσικής με τον Νικολά Μετρύ.[14]
Περί το 1653 τέθηκε στην υπηρεσία του Λουδοβίκου ΙΔ΄ ως χορευτής. Η μουσική που συνέθεσε για το νυχτερινό μπαλέτο (ballet de la nuit) ικανοποίησε σε τέτοιο βαθμό τον Βασιλιά, που τον διόρισε αυλικό συνθέτη οργανικής μουσικής. Από τη θέση αυτή διηύθυνε τα λεγόμενα Είκοσι τέσσερα βιολιά του Βασιλιά (Les Vingt-Quatre Violons du Roi ή La Grande Bande des Violons du Roi), μια ορχήστραεγχόρδων για αυλική μουσική. Ο Λυλλύ αργότερα ίδρυσε και ένα μικρότερο σύνολο γνωστό ως La Bande des Petits Violons (τα μικρά βιολιά), για το οποίο έγραψε πολλά από τα έργα του μουσικής δωματίου.[15]
Μέχρι τα τέλη του 1660 ο Λυλλύ είχε συνθέσει πολλά μπαλέτα, στα οποία χόρευε ο ίδιος καθώς και ο Βασιλιάς. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία γράφοντας μουσική για τις κωμωδίες του Μολιέρου, συμπεριλαμβανομένων των Γάμος με το στανιό (1664), Ο έρωτας γιατρός (1665), και Ο αρχοντοχωριάτης (1670). Άλλωστε, γνωρίζοντας προσωπικά τον Μολιέρο δημιούργησαν από κοινού το κωμικό μπαλέτο, ένα είδος θεατρικής κωμωδίας που πλαισιώνεται με χορευτικά. [16]Εντούτοις, εγκατέλειψε το είδος αυτό, καθώς εξασθένησε το ενδιαφέρον του βασιλιά, αλλά και οι χορευτικές ικανότητες του ιδίου. Κατόπιν της τελευταίας παράστασης το 1670, ο Λυλλύ στράφηκε στην όπερα: απόκτησε το προνόμιο να εκδίδει όπερες από τον Πιέρ Περρέν και με την υποστήριξη του Ζαν Μπατίστ Κολμπέρ και του Βασιλιά, δημιουργήθηκε ένα νέο προνόμιο που έδωσε στον Λυλλύ πλήρη έλεγχο όλης της μουσικής που εκτελείτο στη Γαλλία, μέχρι το θάνατό του το 1687.[17]
Ο Λυλλύ ήταν γνωστός για τα ελευθεριάζοντα ήθη του. Όντας παντρεμένος με την Μαντλέν Λαμπέρ, κόρη του φίλου και συναδέλφου του Μισέλ Λαμπέρ, κατηγορήθηκε πολλές φορές για παράνομους δεσμούς και ερωτικές συνευρέσεις με άνδρες και γυναίκες. [18]Παρά τα σκάνδαλα και τη μεγάλη δυσαρέσκεια της αυλής, ο Λυλί κατάφερνε πάντα να λαμβάνει αμνηστία: άλλωστε ο Λουδοβίκος τον θεωρούσε απαραίτητο για τη μουσική του ψυχαγωγία, αλλά και αληθινό φίλο.
Στις 8 Ιανουαρίου 1687, ο Λυλλύ διηύθυνε ένα Te deum προς τιμήν της πρόσφατης ανάκαμψης του Λουδοβίκου από μια ασθένεια. Κατά το έθιμο της εποχής κρατούσε το ρυθμό χτυπώντας μια ξύλινη ράβδο στο πάτωμα, πρόδρομο της σημερινής μπαγκέτας. Εκ παραδρομής χτύπησε με την ράβδο ένα δάχτυλο του ποδιού του, δημιουργώντας ένα απόστημα. Επακολούθησε γάγγραινα, και καθώς αρνήθηκε να ακρωτηριαστεί το δάχτυλο του ποδιού του, κατέληξε στις 22 Μαρτίου. [15]Άφησε την τελευταία του όπερα, Αχιλλέας και Πολυξένη ημιτελή. Οι δύο γιοί του, Ζαν-Λουί και Λουί, επίσης σταδιοδρόμησαν ως μουσικοί της γαλλικής αυλής.
Μουσική
Η μουσική του Λυλλύ εντάσσεται στην περίοδο του Μέσου Μπαρόκ (περ. 1650 - 1700). Ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος συνθέτης που επιμελήθηκε με περισσή λεπτομέρεια ό,τι αφορούσε την ορχήστρα: έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην πειθαρχία των μουσικών και στην τήρηση του ρυθμού. Απαιτητικός καθώς ήταν, εκπαίδευε ο ίδιος τους μουσικούς και τους τραγουδιστές και διηύθυνε το θέατρό του μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Μπορούμε να πούμε ότι ο Λυλλύ έθεσε τις βάσεις για την ορχήστρα, με την σύγχρονη έννοια του όρου, γράφοντας για συγκεκριμένο αριθμό οργάνων και χωροθετώντας τα σε συγκεκριμένες θέσεις. Τα Είκοσι τέσσερα βιολιά του Βασιλιά αποτελούνταν στο κέντρο τους από πέντε ομάδες εγχόρδων (υψίφωνα, τέσσερα είδη μεσόφωνα και βαθύφωνα), τα οποία έθεταν μια πολύ συμπαγή και ισορροπημένη αρμονική βάση. Το σύνολο συμπληρωνόταν από φλάουτα και όμποε για τις μελωδικές γραμμές, και τσέμπαλο, θεόρβη και φαγκότο για το γενικό βάσιμο. Την ίδια αναλογία χρησιμοποιεί και στα χορωδιακά του έργα, γράφοντας πάντα για πέντε φωνές, τόσο όσον αφορά το θρησκευτικό, όσο και το κοσμικό του ρεπερτόριο.[19]
Αυτή του η οργανωτικότητα είναι εμφανής και στα έργα του: στον μουσικό του λόγο, κύριο μέλημά του θεωρούσε να αναπαράγει στο μέγιστο βαθμό την εκφορά των ηθοποιών του 17ου αιώνα, κάτι που απαιτούσε να τηρείται επακριβώς η προσωδία του λόγου. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στα ρετσιτατίβι του, όπου όχι μόνο οι μακρές και οι βραχείες συλλαβές τοποθετούνται σε τονισμένες και άτονες θέσεις αντίστοιχα, αλλά σημειώνονται και τα σημεία παύσης και ρίμας.
Η επίδραση της μουσικής του είναι επίσης εμφανής στην Αυλή αυτή καθαυτή: αντί για τις αργές και επιβλητικές κινήσεις που είχαν επικρατήσει μέχρι τότε, εισήγαγε ζωντανούς χορούς με γρήγορους και εύθυμους ρυθμούς. Πλάι στο κωμικό μπαλλέτο, ο Λυλλύ θεωρείται πατέρας της γαλλικής όπερας (tragédie en musique ή tragédie lyrique), αφού θεωρούσε την ιταλική όπερα ακατάλληλη για τη γαλλική γλώσσα. Ειδικότερα, επέλεξε τον συνδυασμό άριας και ρετσιτατίβου (αντί του ιταλικού προτύπου που τα ήθελε χωριστά) καθώς επίσης και την ταχύτερη ανάπτυξη της πλοκής, κατά την προτίμηση του γαλλικού κοινού.[20]