Οι Επτά Επίσκοποι (αγγλικά: Seven Bishops) ήταν μέλη της Εκκλησίας της Αγγλίας που δικάστηκαν και αθωώθηκαν για στασιαστικό λίβελο στο Court of Kings Bench τον Ιούνιο του 1688. Η εξαιρετικά αντιδημοφιλής δίωξη των επισκόπων θεωρείται σημαντικό γεγονός που συνέβαλε στην Ένδοξη Επανάσταση και την εκθρόνιση του Ιακώβου Β΄.
Τον Νοέμβριο του 1685, ο Ιάκωβος Β΄ διέλυσε το Κοινοβούλιο της Αγγλίας επειδή αυτό αρνήθηκε να περάσει μέτρα ανακούφισης των περιορισμών ενάντια στους Καθολικούς και τους Προτεστάντες Αντικομφορμιστές. Τον Αύγουστο του 1686, το Κοινοβούλιο της Σκωτίας υπέστη την ίδια κατάληξη και κανένα από τα δύο σώματα δεν συνήλθε μέχρι το 1689. Ο Ιάκωβος όμως επέβαλε τα μέτρα τον Απρίλιο του 1687 μέσω μιας βασιλικής «Διακήρυξης Ανεκτικότητας», η οποία συνάντησε εκτεταμένη αντίδραση και στις δύο χώρες, ακόμα και από τους Αντικομφορμιστές, οι οποίοι φοβούνταν ότι αυτή θα δυσκόλευε την πιθανότητα επανεισδοχής τους στην Εκκλησία της Αγγλίας.
Η Διακήρυξη εκδόθηκε ξανά τον Απρίλιο του 1688, και ο Ιάκωβος διέταξε τους Άγγλους επισκόπους να την δώσουν προς ανάγνωση σε κάθε εκκλησία. Οι επτά υπέγραψαν αίτηση εξαίρεσης από αυτό το καθήκον, δηλώνοντας ότι στηριζόταν σε μια ερμηνεία της βασιλικής εξουσίας που το Κοινοβούλιο θεωρούσε παράνομη. Αφού η αίτηση τυπώθηκε και διανεμήθηκε ευρέως, οι επίσκοποι κατηγορήθηκαν για στασιαστικό λίβελο και οδηγήθηκαν στον Πύργο του Λονδίνου. Δικάστηκαν και αθωώθηκαν στις 30 Ιουνίου.
Οι περισσότεροι Προτεστάντες φαίνονται διατεθειμένοι να ανεχθούν την προσωπική πίστη του Ιακώβου στον Καθολικισμό, καθώς φαινόταν απίθανο να αποκτήσει άλα παιδιά και η διάδοχός του ήταν η Προτεστάντισσα κόρη του Mαρία. Η ανέλπιστη γέννηση του γιου του, Ιάκωβου Φραγκίσκου, στις 10 Ιουνίου ανέδειξε την πιθανότητα μιας Καθολικής δυναστείας, και η κατηγορία προς τους επισκόπους θεωρήθηκε μέρος ευρύτερης επίθεσης προς την Εκκλησία της Αγγλίας. Η δίκη πυροδότησε αντικαθολικές ταραχές σε όλη την Αγγλία και τη Σκωτία και οδήγησε στην εκθρόνιση του Ιακώβου τον Νοέμβριο του ίσιου έτους, παρότι πέντε από τους επτά επισκόπους καθαιρέθηκαν στη συνέχεια από τις θέσεις του επειδή αρνήθηκαν να ορκιστούν υποταγή στους διαδόχους του.
Υπόβαθρο
Αν και ήταν Καθολικός, ο Ιάκωβος Β' ανέβηκε στο θρόνο τον Φεβρουάριο 1685 με ευρεία υποστήριξη στα τρία βασίλεια, γεγονός που οδήγησε στην ταχεία κατάπνιξη της Εξέγερσης του Μόνμουθ στην Αγγλία και της του Άργκαϊλ στη Σκωτία.[1] Μέσα σε λιγότερο από μία τετραετία όμως αναγκάστηκε να διαφύγει στην εξορία· παρότι η θρησκευτική ανεκτικότητα ήταν η φαινομενική αιτία, οι ιστορικοί γενικά θεωρούν ότι ήταν απλά η συνέχεια της υπεραιωνόβιας διαμάχης μεταξύ Κοινοβουλίου και Στέμματος, η οποία επίσης είχε οδηγήσει και στους Πολέμους των Τριών Βασιλείων της περόδου 1638–1651[2]. Τα μέτρα του προς ανακούφιση των Καθολικών ήταν ανεπίκαιρα: μετά την ανάκληση της θρησκευτικής ελευθερίας των Γάλλων Προτεσταντών Ουγενότων τον Οκτώβριο του 1685 με το Έδικτο του Φονταινεμπλώ, πάνω από 200.000–400.000 έφυγαν από τη Γαλλία, ενώ 40.000 από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο.[3] H σφαγή 2.000 Βαλδενσιανών Προτεσταντών το 1686 και οι εδαφικές επεκτάσεις της Γαλλίας υπό τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ ενίσχυσαν φόβους ότι ο Προτεσταντισμός στην Ευρώπη απειλείτο από την Καθολική αντιμεταρρύθμιση.[4]
Σειρά των γεγονότων
Οι υπόλοιποι επτά υπέγραψαν αίτηση που ζητούσε την εξαίρεσή τους, αναφέροντας τις αποφάσεις του Κοινοβουλίου των ετών 1663 και 1673.[5]
Ο Ιάκωβος την έλαβε στις 18 Μαϊου και αντέδρασε με τη συνηθισμένη του οργή, όπως συνέβαινε πάντα ότνα συναντούσε αντίδραση· αποκάλεσε την αίτηση "σημαία εξέγερσης", τους απέπεμψε και δήλωσε ότι ανέμενε την υπακοή τους. Εντός ωρών. αντίγραφα της αίτησης πωλήθηκαν στους δρόμους του Λονδίνου· ο Κόμπτον φημολογήθηκε ως υποκινητής.[6] Στις 20 Μαϊου μόνο επτά εκκλησίες ανέγνωσαν τη Διακήρυξη, ενώ σε τρεις από αυτές το εκκλησίασμα αποχώρησε· καμία δεν το επανέλαβε στις 27. Σε όλη τη χώρα, μόνο 200 από τις 9.000 εκκλησίες προχώρησαν στην ανάγνωση· ακόμα χειρότερα δε για την πολιτική του Ιακώβου, πολλοί Νονκομφορμιστές υποστήριζαν τους ομολόγους τους στην Εκκλησία της Αγγλίας που αρνούνταν να συμμοφωθούν.[7]
Ανώτεροι κυβερνητικοί σύμβουλοι όπως ο Κόμης του Μέλφορτ, ένας Σκώτος που είχε μεταστραφεί στον Καθολικισμό, προέτεινε ότι η αίτηση των επισκόπων αποτελούσε στασιαστικό λίβελο και προέτρεψε τον Ιάκωβο να τους δικάσει. Η Εκκλησιαστική Επιτροπή του 1686, που συστήθηκε για να επιβάλει πειθαρχία στον κλήρο της Εκκλησίας της Αγγλίας, αρνήθηκε να αναλάβει την υπόθεση, ενώ ο Λόρδος Τζέφρις πρότεινε να μην γίνει δίωξη· όταν η άποψή του δεν εισακούστηκε, ρώτησε τον Ιάκωβο αν θα άκουγε τους υπουργούς του ή έαν "η Παρθένος Μαρία επρόκειτο να τα λύσει όλα".[8] Ο Ιάκωβος έδωσε οδηγίες στους επισκόπους να εμφανιστούν ενώπιόν του στις 8 Ιουνίου και να εξηγήσουν τις πράξεις τους· εκείνοι το έκαναν αλλά αρνήθηκαν να απαντήσουν λέγοντας ότι "κανένας υπήκοος δεν είναι υποχρεώσει να ενοχοποιήσει τον εαυτό του" και διατάχθηκαν να εμφανιστούν στο δικαστήριο στις 15. Όταν ζητήθηκε να κατβάλουν εγγύηση, ισχυρίστηκαν απαλλαγή από αυτή όντας ευγενείς και προσέφεραν τον λόγο τους αντ'αυτού· ο Ιάκωβος έχασε την ψυχραιμία του και διέταξε τον εγκλεισμό τους στον Πύργο του Λονδίνου[9].
Moλονότι υπήρχαν πολύ λίγα στοιχεία που συντείνουν ότι οι επίσκοποι επιδίωξαν να προκαλέσουν αυτήν την αντίδραση του Ιακώβου, το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για τον Ιάκωβο στο δημόσιο αίσθημα.[10] Όταν οι επίσκοποι οδηγήθηκαν στο δικαστήριο στις 15 Ιουνίου, τους συνόδευαν τεράστια πλήθη.
Flaningam, John (1977). «The Occasional Conformity Controversy: Ideology and Party Politics, 1697-1711». Journal of British Studies17 (1): 38–62. doi:10.1086/385711.
Harris, Tim (2006). Revolution; the Great Crisis of the British Monarchy 1685-1720. Penguin. ISBN0141016523.
Harris, Tim· Taylor, Stephen, επιμ. (2015). The Final Crisis of the Stuart Monarchy. Boydell & Brewer. ISBN978-1783270446.
Henning, Basil D (1983). The House of Commons; 1660 to 1690 Volume I. Secker & Warburg.
Miller, John (1978). James II; A study in kingship. Menthuen. ISBN978-0413652904.
Milne-Tyte, Robert (1989). Bloody Jeffreys: the hanging judge. André Deutsch.
Mullett, Charles (1946). «A Case of Allegiance: William Sherlock and the Revolution of 1688». Huntington Library Quarterly10 (1): 86–88. doi:10.2307/3815830.
Sowerby, Scott (2013). Making Toleration: The Repealers and the Glorious Revolution. Harvard University Press. ISBN978-0674073098.
Spielvogel, Jackson J (1980). Western Civilization. Wadsworth Publishing. ISBN1285436407.
Flaningam, John (1977). «The Occasional Conformity Controversy: Ideology and Party Politics, 1697-1711». Journal of British Studies17 (1): 38–62. doi:10.1086/385711.
Harris, Tim (2006). Revolution; the Great Crisis of the British Monarchy 1685-1720. Penguin. ISBN0141016523.
Harris, Tim· Taylor, Stephen, επιμ. (2015). The Final Crisis of the Stuart Monarchy. Boydell & Brewer. ISBN978-1783270446.
Henning, Basil D (1983). The House of Commons; 1660 to 1690 Volume I. Secker & Warburg.
Miller, John (1978). James II; A study in kingship. Menthuen. ISBN978-0413652904.
Milne-Tyte, Robert (1989). Bloody Jeffreys: the hanging judge. André Deutsch.
Mullett, Charles (1946). «A Case of Allegiance: William Sherlock and the Revolution of 1688». Huntington Library Quarterly10 (1): 86–88. doi:10.2307/3815830.
Sowerby, Scott (2013). Making Toleration: The Repealers and the Glorious Revolution. Harvard University Press. ISBN978-0674073098.
Spielvogel, Jackson J (1980). Western Civilization. Wadsworth Publishing. ISBN1285436407.