Ο Άγιος Ευθύμιος Ζήλων, κατά κόσμον Ευστράτιος Αγριτέλης, (Παράκοιλα Λέσβου, 6 Ιουλίου 1876 - Αμάσεια, 29 Μαΐου 1921) ήταν κληρικός και εθνομάρτυρας κατά τη Γενοκτονία των Ελλήνων. Η μνήμη του εορτάζεται στη γενέτειρά του κι αλλού στις 29 Μαϊου καθώς και την Κυριακή προ της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) μαζί με τους Μικρασιάτες Νεομάρτυρες.
Βιογραφία
Πρώιμα χρόνια και σπουδές
Γεννήθηκε στο χωριό Παράκοιλα της δυτικής Λέσβου στις 6 Ιουλίου 1876, σε αγροτική οικογένεια, με το όνομα Ευστράτιος Αγριτέλης. Σε ηλικία εννέα ετών, το 1885, οι γονείς του τον αφιέρωσαν στη Μονή Λειμώνος κοντά στην Καλλονή Λέσβου, όπου ο ηγούμενος αρχιμανδρίτης Ἄνθιμος Γεωργιέλλης του έδωσε το όνομα Εὐθύμιος[1]. Το 1889 γράφτηκε στη Λειμωνιάδα σχολή της μονής, όπου έλαβε εγκύκλιες σπουδές ως το 1892, αποφοιτώντας με τον βαθμό άριστα. Το 1900 αναχώρησε με υποτροφία της μονής Λειμώνος για την Κωνσταντινούπολη, όπου σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Τὸ 1906 χειροτονεῖται διάκονος στὴ μονὴ Χάλκου ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Γρεβενῶν Ἀγαθάγγελο καὶ τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ὑποβάλλει στὴ Σχολὴ, γιὰ τὴν ἀπόκτηση τοῦ πτυχίου του, διδακτορικὴ διατριβὴ μὲ θέμα: «Σκοπὸς τοῦ Μοναχικοῦ βίου στὴν Ἀνατολὴ μέχρι τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ.»[1].
Ἀφοῦ πήρε τὸ πτυχίο του μὲ ἄριστα, ἐπιστρέφει στὴ μονὴ Λειμῶνος στὴ Λέσβο καὶ διορίζεται ἱεροκήρυκας ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Μηθύμνης Στέφανο (Σουλίδη). Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ διακρίνεται γιὰ τὴ ρητορική του δεινότητα, τὸ πλούσιο περιεχόμενο τοῦ λόγου του καὶ ἐπισκέπτεται τὰ χωριὰ καὶ κωμοπόλεις τῆς ἐπαρχίας, κηρύττοντας τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν Πατρίδα. Τὸ 1909-1910 διετέλεσε Σχολάρχης στο χωριό Σκόπελος της επαρχίας Γέρας[1].
Το 1910 χειροτονείται πρεσβύτερος και αργότερα αναλαμβάνει πρωτοσύγκελλος τῆς Μητροπόλεως Μηθύμνης της Λέσβου για δύο χρόνια.
Επίσκοπος Ζήλων
Στις 27 Ιουλίου 1912 χειροτονείται στην Κωνσταντινούπολη επίσκοπος και παίρνει τον τίτλο επίσκοπος Ζήλων, ως βοηθός του συντοπίτη του Μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη[2]. Τα Ζήλα του Πόντου βρισκονται κοντά στη Σαμψούντα και ο ελληνικός πληθυσμός εκεί δεν είχε προστασία.
Ἀπὸ τὴν Αμισὸ της Σαμψούντας, όπου ἐγκαθίσταται, επιδίδεται σε εναν εὐγενὴ και σπάνιο ἀγώνα γιὰ τὴν μόρφωση τῶν Ἑλλήνων της περιοχής, έχοντας στην εὐθύνη του μια τεράστια περιοχή με 340 περίπου ενορίες καὶ 150.000 Ἕλληνες. Τὸ 1913 ὁ Ἐπίσκοπος Εὐθύμιος τοποθετεῖται στὴν ἐπαρχία Πάφρας. Σὲ διάρκεια δέκα ἐτῶν, σημειώνει λαμπρὴ πνευματικὴ τροχιὰ καὶ ἡγετικὴ πορεία, κτίζοντας στὴν Πάφρα καὶ σὲ πολλὰ χωριά, σχολεῖα, ἀρρεναγωγεῖα καὶ παρθεναγωγεῖα καὶ ἐκκλησίες, φροντίζοντας γιὰ τὴν τοποθέτηση δασκάλων καὶ ἱερέων, ἀπαραίτητων γιὰ τὴν ἐθνικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνάπτυξη τῆς περιοχῆς.
Εθνική δράση
Τὸ 1914 ήταν η εποχή εθνικής ανάτασης για τους Έλληνες και πραγματοποίησης της μεγάλης ιδέας. Οι νίκες των βαλκανικών πολέμων είχαν ανυψώσει το εθνικό φρόνιμα των Ποντίων Παφραίων. Με το ξέσπασμα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου ο Τούρκος Εμβέρ Πασάς δίνει εντολή κατάταξης σε όλους τους οθωμανούς πολίτες για πόλεμο κατά των Ρώσων. Πολλοί Παφραίοι, με προτροπὴ του Ευθυμίου, αρνήθηκαν να καταταγούν στoν Τουρκικὸ στρατὸ και βγήκαν στὰ βουνὰ, όπου δημιούργησαν αντάρτικα ένοπλα τμήματα. Οι Τούρκοι τους καταδιώκουν σα λιποτάκτες, ἰδιαίτερα στὴν περιοχὴ τῆς Πάφρας καὶ Σαμψούντας. Ο Ευθύμιος ταξιδεύει κι οδοιπορεί αδιάκοπα από ενορία σ' ενορία, συχνά υπό καταδίωξη και κίνδυνο σύλλυψης, χωρίς να λογαριάζει πείνα, αρρώστιες και κακουχίες για να βοηθήσει, να εμψυχώσει και να στηρίξει τους Έλληνες[3]. Οι Τούρκοι για λόγους στρατηγικούς αποφάσισαν την εκτόπιση των χριστιανικών πληθυσμών αρμενίων κι ελλήνων του παραθαλάσσιου Πόντου στο εσωτερικό της Ανατολής. Οι διωγμοί ήταν στην ημερήσια διάταξη και ο Ευθύμιος. ήταν υποχρεωμένος, επειδή ο Μητροπολίτης Γερμανός απουσίαζε συχνά, να φροντίζει και να διευθύνει όλες τις υποθέσεις των Χριστιανών και να τους σώζει από βέβαιο θάνατο. Είχε πολιτική ευστροφία. Ήταν ο νους και η ψυχή των αντάρτικών ομάδων του Νεπιέν Νταγ και κατ’ επέκταση όλων των ανταρτικών σωμάτων του Ταφσάν Νταγ, Αγιού Τεπέ κ.λ.π., που είχαν ιδρυθεί από τον Καραβαγγέλη και ο αριθμός τους ανέρχονταν στους είκοσι χιλιάδες αντάρτες περίπου.
Τὸ 1917 ἀναλαμβάνει ἡγετικὸ ρόλο σὲ ένοπλες ὁμάδες ἀνταρτῶν κατευθύνοντάς τις κατὰ του Τουρκικού στρατού και άλλων ατάκτων(τσέτες), ποὺ δρούσαν ὡς μισθοφόροι των Τούρκων κατὰ τῶν Ἑλλήνων.
Τον Απρίλιο τοῦ 1917, μεγάλη δύναμη τοῦ Τουρκικοῦ στρατοῦ με επικεφαλής το Μεχμέτ Αλί περικυκλώνει στὸ βουνὸ Νελτὲς κοντά στο χωριό Odkaya τὴ μονὴ τῆς Παναγίας, τῆς Μάαρα(Παρθένος στα Μάγαρα), κλείνοντας μετά απο καταδίωξη σε μια σπηλιά 650 γυναικόπαιδα και 60 ένοπλους ἀντάρτες. Μετὰ ἀπὸ ἑξαήμερη ἀντίσταση, οἱ περισσότεροι ἔγκλειστοι σκοτώνονται ἢ όταν τους τέλειωσαν τα πυρομαχικά αὐτοκτονοῦν για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων.
Όσο κρατούσε η ανακωχή (Οκτώβριος 1918 – Μάιος 1919), παρότρυνε όλα τὰ σχολεία καὶ το λαὸ του Πόντου νὰ παραστούν σύσσωμοι στὴν ετήσια τελετὴ αναπαραστάσης τῆς αὐτοκτονίας τῶν τριάντα καὶ πλέον νεαρών κοριτσιῶν τοῦ Ασὰρ τῆς Πάφρας. Ἡ τελετὴ αὐτὴ πραγματοποιεῖτο κατὰ τὴν ἐπέτειο τῆς 25ηςΜαρτίου, ὡς ἀνάμνηση της θυσίας των νεαρών κοριτσιών, που έπεσαν τὸ 1680 ἀπὸ τὸ κάστρο Αλι Μπέη καὶ αὐτοκτόνησαν, γιὰ νὰ μὴν πέσουν στὰ χέρια τῶν Τούρκων κι ατιμαστούν.
Την άνοιξη του 1919 οι Άγγλοι έστειλαν εκστρατευτικό σώμα 2.000 αντρών για να επιβλέψει την ειρήνη που με διαμεσολάβηση του Ευθυμίου ζήτησε από τους αντάρτες να παραδώσουν τα όπλα. Αυτοι αρνήθηκαν κι αποδείχθηκε οτι έκαναν σωστά γιατί στις 19 Μαϊου ο Κεμάλ Ατατούρκ αθέτησε το λόγο του σουλτάνου, δημιούργησε νέα κυβέρνηση στη Σαμψούντα με στόχο τη συνέχιση του πολέμου κι άρχισε πάλι να κυνηγά και να σκοτώνει τους Έλληνες του Πόντου. Στις 15 Αυγούστου 1919 ο Εὐθύμιος συγκεντρώνει 12.000 ἀντάρτες ἔξω ἀπὸ την κωμόπολη Τσασοὺρ νότια της Πάφρας με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Κυριάκο Παπαδόπουλο με αποτέλεσμα την ολοσχερὴ καταστροφὴ της πόλης και τον αφανισμὸ των Τούρκων ενόπλων. Απὸ εκείνη τὴ μέρα οι Τούρκοι τον καταζητούν ζωντανό ή νεκρό, θεωρώντας τὸν ἀρχηγὸ των ανταρτών του Δυτικού Πόντου.
Σύλληψη, δίκη και μαρτυρικός θάνατος
Η κεμαλική κυβέρνηση αποφάσισε γρήγορα οτι όλοι οἱ Μητροπολίτες, οι επίσκοποι και οι αρχιμανδρίτες του Πόντου πρέπει να εγκαταλείψουν τὸν Πόντο και να φύγουν απὸ τις έδρες τους. Οι μόνοι που δεν υπάκουσαν στην εντολὴ αυτὴ ήταν ὁ Μητροπολίτης Τραπεζοῦντος Χρύσανθος, ο Ευθύμιος Ζήλων κι ο πρωτοσύγκελλός του κι αρχιμανδρίτης Ἀμασείας Πλάτων Ἀϊβαζίδης. Μετά απο λυσσαλέες έρευνες με δίκτυο καταδοτών, ο Ευθύμιος εντοπίζεται και συλλαμβάνεται τον Οκτώβρη του 1920. Τον κρατάν αρχικά ζωντανό για να τον ανταλλάξουν αν χρειαστεί με άλλους αιχμαλώτους. Μαζί του έχουν συλλάβει και τον Ἀρχιμανδρίτη Ἀϊβαζίδη και προύχοντες ελληνικής καταγωγής. Ο Εὐθύμιος οδηγείται στην Ἀμάσεια, για να δικαστεί στα δικαστήρια της Αμάσειας. Μόλις μαθεύτηκε η υποχώρηση του Ελληνικού στρατού, στάλθηκε από την Άγκυρα στην Αμάσεια ο Τουρκος δικηγόρος Εμίν Μπέη από την Πάφρα, άλλοτε νεότουρκος και πλέον οπαδός του Κεμάλ. Οι κρατούμενοι δεν φαίνεται πια να χρειάζονται γι' ανταλλάγματα κι ο Εμιν μέσα σε μια νύχτα τους καταδίκασε όλους σε θάνατο. Στην απολογία του ο Ευθύμιος παίρνει όλη την ευθύνη πάνω του και ζητά να θεωρηθεί μόνο αυτός εξ ολοκλήρου ένοχος και να ελευθερωθούν οι συγκατηγορούμενοί του[3]. Το αίτημά του απορρίπτεται, κλείνεται στὶς φυλακὲς Σούγια, που έχουν μετατραπεί σε τόπο βασανιστηρίων με φρικτά μέσα.
Τη μέρα του Πάσχα, 18 Απριλίου 1921 στο διάδρομο των φυλακών χαιρετά τους συκρατούμενούς του χωρίς άδεια με το "Χριστός Ανέστη!" και τους εμψυχώνει να κάνουν υπομονή. Για τιμωρία οι Τούρκοι τον κλείνουν σε απομονωμένο υγρό κελί σε υπόγειο όπου κρατούνταν οι βαρυποινίτες γεμάτοι από μικρόβια και ψείρες. Σε 3-4 μέρες κρυολόγησε, μολύνθηκε από τα μικρόβια του εξανθηματικού τύφου, που εκεί έκαναν θραύση. Όταν τον ανέβασαν στον επάνω όροφο ήταν στα κακά του τα χάλια. Από επιζήσαντες συκρατούμενους του μας διασώθηκε οτι τον άκουγαν να ψέλνει την επιμνημόσυνη δέηση όσων είχαν ήδη εκτελεστεί[4]. Καταταλαιπωρημένος, χωρις καμμία φροντίδα άφησε την τελευταία του πνοή στις 29 Μαίου του 1921[5], σε ηλικία 45 ετών. Μαζί του πέθαναν δύο άλλοι κρατούμενοι, ο Βασίλης Καλαϊτζής κι ο Ανδρέας Κολλάρος από τύφο.
Μετα το θάνατο του, οι Τούρκοι κρέμασαν από δέντρο σε πλατεία το άψυχο σώμα του για εκφοβισμό. Ετάφη στην αυλή γειτονικής εκκλησίας στην Αμάσεια από τους λίγους χριστιανούς που χαν μείνει στην πόλη. Τον προέπεμψε στην τελευταία του κατοικία ο αχώριστος σύντροφός του Πλάτων Αϊβαζίδης.
Μνήμη
Στις 30 Μαίου 1936 φιλοτεχνήθηκε κι αποκαλύφθηκε προτομή του στη μονή Λειμώνος της Λέσβου προς τιμήν του.
Τὸ 1992 ὁ Εὐθύμιος κατατάσσεται στὴ χορεία τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Η αγιοκατάταξή του έγινε μαζί με τους μάρτυρες Χρυσόστομο Σμύρνης, Προκόπιο Ικονίου, Γρηγόριο Κυδωνιών και Αμβρόσιο Μοσχονησίων και των συν αυτοίς Μικρασιατών νεομαρτύρων και η μνήμη τους τιμάται την Κυριακή προ της Υψώσεως (τον Σεπτέμβριο).
Προς τιμήν του έχουν δοθεί ονομασίες δρόμων σε διάφορες περιοχές.[6][7]