Η δράκαινα (λατινική και επιστημονική ονομασία Dracaena) είναι γένοςμονοκοτυλήδονων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια του σπαραγγιού, τα ασπαραγοειδή. Το γένος περιλαμβάνει περίπου 120 είδη δέντρων και παχύφυτωνθάμνων.[2]Τα παλαιά, μη αναγνωριζόμενα πλέον, γένη Pleomele και Sansevieria συγχωνεύθηκαν με το Dracaena. Στο ταξινομικό σύστημα APG IV το γένος τοποθετείται στην υποοικογένεια[3]Nolinoideae (την πρώην οικογένεια Ruscaceae).[4][5] Επίσης παλαιότερα η δράκαινα είχε υπαχθεί (μαζί με ή χωρίς το γένος Cordyline) στη δική της, ομώνυμη ξεχωριστή οικογένεια Dracaenaceae, ή στην οικογένεια της αγαύης, τη σημερινή υποοικογένεια Agavoideae). Η ονομασία του γένους προέρχεται από την ομώνυμη αρχαία ελληνική λέξη, που σημαίνει «θηλυκός δράκοντας».[6] Η πλειονότητα των ειδών είναι ιθαγενή της Αφρικής, της νότιας Ασίας και της βόρειας Αυστραλίας, με δύο είδη να συναντώνται στην Κεντρική Αμερική.
Περιγραφή
Ορισμένα είδη δράκαινας έχουν ένα δευτερεύον μερίστωμα (ο ιστός που συνεισφέρει στην ανάπτυξη του φυτού) στους κορμούς τους, που διαφέρει αρκετά από το μερίστωμα των δικοτυλήδονων φυτών. Το χαρακτηριστικό αυτό υπάρχει και σε γένη της υποοικογένειας Agavoideae, καθώς και στο γένος ξανθόρροια, μεταξύ των άλλων ασπαραγωδών.
Τα πολυάριθμα είδη της δράκαινας μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο αυξητικούς τύπους: τις δενδροειδείς δράκαινες (π.χ. Dracaena fragrans, Dracaena draco, Dracaena cinnabari), οι οποίες έχουν υπέργεια στελέχη που διακλαδώνονται από κόμβους μετά την ανθοφορία (ή εάν αποκοπεί ο αυξητικός ακραίος οφθαλμός), και τις ριζωματώδεις δράκαινες (π.χ. Dracaena trifasciata, Dracaena angolensis), οι οποίες έχουν υπόγεια ριζώματα και φύλλα στην επιφάνεια του εδάφους.
Αρκετά θαμνώδη είδη δράκαινας διατηρούνται από τον άνθρωπο ως φυτά εσωτερικού χώρου, επειδή ευδοκιμούν και στη σκιά και δεν χρειάζονται συχνό πότισμα.[7] Τέτοια είδη είναι τα Dracaena fragrans, D. surculosa, D. marginata και D. sanderiana. Πολλά από αυτά πάντως είναι τοξικά για τα κατοικίδια ζώα, αν και όχι για τους ανθρώπους. Μπορούν να αντέξουν περιόδους ξηρασίας, αλλά τα άκρα των φύλλων μπορεί να ξεραθούν.[8] Τα φύλλα στη βάση κιτρινίζουν και πέφτουν από τη φύση τους, αφήνοντας την ανάπτυξη να συνεχισθεί προς την κορυφή.[8] Κομμένα στελέχη με ρίζες από το είδος Dracaena sanderiana πωλούνται σε κάποια μέρη ως «τυχερά μπαμπού», μολονότι επιφανειακά μόνο μοιάζουν με τα πραγματικά μπαμπού. Προσοχή χρειάζεται στην προσβολή από έντομα.[8]
Προϊόντα
Μια έντονα κόκκινη ρητίνη, το λεγόμενο «αίμα του δράκου», συλλέγεται από το είδος Dracaena draco και, από την αρχαιότητα, από το D. cinnabari. Ωστόσο σήμερα το «αίμα του δράκου» είναι πιθανότερο να προέρχεται από το μη συγγενικό γένος Daemonorops, που ανήκει στα αρεκοειδή.[9] Σε πολλές αφρικανικές κοινωνίες η ρητίνη της δράκαινας χρησιμεύει στη σήμανση τάφων, ιερών θέσεων και αγροτεμαχίων.[10]
Παραπομπές
↑ 1,01,1«Genus: Dracaena Vand. ex L». Germplasm Resources Information Network. United States Department of Agriculture. 19 Ιανουαρίου 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Μαΐου 2010. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2011.
↑«Dracaena». theplantlist.org. 2013. Ανακτήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2020.
Chase, M.W.; Reveal, J.L.; Fay, M.F. (2009). «A subfamilial classification for the expanded asparagalean families Amaryllidaceae, Asparagaceae and Xanthorrhoeaceae». Botanical Journal of the Linnean Society161 (2): 132–136. doi:10.1111/j.1095-8339.2009.00999.x.
Sheridan, M. (2008). «Tanzanian ritual perimetrics and African landscapes: the case of Dracaena». International Journal of African Historical Studies41 (3): 491–521.