Ο Γιόχαν Μπάπτιστ Άλτσογκ (γερμ. Johann Baptist Alzog, 8 Ιουνίου 1808 – 1 Μαρτίου 1878) ήταν Γερμανός Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος και εκκλησιαστικός ιστορικός.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Άλτσογκ γεννήθηκε στο Οχλάου της Σιλεσίας, τη σημερινή πόλη Οουάβα της Πολωνίας. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Μπρεσλάου και της Βόννης, και το 1834 χειροτονήθηκε ιερέας στην Κολωνία.[6]
Το 1835 αποδέχθηκε τις έδρες της Ερμηνευτικής και της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη θεολογική σχολή του Πόζεν (του σημερινού Πόζναν).[6] Υπερασπίσθηκε με σθένος τον αρχιεπίσκοπο της πόλεως αυτής Μάρτιν φον Ντούνιν κατά τον διωγμό του τελευταίου από την κυβέρνηση της Πρωσίας. Αργότερα έγινε καθηγητής στο Χίλντεσχαϊμ (1845) και το 1853 διορίσθηκε καθηγητής στην έδρα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ[6] και το ίδιο έτος έγινε εκκλησιαστικός σύμβουλος (geistlicher Rat).[7] Παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι τον θάνατό του στο Φράιμπουργκ, σε ηλικία 69 ετών.
Μαζί με τον Ίγκνατς φον Νταίλινγκερ, ο Άλτσογκ διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη σύγκληση της περίφημης συνόδου Ρωμαιοκαθολικών λογίων στο Μόναχο το 1863.[6] Επίσης έλαβε μέρος, μαζί με τους επισκόπους Χέφελε και Χάζεμπεργκ, στην προετοιμασία της Πρώτης Συνόδου του Βατικανού, όπου έλαβε μέρος στην επιτροπή περί δογμάτων και ψήφισε υπέρ του δόγματος του Αλάθητου του Πάπα, αλλά κατά της άμεσης υιοθετήσεώς του.[6]
Το έργο του
Η φήμη του Άλτσογκ ως συγγραφέως οφείλεται κυρίως στο Handbuch der Universal-Kirchengeschichte (= «Εγχειρίδιον της Ιστορίας της Παγκοσμίου Εκκλησίας», Mainz 1841), που επανεκδίδεται συχνά κάτω από διάφορους τίτλους[6]. Βασίζεται στο έργο του Γιόχαν Άνταμ Μέλερ, μεταφράσθηκε σε αρκετές γλώσσες και έγινε γενικώς αποδεκτό ως η καλύτερη έκθεση των ρωμαιοκαθολικών απόψεων, αντίστοιχη με το προτεσταντικό εγχειρίδιο του Καρλ Χάζε.[7]
Σημαντικό έργο του Άλτσογκ, αν και ξεπερασμένο σήμερα, ήταν και η Πατρολογία του (Grundriss der Patrologie), που γνώρισε 4 εκδόσεις (1866-1888), όπως και η επιμελημένη έκδοση της Απολογητικού λόγου του Γρηγορίου Ναζιανζηνού. Συνεισέφερε επίσης τακτικά σε περιοδικές εκδόσεις.[7] Πέρα από πολλά μικρότερα κείμενα επί εκκλησιαστικών θεμάτων και της συνεργασίας του στο μεγάλο εκκλησιαστικό λεξικό (Kirchenlexicon) των Βέτσερ (Heinrich Joseph Wetzer) και Βέλτε (Benedict Welte), ο Άλτσογκ συνέγραψε και μια πραγματεία στη λατινική γλώσσα (1857) με θέμα τη σχέση των ελληνικών και λατινικών σπουδών με τη χριστιανική θεολογία, καθώς και το πολύτιμο έργο Die deutschen Plenarien im 15 und zu Anfang des 16 Jahrhunderts (Freiburg 1874).[7]
Παραπομπές
- ↑ 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2014.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 124228007. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2019.
- ↑ 5,0 5,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουνίου 2015.
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Alzog, Johann Baptist» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 1 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 776
- ↑ 7,0 7,1 7,2 7,3 Το λήμμα «Johann Baptist Alzog» στην Catholic Encyclopedia, τόμος 1