Ο Γιόχαν Κρίστοφ Γκότσεντ (γερμανικά: Johann Christoph Gottsched, 2 Φεβρουαρίου 1700 – 12 Δεκεμβρίου 1766) ήταν Γερμανός φιλόσοφος, θεωρητικός και κριτικός λογοτεχνίας και θεατρικός συγγραφέας του Διαφωτισμού. Με το ευρύ έργο του εισήγαγε το ορθολογιστικό πνεύμα και τα γαλλικά αισθητικά πρότυπα στο θέατρο και τη γερμανική λογοτεχνία.[10]
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Γκότσεντ γεννήθηκε στο χωριό Γιούντιγκεν (μετονομάστηκε σε Μεντελέγιεβο το 1947) κοντά στο Κένιγκσμπεργκ (Πρωσία, τώρα Κεντρική Περιφέρεια του Καλίνινγκραντ, Ρωσία) και ήταν γιος πάστορα. Σε ηλικία 14 ετών, μπήκε στο πανεπιστήμιο του Kένισμπεργκ για να σπουδάσει θεολογία, αλλά, γοητευμένος από τα έργα των Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς και Κρίστιαν Βολφ, αφοσιώθηκε κυρίως στη μελέτη της φιλοσοφίας και της ιστορίας. Τον Ιανουάριο του 1724, κατέφυγε στη Λειψία από φόβο μήπως στρατολογηθεί στον πρωσικό στρατό (οι πιθανότητες να στρατολογηθεί ήταν πολύ μεγάλες λόγω του ψηλού αναστήματος και της ισχυρής σωματικής του διάπλασης).[11]
Στο πανεπιστήμιο της Λειψίας γνώρισε τον λόγιο Γιόχαν Μπούρκχαρντ Μένκε - ιδρυτή του πρώτου επιστημονικού περιοδικού στη Γερμανία το 1682 στη Λειψία - ο οποίος τον επέλεξε για οικοδιδάσκαλο του γιου του. Υπό την αιγίδα του Μένκε, ο Γκότσεντ έγινε μέλος της διάσημης Γερμανικής Ποιητικής Εταιρείας (Teutschübende Poetische Gesellschaft). Το 1727, εξελέγη «ανώτερος» και τη μετέτρεψε σε Γερμανική Εταιρεία στη Λειψία, η οποία έγινε ένα από τα κέντρα για τη μεταρρύθμιση της γερμανικής γλώσσας. Αυτή η εταιρεία έγινε το ιδανικό βήμα για τις μεταρρυθμιστικές του προσπάθειες και σύντομα ιδρύθηκαν αντίστοιχες εταιρείες κυρίως σε πανεπιστημιακές πόλεις, με βάση τις οδηγίες του.[12]
Το 1730 διορίστηκε καθηγητής ποίησης στο πανεπιστήμιο της Λειψίας και το 1734 - καθηγητής λογικής και μεταφυσικής. Μέσα από τη διδασκαλία και τις λογοτεχνικές και δημοσιογραφικές του δραστηριότητες, συνέβαλε στην ανάπτυξη της γερμανικής λογοτεχνίας, του θεάτρου και της ρητορικής. Πέθανε στις 12 Δεκεμβρίου 1766 στη Λειψία. Ήταν παντρεμένος με τη Λουίζ Γκότσεντ, η οποία συμμετείχε στις λογοτεχνικές του δραστηριότητες και ήταν η ίδια εξέχουσα συγγραφέας.
Δημοσιογραφική δραστηριότητα
Ο Γκότσεντ ήταν εκδότης πολλών περιοδικών αφιερωμένων στη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού και στη λογοτεχνική κριτική: Το 1725 και το 1726, δημοσίευσε το περιοδικό Η κριτική της γνωστικής γυναίκας (Die vernünftigen Tadlerinnen), που στόχευε στη βελτίωση των πνευματικών και ηθικών προτύπων των γυναικών. Τα ίδια χρόνια το Λογικοί επικριτές (Die vernünftigen Tedlerinnen). Το 1727-1729 με το Ο έντιμος άνθρωπος (Der Biedermann) - βασισμένο στα αγγλικά ηθικολογικά (εκπαιδευτικά) εβδομαδιαία περιοδικά - ανέλαβε το ευρύτερο έργο της εισαγωγής του νέου ορθολογιστικού δόγματος στα γερμανικά γράμματα. Το 1732 το Άρθρα για την κριτική ιστορία της γερμανικής γλώσσας, την ποίηση και την ευγλωττία (Beitis krägeur, deut schen Sprache, Poesie und Beredsamkeit), το 1745 - 1754 τη Νέα Βιβλιοθήκη των Επιστημών των Τεχνών (Neuer Büchersaal der schönen Wissenschaften und freien Künste), το 1751 - 1762 το Νεότερα από τον τομέα της ευχάριστης μάθησης (Das Neueste aus der anmutigen Gelehrsamkeit) - περιοδικά για θέματα αισθητικής και ιστορίας της λογοτεχνίας.[13]
Δημιουργία
Το 1730 δημοσίευσε το σημαντικότερο θεωρητικό έργο του Δοκίμιο για μια γερμανική κριτική ποιητική θεωρία (Versuch einer kritischen Dichtkunst vor die Deutschen), η πρώτη γερμανική πραγματεία για την τέχνη της ποίησης. Πρότυπά του ήταν η λογική και το καλό γούστο που υποστήριζε ο Νικολά Μπουαλώ, ο κορυφαίος εκφραστής του κλασικισμού στη Γαλλία, και η τήρηση των δραματικών ενοτήτων. Έτσι, προχώρησε στη θέσπιση αυστηρών νόμων για τη σύνθεση της ποίησης και επέμεινε η γερμανική λογοτεχνία να υποταχθεί στους νόμους του γαλλικού κλασικισμού. Εξήγγειλε κανόνες με τους οποίους έπρεπε να δεσμεύεται ο θεατρικός συγγραφέας και κατάργησε τη φαντασμαγορία του μπαρόκ από τη σοβαρή σκηνή. Ιδανικά του ήταν η σαφήνεια, η απλότητα και η αληθοφάνεια. Πολέμησε ενάντια στις παραδόσεις του μπαρόκ και απέβαλε από την υπερφορτωμένη με θεαματικά στοιχεία θεατρική σκηνή τις υπερβολές.[14]
Η ποιητική θεωρία του, η οποία αποτελούνταν από τεχνητούς κανόνες, αποδείχθηκε ότι είχε μικρή επιρροή στη μεταγενέστερη γερμανική λογοτεχνία. Το πιο διαρκές επίτευγμά του προέκυψε από τη συνεργασία του με την ηθοποιό Κάρολιν Νόυμπερ, που οδήγησε στην ίδρυση της σχολής υποκριτικής και κριτικής της Λειψίας. Ακολουθώντας τα κλασικιστικά μοντέλα, μετέτρεψαν τη φύση του γερμανικού θεάτρου από είδος χαμηλής ψυχαγωγίας, που ευχαριστούσε τους θεατές με χοντροκομμένα αισθησιακά ερεθίσματα με φάρσες και λαϊκά δράματα, σε σοβαρή λογοτεχνική προσπάθεια.[15]
Το έργο του Γερμανικό Θέατρο (1741–45), που περιείχε κυρίως μεταφράσεις από τα γαλλικά αλλά και κάποια έργα που γράφτηκαν από τον ίδιο, τη γυναίκα του και άλλους, παρείχε στη γερμανική σκηνή ένα κλασικό ρεπερτόριο που αντικατέστησε τους δημοφιλείς αυτοσχεδιασμούς και τα λαϊκά δράματα. Οι δικές του δραματικές προσπάθειες, τραγωδίες κλασικής τεχνοτροπίας όπως Ο θνήσκων Κάτων (1732), μια διασκευή τραγωδίας του Τζόζεφ Άντισον, ήταν πολύ δημοφιλείς στην εποχή του, ωστόσο, θεωρούνται μετριότατες.
Η βιβλιογραφία του για το γερμανικό θέατρο, Απαραίτητα εφόδια για την ιστορία της γερμανικής δραματικής ποίησης (Nötiger Vorrat zur Geschichte der deutschen dramatischen Dichtkunst (1757–65), που περιλαμβάνει όλα τα παλαιότερα γερμανικά θεατρικά έργα, αν και όχι πλήρης, εξακολουθεί να είναι πολύτιμη.
Το ενδιαφέρον του για το ύφος αναπτύχθηκε επίσης σε έργα όπως η Πλήρης ρητορική (Ausführliche Redekunst, 1736) στο οποίο συνόψισε την παράδοση της κλασικής ρητορικής και την επανερμήνευσε σύμφωνα με τα ορθολογιστικά πρότυπα του Διαφωτισμού. Η θέση του στην ποιητική και τη ρητορική χαρακτηρίζεται αφενός από την απόρριψη της μπαρόκ ρητορικής (πομπώδες ύφος) και αφετέρου, την πεποίθηση του Διαφωτισμού ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν γνωστά μέσω της λογικής. Μαζί με τη Θεμελίωση της γερμανικής λογοτεχνικής γλώσσας (Grundlegung einer deutschen Sprachkunst, 1748) συνέβαλαν στη συστηματοποίηση της γερμανικής ως λογοτεχνικής γλώσσας.
Αντίδραση στον Ορθολογισμό
Στην ιστορία της γερμανικής λογοτεχνίας, είναι γνωστή η περίφημη λογοτεχνική διαμάχη για θέματα θεωρίας και τάσεων στη λογοτεχνία γύρω στο 1740 μεταξύ του Γκότσεντ και των Ελβετών Γιόχαν Γιάκομπ Μπόντμερ και Γιόχαν Γιάκομπ Μπράιτινγκερ, οι οποίοι υπερασπίστηκαν τη δημιουργική φαντασία και τη δικαιολόγησαν παρουσιάζοντας ενώπιον του γερμανικού κοινού έργα σημαντικών Άγγλων συγγραφέων, με έμφαση στον Χαμένο Παράδεισο του Τζον Μίλτον. Ο Γκότσεντ αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ανερχόμενη ιδιοφυΐα του Φρίντριχ Κλόπστοκ και του Γκότχολντ Εφραίμ Λέσσινγκ και συνέχισε να εκφράζει κανόνες χωρίς να λαμβάνει υπ' όψιν τις νέες τάσεις. Λόγω της μαζικότητας των επιθέσεων, οι αντίπαλοί του αναδείχθηκαν νικητές της διαμάχης. Η ήττα του παγιώθηκε από την κριτική του Λέσσινγκ και αργότερα από πρόσωπα της περιόδου Στουρμ ουντ Ντραγκ μεταξύ των οποίων οι νεαροί Γκαίτε, Χέρντερ και άλλοι. Οι επιθέσεις κατά της ποιητικής του, που τη θεώρησαν ορθολογιστική, αφηρημένη και άψυχη, υπονόμευσαν τελικά την επιρροή του στη γερμανική λογοτεχνία. Μετά τον θάνατό του, οι ποιητές του ρομαντισμού συνέβαλαν στο να τον αναδείξουν σαν σύμβολο του στενόμυαλου, ορθολογιστή δασκάλου. Μόλις στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα άρχισε μια πιο στοχαστική επανεκτίμηση των επιτευγμάτων του. [13]