Ο Άλμπρεχτσμπεργκερ γεννήθηκε στην μικρή πόλη Κλοστερνόιμπουργκ της Αυστρίας, κοντά στη Βιέννη. Ξεκίνησε την μουσική ως χορωδός σε ηλικία επτά ετών. Ο πάστορας του ναού του Αγίου Μαρτίνου στη γενέτειρά του, παρατηρώντας το ταλέντο του αγοριού και την αξιόλογη επιμέλειά του και όντας ο ίδιος ένας εξαιρετικός μουσικός, του έδωσε τα πρώτα μαθήματα στο μπάσο κοντίνουο και ακόμη ένα μικρό εκκλησιαστικό όργανο όπου έπαιζε. Η φιλοδοξία του νεαρού Γιόχαν ήταν τόσο μεγάλη, που ο ίδιος δεν ξεκουραζόταν ούτε τις Κυριακές και τις αργίες.[9]
Αργότερα σπούδασε εκκλησιαστικό όργανο κοντά στους Βενεδικτίνους μοναχούς του Αββαείου της πόλης Μελκ (Stift Melk). Η όμορφη σοπράνο φωνή του (δεν είχε υποστεί μεταφώνηση ακόμη) τράβηξε την προσοχή του μέλλοντος αυτοκράτορα Λεοπόλδου, ο οποίος εξέφρασε την υψηλή εκτίμησή του γι' αυτόν. Η βιβλιοθήκη του Αββαείου του έδωσε την ευκαιρία να μελετήσει τα έργα των Α. Καλντάρα (Α. Caldara), Περγκολέζι, Χαίντελ, κ.ά.[9]
Στα θεωρητικά είχε δασκάλους τους Λ. Πίτνερ (Leopold Pittner) και Γ. Μ. Μον (Georg Matthias Monn).[10] Επίσης διδάχθηκε φιλοσοφία σε σεμινάριο Ιησουιτών στη Βιέννη και έγινε ένας από τους πολυμαθέστερους και ικανότερους χειριστές αντίστιξης της ηλικίας του. Από τους συμμαθητές του αξίζει να αναφερθούν οι Μ. Χάιντν (Michael Haydn) και Φ. Άουμαν (Franz Joseph Aumann).
Διορίστηκε οργανίστας στο Ράαμπ (Raab, σημερινό Γκιέρ της Ουγγαρίας) το 1755 και στο Μαρία Τάφερλ το 1757. Κατόπιν πήρε την θέση του Thurnermeister στο Αββαείο Μελκ, του διευθυντή χορωδίας στην Εκκλησία των Καρμηλιτών και το 1772 διορίστηκε οργανίστας στην αυτοκρατορική Αυλή της Βιέννης χάρη σε μεσολάβηση του Μότσαρτ.[10] Τελικά πήρε τη θέση του αρχιμουσικού (Kapellmeister) στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου της Βιέννης, θέση που αντιπροσώπευε το ανώτατο εκκλησιαστικό μουσικό αξίωμα της αυτοκρατορίας.[10]
Οι δημοσιευμένες συνθέσεις του, φωνητικές και οργανικές, είναι λίγες (27 από τις συνολικά 261). Από τις υπόλοιπες αδημοσίευτες, μερικές υπάρχουν μόνο σε χειρόγραφα, τα οποία φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη της Βιέννης (Gesellschaft der Musikfreunde).[9]
Μεγάλος θεωρητικός
Η φήμη του Άλμπρεχτσμπεργκερ ως δεξιοτέχνη του εκκλησιαστικού οργάνου (θεωρείτο ως ο μεγαλύτερος, ίσως, οργανίστας του κόσμου, στην εποχή του [10]) και ως θεωρητικού, προσείλκυσε στην Αυστριακή πρωτεύουσα πολύ μεγάλο αριθμό μαθητών, μερικοί από τους οποίους αργότερα έγιναν επιφανείς μουσικοί. Μεταξύ αυτών ήσαν οι Γ. Ν. Χούμελ (Johann Nepomuk Hummel), Ι. Μόσελες (Ignaz Moscheles), Τ. Φίλντ (John Field), Α. Καρτελιέρι (Antonio Casimir Cartellieri, Ά. Ράιχα (Anton Reicha) και Φ. Ξ. Μότσαρτ (Franz Xaver Mozart), γιος του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ.
Όμως ο σπουδαιότερος όλων των μαθητών του υπήρξε αναμφίβολα ο Μπετόβεν. Ο Μπετόβεν είχε φθάσει στη Βιέννη το 1792 για να μελετήσει με τον Χάιντν, αλλά γρήγορα ενοχλήθηκε όταν το έργο του δεν έτυχε της προσοχής του Αυστριακού. Τότε ο ίδιος ο Χάιντν του συνέστησε τον Άλμπρεχτσμπεργκερ, ο οποίος ήταν φίλος του. Με τον Άλμπρεχτσμπεργκερ ο Μπετόβεν σπούδασε στη συνέχεια, αρμονία και αντίστιξη.[11] Με την ολοκλήρωση των σπουδών του, ο νεαρός σπουδαστής παρατήρησε: «Υπομονή, επιμέλεια, επιμονή και ειλικρίνεια θα οδηγήσουν στην επιτυχία».
Οι φούγκες της τελευταίας περιόδου τού Μπετόβεν, ιδίως η περίφημη Μεγάλη Φούγκα σε Σιb, έργο 133, οφείλουν πολλά στην διδασκαλία του Άλμπρεχτσμπεργκερ.[10]
Οι γνώσεις του Άλμπρεχτσμπεργκερ στην πολυφωνία είχαν ως βάση συνθέτες, από τον Παλεστρίνα μέχρι τον Μπαχ. Του τελευταίου μάλιστα είχε αντιγράψει ολόκληρο το έργο Το καλοσυγκερασμένο κλειδοκύμβαλο.[10] Συνέχιση της διδασκαλίας του θεωρείται ότι μπορεί να εντοπιστεί στον μαθητή του Άντον Ράιχα, ο οποίος έγινε ο πρώτος καθηγητής αντίστιξης και φούγκας στο Ωδείο του Παρισιού από το 1818 έως το θάνατό του το 1836.[εκκρεμεί παραπομπή]
Ο Άλμπρεχτσμπεργκερ πέθανε στη Βιέννη και ενταφιάστηκε στο Κοιμητήριο Sankt Marxer Friedhof. Συνέθεσε γύρω στα 250 έργα, μεταξύ των οποίων 26 Λειτουργίες, 43 Ευχαριστήριους Ύμνους (Graduals), 34 Αποσπάσματα Ψαλμών (Offertoria),[12], 16 Μεγαλυνάρια (Magnificat), 120 και πλέον σονάτες για διάφορους συνδυασμούς οργάνων, 278 έργα για εκκλησιαστικό όργανο, κ.ά.
Κυριότερα έργα
Για πληκτροφόρα
Κοντσέρτο για εκκλησιαστικό όργανο σε Σιb Μείζονα (1762)
Αντάντε για εκκλησιαστικό όργανο (εκδ. 1840)
8 μικρά πρελούδια για εκκλησιαστικό όργανο
5 πρελούδια για εκκλησιαστικό όργανο
Φούγκα για πληκτροφόρο, έργο 17, 5
Πρελούδιο και φούγκα 4 χέρια για εκκλησιαστικό όργανο
Πρελούδιο και φούγκα για πληκτροφόρο σε Λα Μέιζονα
3 Κοντσερτίνο για άρπα με το στόμα (Trombula) και Μαντόρα με χορδές (Mandora mit Streichern) (περ. 1765, εκδ. 1769, 1770, 1771) [13]
4 Κοντσερτίνο για άρπα και ορχήστρα
Κοντσέρτο για άρπα σε Ντο Μείζονα (1772)
3 Τρίο για Έγχορδα, έργο 9
Κουαρτέτο για τσέμπαλο/πιάνο, 2 βιολιά και βιολοντσέλο, σε Ντο Μείζονα
Ντούο για βιόλα και βιολοντσέλο σε Ντο μείζονα
Παρτίτα για φλάουτο, άρπα και μπάσο σε Ντο μείζονα
Ντιβερτιμέντο για δύο βιολιά και κοντραμπάσο σε Ρε Μείζονα
Παρτίτα για φλάουτο, βιόλα d’ amore και κοντραμπάσο σε Ρε μείζονα
Εκκλησιαστική μουσική
De profundis clamavi, μοτέτο για τέσσερις φωνές
Ορατόριο των Παθών του Κυρίου (Oratorio de Passione Domini, 1762)
Λειτουργία σε Μιb Μείζονα
Λειτουργία σε Ρε Μείζονα (1783)
Χαίρε Βασίλισσα των Ουρανών (Ave regina coelorum)
Η Ψυχή μου Μεγαλύνει τον Κύριον (Magnificat anima mea Dominum)
Και Εγένετο Σκότος (Tenebrae factae sunt)
Θεωρητικά
Βασική Μέθοδος Σύνθεσης [με σαφή και λεπτομερή παραδείγματα...] (Grundiche Anweisung zur Komposition mit deutlichen und ausführlichen Exempeln, zum Selbstunterrichte, erläutert; und mit einem Anhange: Von der Beschaffenheit und Anwendung aller jetzt üblichen musikalischen Instrumente, Breitkopf, Λειψία 1770)
Συνοπτική Μέθοδος Εκμάθησης του Συνεχούς Βασίμου (Kurzgefasste Methode den Generalbass zu erlernen, Βιέννη περ. 1791) [10]
Μια συλλογή από τα γραπτά του για την αρμονία, σε τρεις τόμους, εκδόθηκε με τη φροντίδα του μαθητή του Ignaz von Seyfried (1776–1841), το 1826.[14]