Ο Γιόχαν Άνταμ Ράινκεν (Johann Adam Reincken, βάπτιση: 10 Δεκεμβρίου1643 – Αμβούργο, 24 Νοεμβρίου1722) ήταν ολλανδικής καταγωγήςΓερμανός συνθέτης, οργανίστας και βιολίστας. Υπήρξε από τους πλέον σημαντικούς βορειοευρωπαίους συνθέτες του 17ου αιώνα, ικανότατος οργανίστας -ιδιαίτερα στον αυτοσχεδιαστικό τομέα-, γνωστός περισσότερο για την επιρροή που είχε στον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ωστόσο, πολύ λίγα έργα του έχουν διασωθεί στη σημερινή εποχή.
Ονοματολογία
Το ονοματεπώνυμο του Ράινκεν (Reincken) έχει καταγραφεί και με διαφορετικές γραφές όπως: Jan Adams, Jean Adam, Reinken, Reincke, Reinecke, Reineke, Reinkinck, μερικές από τις οποίες δείχνουν την ολλανδική καταγωγή του.
Γενέτειρα
Ο τόπος και η ακριβής ημερομηνία γέννησης του συνθέτη δεν είναι επιβεβαιωμένα. Οι κύριες πηγές προέρχονται από τον Γιόχαν Μάτεσον (Johann Mattheson), ο οποίος, γράφοντας το 1722, έδωσε την ημερομηνία γέννησής του στις 27 Απριλίου1623. Ωστόσο, ο ίδιος ο Ράινκεν αναφέρει στη σελίδα τίτλου του φημισμένου έργου του Hortus Musicus, ότι η γενέτειρα του ήταν το Ντέβεντερ (Deventer) της Ολλανδίας, και δεν βρέθηκαν ληξιαρχικές πράξεις γέννησης για να στηρίξουν τον ισχυρισμό του Mattheson. Ωστόσο, μία καταγραφή βάπτισης κάποιου "Jan Reinse" στο Ντεφέντερ στις 10 Δεκεμβρίου1643, οδηγεί τους περισσότερους ερευνητές στο συμπέρασμα, ότι αυτή η σταθερή ημερομηνία πρέπει να γίνει σήμερα αποδεκτή, αν και επιδέχεται συζήτησης.
Άλλες πηγές αναφέρουν ως γενέτειρα του συνθέτη το Βιλσχάουζεν της Αλσατίας[6][7], όμως δεν θα πρέπει να ισχύει κάτι τέτοιο, δεδομένης και της αναφοράς του ίδιου του Ράινκεν.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Ράινκεν έλαβε τη στοιχειώδη μουσική εκπαίδευση στη γενέτειρά του, Ντεφέντερ, μεταξύ 1650-1654, από τον Λούκας φαν Λένικ (Lucas van Lennick), οργανίστα της εκεί Μεγάλης Εκκλησίας (Grotekerk/Lebuinuskerk). Το 1654 έφυγε για το Αμβούργο για να σπουδάσει με τον Χάινριχ Σάιντεμαν (Heinrich Scheidemann), οργανίστα της εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης (Katharinenkirche). Το 1657 επέστρεψε στο Ντέβεντερ και έγινε οργανίστας της Bergkerk στις 11 Μαρτίου. Ωστόσο, μετά από μόλις ένα χρόνο έφυγε για το Αμβούργο, και πάλι, αυτή τη φορά για να γίνει βοηθός του Σάιντεμαν. Όταν εκείνος πέθανε το 1663, ο Ράινκεν τον διαδέχθηκε στην εκκλησία της Αγ. Αικατερίνης. Το 1665 παντρεύτηκε μία από τις θυγατέρες του Σάιντεμαν και, το μοναδικό παιδί τους Μαργαρίτα-Μαρία, γεννήθηκε τρία χρόνια αργότερα. Το 1678, συμμετείχε στην ίδρυση της Όπερας του Αμβούργου.
Ο συνθέτης κράτησε το πόστο στην εκκλησία της Αγ. Αικατερίνης μέχρι το θάνατό του, το 1722, όντας ένας από τους μακροβιότερους βορειογερμανούς οργανίστες σε μία θέση, αν και από το 1705, ορισμένα από τα μέλη του συμβουλίου της εκκλησίας προσπάθησαν να διορίσουν τον Γιόχαν Μάτεσον ως διάδοχό του. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους οργανίστες της εποχής του, ο Ράινκεν πέθανε πλούσιος και, στη διάρκεια της ζωής του, είχε αναδειχθεί ως ένας από τους καλύτερους στη Γερμανία. Γνώριζε προσωπικά τους Ντήτριχ Μπουξτεχούντε και Βίνσεντ Λύμπεκ, ενώ η ιστορία θα τον συνδέσει με τον Μπάχ.
Ο Ράινκεν πέθανε στο Αμβούργο, αλλά ο τάφος του βρίσκεται στο Λύμπεκ, στην εκεί εκκλησία της Αγ. Αικατερίνης.
Ράινκεν και Μπαχ
Ο Ράινκεν εκείνη την εποχή, στα προχωρημένα εβδομήντα του πια, ήταν ο νέστορας των μουσικών του Αμβούργου. Μαθητής ο ίδιος του ξακουστού Χάινριχ Σάιντεμαν, ο οποίος ήταν με τη σειρά του μαθητής του Γιαν Σβέελινκ, υπήρξε ένας, με καθολική αναγνώριση, βιρτουόζος του εκκλησιαστικού οργάνου, έπαιζε στο Αμβούργο σε ένα από τα μεγαλύτερα και ομορφότερα εκκλησιαστικά όργανα του 17ου αιώνα, και είχε και μεγάλο όνομα ως συνθέτης, ειδήμονας στα εκκλησιαστικά όργανα και θεωρητικός. Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν θα πρέπει να είχε σαγηνευτεί απ' αυτόν. Έκανε επανειλημμένα τη διαδρομή από το Λύνεμπουργκ στο Αμβούργο, για να τον ακούσει να παίζει.
Η έλξη που ασκούσε ο Ράινκεν στον Μπαχ, φαίνεται ξεκάθαρα από ένα ανέκδοτο περιστατικό, που δεν θα μπορούσε παρά να προέρχεται από τον ίδιο τον Μπαχ. Η ιστορία αυτή καταγράφηκε το 1786, από τον Friedrich Wilhelm Marpurg, ο οποίος ήταν γνωστός του Μπαχ και των δύο μεγαλυτέρων γιων του:
...Επειδή έκανε τη διαδρομή για το Αμβούργο περισσότερες από μία φορά, για να ακούσει αυτόν τον μεγάλο δάσκαλο, συνέβη κάποτε να χρειαστεί να παραμείνει εκεί, περισσότερο απ’ότι τού επέτρεπε η αποζημίωσή του (ενν. τα οδοιπορικά που έπαιρνε), οπότε κατά την επιστροφή στο Λύνεμπουργκ, δεν είχε παρά μερικά σελίνια στην τσέπη. Δεν ήταν παρά μόνο στα μισά τού δρόμου, όταν πείνασε πολύ και σταμάτησε σ' ένα πανδοχείο, όπου οι απολαυστικές μυρωδιές της κουζίνας, του έκαναν το μαρτύριο στο οποίο βρισκόταν, δέκα φορές μεγαλύτερο! Εκεί που συλλογιζόταν απελπισμένος, άκουσε ν' ανοίγει τρίζοντας ένα παράθυρο, και είδε κάποιον να πετάει μερικά ψαροκέφαλα ρέγγας στα σκουπίδια. Ως γνήσιος Θουριγγιανός, κι ενώ τού έτρεχαν τα σάλια σ' αυτό το θέαμα (sic), δεν δίστασε ούτε μια στιγμή να τρέξει και να τα πάρει! Και, κοίτα θαύμα!!! Μόλις είχε αρχίσει να τα κομματιάζει, βρήκε μέσα στο καθένα από αυτά ένα Δανέζικο δουκάτο! Ένα εύρημα που, όχι μόνο τού επέτρεπε να παραγγείλει μια μερίδα ψητό κρέας, αλλά τού έδινε και τη δυνατότητα, στην αμέσως επόμενη ευκαιρία, να ξανακάνει, με μεγαλύτερη άνεση, ένα καινούργιο ταξίδι στον Ράινκεν στο Αμβούργο...[8]
Δεν είναι τυχαίο, το ότι ο νεαρός Μπαχ θα κάνει πολλές φορές τη διαδρομή Λύνεμπουργκ-Αμβούργο για να τον συναντήσει ξανά και ξανά.[9]. Ο Ράινκεν εκείνο τον καιρό έπαιζε στην εκκλησία της Αγ. Αικατερίνης του Αμβούργου, σ' ένα τεραστίων διαστάσεων εκκλησιαστικό όργανο (58 Συστοιχίες, 4 Χειρόπληκτρα και Πεντάλ!!). Η εντύπωση που προκάλεσε στον Γιόχαν Σεμπάστιαν το συγκεκριμένο όργανο, έμεινε για πάντα βαθιά χαραγμένη μέσα του. Κάποιος μαθητής του, θυμόταν αργότερα ότι ο Μπαχ έλεγε: «δεν υπάρχουν λόγια για -να περιγράψει κάποιος- την καθαρότητα και τον πλούσιο ήχο του».[10] Δεν υπάρχει, λοιπόν, καμιά αμφιβολία, ότι το συγκεκριμένο όργανο στο οποίο έπαιζε ο Ράινκεν, επηρέασε δραματικά το θεωρητικό και εκτελεστικό επίπεδο του Μπαχ για τα εκκλησιαστικά όργανα, στο σύνολό τους. Ο Ράινκεν ήταν μια πληθωρική προσωπικότητα, και για την ηλικία του, ένας μεγάλος βιρτουόζος και ένας καθολικά αναγνωρισμένος ειδήμονας του εκκλησιαστικού οργάνου. Για τον νεαρό Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οργανίστας από το Αμβούργο, πρέπει να υπήρξε ένα ζωντανό κομμάτι ιστορίας.
Ο Ράινκεν επηρέασε τον Μπαχ ποικιλοτρόπως: πρώτα απ' όλα, «ξεκλείδωσε» (sic) γι' αυτόν, το αξιολογότερο βορειογερμανικό ρεπερτόριο για το εκκλησιαστικό όργανο και, μαζί μ' αυτό, τις εμπεριεχόμενες αρχές που το συνόδευαν, τη σχέση του ρεπερτορίου μ' αυτές, αλλά και τα κατάλληλα εκκλησιαστικά όργανα για την επίτευξή του. Από τα, περίπου δεκατρία, γνωστά έργα για κλαβιέ του Ράινκεν, υπάρχουν πέντε μέσα στις δύο ανθολογίες του αδελφού του Μπαχ, Johann Christoph. Ο ίδιος ο Μπαχ θα αποτίσει φόρο τιμής στον οργανίστα του Αμβούργου με το έργο του, An Wasserflüssen Babylon BWV 653, που έχει τον ίδιο τίτλο με αντίστοιχο έργο του Ράινκεν.
Παρομοίως, καλά δείγματα της τότε μουσικής εξέλιξης του Μπαχ ως συνθέτη, αποτελούν οι φούγκες BWV 954, BWV 965/2 και BWV 966/2, όλες βασισμένες σε υλικό από τη συλλογή του Ράινκεν για τρίο σονάτες, Hortus musicus (Αμβούργο 1687). Για τον Μπαχ, οι τρίο (φούγκα) σονάτες, σε ιταλικό στυλ του Ράινκεν, υπήρξαν ιδανικά υπόβαθρα για να τις μεταγράψει, να τις τροποποιήσει και να τις αναπτύξει, ως καθαρές πλέον φούγκες για το εκκλησιαστικό όργανο ή το τσέμπαλο. Το 2006 ανακαλύφθηκε στη Βαϊμάρη, το παλαιότερο αυθεντικό χειρόγραφο του Μπαχ, ένα αντίγραφο από το έργο του Ράινκεν An Wasserflüssen Babylon, το οποίο έγραψε ο μεγάλος Κάντορας για να το παραδώσει στον μετέπειτα δάσκαλό του, Γκέοργκ Μπεμ. Το αντίγραφο είναι στη μορφή ταμπλατούρας, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή.
Ο Ράινκεν θα συναντηθεί για τελευταία φορά με τον Μπαχ, λίγο καιρό πριν τον θάνατό του. Ο Μπαχ επισκέπτεται το Αμβούργο, φανερά επηρεασμένος από το θλιβερό γεγονός του θανάτου της πρώτης του συζύγου και, σκέπτεται σοβαρά να αναπληρώσει την κενή θέση της εκεί εκκλησίας του Αγίου Ιακώβου. Αυτό δεν προέκυψε τελικά, αλλά ο Μπαχ θα δώσει ένα ρεσιτάλ σε μιαν άλλη εκκλησία της πόλης παρουσία του μέντορά του Ράινκεν. Ο γηραιός μουσικός ακούγοντας τον Μπαχ να αυτοσχεδιάζει στο εκκλησιαστικό όργανο τού είπε ευγενικά: «Νόμιζα ότι η συγκεκριμένη τέχνη είχε πεθάνει, αλλά είναι φανερό ότι επιζεί μέσα σας!».[11][12]
Εργογραφία
Ο Ράινκεν έγραψε αρκετά έργα αλλά σήμερα σώζονται ελάχιστα:
Christoph Wolff, Johann Sebastian Bach:Zijn leven, zijn muziek, zijn genie (Utrecht:E.J.Bijleveld, Tweede druk 2000) ISBN 90-6131-896-3 (Finalist for the Pulitzer Prize, 2001)
Grapenthin, Ulf. "Reincken, Johann Adam", The New Grove Dictionary of Music and Musicians, ed. S. Sadie and J. Tyrrell (London: Macmillan, 2001), , .
Hans-Joachim Schulze Dokumente zum Nachwirken Johann Sebastian Bachs 1750-1800 (Leipzig en Kassel 1972)
Paule du Bouchet, Bach, la sublime armonia, Universale Electa Gallimard, 78
Νεκρολογία και NBR, nr. 306, 302
Christoph Wolff The New Bach Reader (NBR) no 7
Robert Eitner: Reincken, Johann Adam. In: Allgemeine Deutsche Biographie (ADB). Band 28, Duncker & Humblot, Leipzig 1889, S. 7–11..
Arnfried Edler: Reincken, Johann Adam. In: Neue Deutsche Biographie (NDB). Band 21, Duncker & Humblot, Berlin 2003, ISBN 3-428-11202-4, S. 344–346 (Digitalisat)..
Ulf Grapenthin: Reincken, Johann Adam. In: Die Musik in Geschichte und Gegenwart. 2., neubearbeitete Ausgabe, Band 13, Sp. 1506-1534.
Ulf Grapenthin: Bach und sein "Hamburgischer Lehrmeister" Johann Adam Reincken. In: Martin Geck (Hrsg.): Bachs Musik für Tasteninstrumente. Bericht über das 4. Dortmunder Bach-Symposion 2002 (Dortmunder Bach-Forschungen, Band 6). Klangfarben Musikverlag, Dortmund 2003, ISBN 3-932676-11-4.
Klaus Beckmann: Die Norddeutsche Schule. Orgelmusik im protestantischen Norddeutschland zwischen 1517 und 1755. Teil II: Blütezeit und Verfall 1620-1755. Schott, Mainz 2009.
Michael Kennedy, Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7