Η «κοινωνική γλυπτική» του θεωρεί το κοινωνικό σύνολο ως ένα σπουδαίο έργο τέχνης στο οποίο κάθε άτομο μπορεί και πρέπει να συνεισφέρει ισάξια και ισότιμα. «Κάθε άνθρωπος είναι ένας καλλιτέχνης» είναι μία από τις διασημότερες φράσεις τού Μπόις, δανεισμένη από τον ρομαντικό ποιητή Νοβάλις που τον επηρέασε[23].
Βιογραφία
Ο Γιόζεφ Μπόις γεννήθηκε το 1921 στο Κρέφελντ. Ήταν μοναχοπαίδι και οι γονείς του ήταν ευσεβείς καθολικοί μεσοαστικής τάξης. Μερικούς μήνες μετά τη γέννηση του Μπόις η οικογένεια μετακόμισε στο Kleve. Κατά την πρώιμη εκπαίδευσή του στο Kleve, οι δάσκαλοι του πρωτοβάθμιου, αλλά και του δευτεροβάθμιου, σχολείου τού αναγνώρισαν την προδιάθεσή του για το σχέδιο και τη μουσική. Επιπλέον, εκτός από τις τέχνες, ο νεαρός Μπόις επίσης έδειξε δεξιότητα στην ιστορία, τη μυθολογία και τις κοινωνικές και φυσικές επιστήμες[24].
Το 1946 ο Μπόις εγγράφηκε στο μνημειακό γλυπτικό πρόγραμμα της Κρατικής Ακαδημίας Τέχνης στο Ντύσελντορφ και αποφοίτησε επτά χρόνια αργότερα το 1953, ενώ το 1961 διορίστηκε καθηγητής μνημειακής γλυπτικής στο ίδιο ίδρυμα που είχε φοιτήσει. Ο Μπόις δημιούργησε σημαντική ταραχή όσο κατείχε τη θέση αυτή, καταργώντας όλες τις απαιτήσεις εισαγωγής (ουσιαστικά οποιοσδήποτε μπορούσε να παρακολουθήσει το μάθημά του)[24].
Το 1964, ενώ ο Μπόις ήταν εν μέσω αναπαράστασης ενός έργου στο Τεχνικό Κολλέγιο του Άαχεν, ένας σπουδαστής τον χτύπησε ξαφνικά στο πρόσωπο, προκαλώντας αιμορραγία στον καλλιτέχνη και λήγοντας απότομα την εκδήλωση. Το έργο θα συνέχιζε να αντηχεί όμως, όταν μια φωτογραφία της ματωμένης μύτης του Μπόις και του χεριού υψωμένου, σαν να ήταν βραβευμένος πυγμάχος, άρχισε να κυκλοφορεί. Ο Μπόις άδραξε την ευκαιρία, δημιουργώντας μια ηρωική έκθεση για τη ζωή του, με τη μορφή ενός φανταστικού βιογραφικού, μεταμορφώνοντας έτσι αποτελεσματικά την εντελώς καθημερινή τροπή των γεγονότων, σε μία νεοσυσταθείσα, σχεδόν μυθική προσωπικότητα.
Το 1970, ο Γιόζεφ Μπόις ήταν καθηγητής γλυπτικής στην Κρατική Ακαδημία Τέχνης στο Ντύσελντορφ. Ο νεώτερος φοιτητής του ήταν ο Ηλίας Μαρία Ρέτι[25], ο οποίος σπούδασε τέχνη μαζί του σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών. Ποτέ δεν ήταν ο υπάκουος ακαδημαϊκός ή διοικητικός, γι' αυτό ο Μπόις τελικά απολύθηκε από τη θέση του καθηγητή στην Ακαδημία το 1972, εν μέρει λόγω της ανορθόδοξης πρακτικής του να δέχεται οποιονδήποτε στην τάξη του.
Οι καλλιτεχνικές παραστάσεις του Μπόις γίνονταν όλο και πιο πολύπλοκες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Ενώ συνέχιζε να χρησιμοποιεί τα ήδη καθιερωμένα προϊόντα από τσόχα, ζώα και οργανικά υλικά, τα συμπλήρωνε με νέα στοιχεία, έτσι ώστε να υποδηλώσει νέες συμβολικές έννοιες και, επιπλέον, να εγχύσει το δικό του στίγμα εννοιολογικής τέχνης, με μία νέα οπτική σύνταξη[24].
Αργότερα στη ζωή του, ο Μπόις ίδρυσε πολλές πολιτικές οργανώσεις, ειδικά μετά την απόλυσή του από τη θέση του καθηγητή το 1972, όπως το Δωρεάν Διεθνές Πανεπιστήμιο για τη Δημιουργικότητα και τη Διεπιστημονική Έρευνα (1974) και το Γερμανικό Πράσινο Κόμμα (1980). Η ίδια η τέχνη του Μπόις έγινε βαθμιαία περισσότερο πολιτικοποιημένη, ενώ συνέχιζε να διαμορφώνεται από τη δική του έννοια της κοινωνικής γλυπτικής, σύμφωνα με την οποία το υπονοούμενο μήνυμα, σε οποιοδήποτε από τα έργα του, ήταν ότι η ίδια η κοινωνία πρέπει να γίνει κατανοητή ως το πραγματικό «έργο τέχνης».
Μετά από μακροχρόνια ασθένεια, ο Μπόις υπέκυψε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 23 Ιανουαρίου του 1986 κοντά στη γενέτειρά του[24].
Έργα
Ο Γιόζεφ Μπόις άφησε ένα τεράστιο έργο πίσω του. Τα σχέδιά του υπολογίζονται γύρω στις 15.000, ενώ οι συνθέσεις του από τσόχα, λίπος, κερί, μέλι, ζάχαρη και χαρτί υπολογίζονται γύρω στις 30.000[26].