Ο Γιόζεφ Μπρόντσκι (αγγλικά: Joseph Brodsky) ή Ιωσήφ Αλεξάντροβιτς Μπρόντσκι (ρωσικά: Ио́сиф Алекса́ндрович Бро́дский) ήταν Ρώσος και πολιτογραφημένος, αργότερα, Αμερικανός ποιητής. Εργάστηκε ως κριτικός και ως μεταφραστής. Γεννήθηκε στο Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη) το 1940 και πέθανε το 1996. Τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1987.
Νεανική ηλικία και σπουδές
Ο Μπρόντσκι γεννήθηκε ως τέκνο του Αλεκσάντρ Μπρόντσκι, επαγγελματία φωτογράφου του σοβιετικού ναυτικού, και της διερμηνέως Μαρία Βόλπερτ-Μπρόντσκι. Από την πλευρά του πατέρα του, καταγόταν από την επιφανή και παλαιά ραββινική οικογένεια Σορ (Schorr ή Shor)[3][4], απευθείας απόγονος του Γαλλοεβραίου ποιητή του 12ου αιώνα Ζοζέφ μπεν Ισαάκ Μπεχόρ Σορ. Ως μικρό παιδί ο Μπρόντσκι επέζησε από την Πολιορκία του Λένινγκραντ, κατά την οποία ο ίδιος και οι γονείς του λίγο έλειψε να πεθάνουν από ασιτία, όπως συνέβη με μία θεία του.[5]
Αργότερα υπέφερε από διάφορα προβλήματα υγείας που προκλήθηκαν κατά την περίοδο αυτή. Ο Μπρόντσκι είχε σχολιάσει ότι αισθανόταν αντιφρονών από νεαρή ηλικία. Γράφει: «`Αρχισα να καταφρονώ τον Λένιν, ακόμα και από την πρώτη δημοτικού, όχι εξαιτίας της πολιτικής του φιλοσοφίας ή πρακτικής... αλλά εξαιτίας των εικόνων του, που βρίσκονταν παντού».[6]
Ως μαθητής, ο Μπρόντσκι ήταν άτακτος[7] και στα 15 του άφησε το σχολείο και επεχείρησε ανεπιτυχώς να εγγραφεί στη σχολή αξιωματικών των υποβρυχίων. Μετά εργάσθηκε στο νεκροτομείο των φυλακών Κρέστυ, έχοντας στο μυαλό του να σπουδάσει ιατρική,[8] όπως και σε νοσοκομεία, σε πλοίο, ακόμα και σε γεωλογικές αποστολές, ενώ ταυτόχρονα σε ένα πρόγραμμα αυτοεκπαίδευσης έμαθε την πολωνική γλώσσα, ώστε να μπορεί να μεταφράσει Πολωνούς ποιητές όπως τον Τσέσλαφ Μίλος, και την αγγλική, ώστε να μεταφράσει Τζων Νταν. Στην πορεία, του δημιουργήθηκε ένα έντονο ενδιαφέρον για την κλασική φιλοσοφία και μυθολογία, καθώς και για τη βρετανική και αμερικανική ποίηση.
Σταδιοδρομία και οικογένεια
Το 1955 ο Μπρόντσκι άρχισε να γράφει τη δική του ποίηση και να μεταφράζει λογοτεχνία. Κυκλοφορούσε τα κείμενά του μυστικά και μερικά δημοσιεύθηκαν στο παράνομο περιοδικό Σύνταξις. Ωστόσο, τα γραπτά του δεν ήταν πολιτικού περιεχομένου[6] και μέχρι το 1958 ήταν ήδη γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους για τα ποιήματά του «Το εβραϊκό κοιμητήριο κοντά στο Λένινγκραντ» και «Προσκυνητές»[9]. Ως προς το πώς αισθάνθηκε για πρώτη φορά κλήση προς την ποίηση, είχε πει: «Το 1959 στο Γιακούτσκ, περπατώντας σε αυτή την απαίσια πόλη, μπήκα σε ένα βιβλιοπωλείο και άρπαξα μία ποιητική συλλογή του Μπαρατίνσκυ, επειδή δεν είχα τίποτα να διαβάσω. Διαβάζοντάς τη, κατάλαβα τι τελικά έπρεπε να κάμω στη ζωή μου. Ή τουλάχιστον συναρπάστηκα. Κατά κάπιο τρόπο λοιπόν ο Εβγκένυ Μπαρατίνσκυ είναι υπεύθυνος.» Η γνωστή του Λουντμίλα Στερν έγραψε για τη συνεργασία της με τον Μπρόντσκι σε ένα αρδευτικό πρόγραμμα, όταν εργάζονταν ως βοηθοί γεωλόγου: «Περιτρέχαμε την επαρχία του Λένινγκραντ εξετάζοντας χιλιόμετρα καναλιών, ελέγχοντας τις όχθες τους, που ήταν σε φοβερή κατάσταση. Κατέπεφταν, διαλύονταν, είχαν κάθε είδους πράγματα να φυτρώνουν μέσα τους... Ωστόσο σε αυτά τα ταξίδια είχα το προνόμιο να ακούσω τα ποιήματα «Οι λόφοι» και «Θα καλπάζεις στο σκοτάδι». Ο Μπρόντσκι μού τα διάβασε ανάμεσα σε δύο βαγόνια του τρένου καθώς πηγαίναμε προς το Τιχβίν.»[9]
Το 1960 ο εικοσάχρονος ποιητής συνάντησε την Άννα Αχμάτοβα, μία από τις κορυφαίες ποιήτριες της λεγόμενης «αργυρής εποχής»[8], που τον ενθάρρυνε στο έργο του και στη συνέχεια έγινε μέντοράς του.[10]. Το 1962 στο Λένινγκραντ η Αχμάτοβα τον γνώρισε στη νεαρή ζωγράφο Μαριάννα Πάβλοβα Μπασμάνοβα (Марианна Павловна Басманова), η οποία ζωγράφιζε την προσωπογραφία της Αχμάτοβα. Ο Μπρόντσκι και η Μπασμάνοβα άρχισαν μία αισθηματική σχέση. Ωστόσο, ο τότε στενός φίλος του, ποιητής Ντιμίτρι Μπομπύσεφ ήταν ερωτευμένος με τη Μπασμάνοβα και την κυνηγούσε. Αμέσως, ο Μπρόντσκι άρχισε να έχει προβλήματα με το καθεστώς, και ο Μπομπύσεφ θεωρήθηκε ευρύτατα ότι ήταν υπεύθυνος για τη συκοφάντησή του στις αρχές.[5] Ο Μπρόντσκι είχε αφιερώσει πολλή ερωτική ποίηση στη Μαριάννα:
`Ημουνα μόνο αυτό
που άγγιξες με την παλάμη σου,
που πάνω του στην κορακόάμαυρη νύχτα
έγειρες το κεφάλι σου...
`Ημουνα πρακτικά τυφλός.
Εσύ, εμφανιζόμενη,
μού δίδαξες να βλέπω.[5]
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Αλέξανδρος Δεσύλλας: Τα Βραβεία Νόμπελ Λογοτεχνίας 1901-2013, Εκδόσεις ΑΛΔΕ, Αθήνα 2012, ISBN 978-960-9451-52-9
↑ 8,08,1Cole, Henri: "Brodsky, Joseph". The Oxford Companion to Twentieth-Century Poetry in English. Επιμέλεια: Ian Hamilton. Oxford University Press, 1996.
↑ 9,09,1Shtern, Ludmila (2004): Brodsky: A Personal Memoir, Baskerville Publishers, σελ. 63, ISBN 978-1-880909-70-6