Σύμφωνα με την απογραφή του 2010 το Γιουτζήν είχε πληθυσμό 156.185 κατοίκους, γεγονός που το καθιστά την τρίτη μεγαλύτερη πόλη του Όρεγκον (μετά το Πόρτλαντ και το Σάλεμ), ενώ είναι η έδρα της Κομητείας Λέιν.[6] Ο πληθυσμός της πόλεως το 2018 εκτιμήθηκε σε 171.245 κατοίκους.[7]
Στο Γιουτζήν έχουν την έδρα τους το Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, το Βορειοδυτικό Χριστιανικό Πανεπιστήμιο και το Κοινοτικό Κολέγιο της Λέιν.[8][9][10] Η πόλη είναι επίσης αξιοσημείωτη για το φυσικό περιβάλλον της και τις δυνατότητες αναψυχής που προσφέρει στο ύπαιθρο, ιδίως για ποδηλασία, τρέξιμο, ράφτινγκ και καγιάκ, καθώς και για την προσοχή της στις τέχνες, με το επίσημο σύνθημα «Μια υπέροχη πόλη για τις τέχνες και το ύπαιθρο».[11] Αναφέρεται συχνά επίσης ως «η Σμαραγδένια Πόλη» και «η πρωτεύουσα του αμερικανικού στίβου»[12], με μεγάλη ετήσια εκδήλωση και τους αγώνες προκρίσεως για την ολυμπιακή ομάδα στίβου των ΗΠΑ να διεξάγονται στην πόλη, ενώ γνωστή μεγάλη πολυεθνική εταιρεία αθλητικών υποδημάτων και εξοπλισμού γεννήθηκε εδώ.[13] Το 2021 η πόλη θα φιλοξενήσει το 18ο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου.[14]
Ιστορία
Οι ιθαγενείς πληθυσμοί
Οι πρώτοι άνθρωποι που εγκαταστάθηκαν ποτέ στην περιοχή του Γιουτζήν ήταν οι Ινδιάνοι Καλαπούγια. Αυτοί ήταν ημινομάδες, περιφερόμενοι για να συλλέξουν τοπικές τροφές, όπως βελανίδια, βολβούς γουαπάτο (Sagittaria latifolia ή νεροπατατιά) και καμάς (Camassia ή ινδικός υάκινθος/σπαράγγι), όπως και βατόμουρα. Αποθήκευαν αυτά τα τροφιμα στα μόνιμο χειμερινό χωριό τους. Τον χειμώνα ασχολούνταν με το κυνήγι, το ψάρεμα και το εμπόριο.[15][16] Οι Καλαπούγια αποκαλούσαν την περιοχή του σημερινού Γιουτζήν «Τσίφιν» (Chifin) , όνομα αποδιδόμενο κάποτε και ως «Τσάφιν».[17][18]
Σύμφωνα με αρχαιολογικές ενδείξεις, οι πρόγονοι των Καλαπούγια ίσως να ζούσαν στην περιοχή εδώ και δέκα χιλιάδες χρόνια.[19] Τον 19ο αιώνα ο παραδοσιακός τρόπος ζωής τους αντιμετώπισε σημαντικές ανατροπές, εξαιτίας αφανιστικών επιδημιών και την εγκατάσταση πρώτα Γάλλων εμπόρων γουναρικών και αργότερα πολύ μεγαλύτερου αριθμού Αμερικανών[20]
Εποικισμός και επιδράσεις
Οι Γάλλοι είχαν αρχικώς εποχική παρουσία με εποχικούς καταυλισμούς στην Κοιλάδα Γουιλάμιτ από τις αρχές του 19ου αιώνα. Αφού πρώτα είχαν αναπτύξει σχέσεις με κοινότητες ιθαγενών μέσω του εμπορίου και μεικτών γάμων, διαπραγματεύθηκαν την αγορά γης από τους Καλαπούγια. Μεταξύ του 1828 και του 1830 αυτοί και οι ιθαγενείς γυναίκες τους άρχισαν για πρώτη φορά να διαμένουν στο ίδιο μέρος ολόκληρο το έτος, καλλιεργώντας το έδαφος και εκτρέφοντας ζώα. Εξαιτίας αυτού, άρχισαν να έχουν μεγάλη επίδραση στην πρόσβαση των ιθαγενών στη γη, στην παραδοσιακή διατροφή τους και στα παραδοσιακά υλικά που χρησίμευαν για θρησκευτικές τελετές τους.[21]
Το 1831 ένας «πυρετός με διαλείμματα» κτύπησε την Κοιλάδα Γουιλάμιτ. Οι κάτοικοι απέδωσαν την άφιξη της ασθένειας στο πλοίο «Owyhee» των ΗΠΑ, με πλοίαρχο τον Τζων Ντόμινις. Σήμερα οι ερευνητές πιστεύουν ότι μάλλον επρόκειτο για ελονοσία.[22] Κατά τον ανθρωπολόγο Ρόμπερτ Τ. Μπόυντ του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Όρεγκον, τα πρώτα τρία έτη της επιδημίας, «συνιστούν πιθανώς το σημαντικότερο επιδημιολογικό γεγονός στην καταγεγραμμένη ιστορία του (μετέπειτα) Όρεγκον». Ο ίδιος εκτιμά ότι το 92% του πληθυσμού των Καλαπούγια εξολοθρεύτηκε από την επιδημία[23] μεταξύ του 1830 και 1841. Το καταστροφικό αυτό γεγονός διέσπασε τον κοινωνικό ιστό της φυλής και ερήμωσε μεγάλο μέρος της κοιλάδας. Ο χώρος ήταν πλέον ελεύθερος για την εγκατάσταση αγγλοσαξονικής καταγωγής λευκών Αμερικανών, που άρχισε το 1840 με μόλις 13 ανθρώπους και αυξανόταν σταθερά από έτος σε έτος, ώσπου μέσα σε μια εικοσαετία πάνω από 11.000 έποικοι είχαν φθάσει στην περιοχή.[24]
Οι Καλαπούγια που επέζησαν υποχρεώθηκαν το 1856 να περιορισθούν στον Ινδιάνικο Καταυλισμό Grand Ronde.[25][26] Αυστηρός φυλετικός διαχωρισμός επιβλήθηκε, με τους μιγάδες (γνωστούς ως «Métis» στη γαλλική), να έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ του Grand Ronde και της κοινωνίας των αγγλόφωνων λευκών. Οι Ινδιάνοι δεν μπορούσαν να βγουν από τον Καταυλισμό χωρίς έγγραφη άδεια και οι λευκοί δεν μπορούσαν να μπουν σε αυτόν.[27]
Γιουτζήν Σκίνερ
Ο Γιουτζήν Φράνκλιν Σκίνερ (Eugene Franklin Skinner, 1809-1864), από το μικρό όνομα του οποίου (η αγγλική μορφή του ελληνικού «Ευγένιος») πήρε το όνομά της η πόλη, έφθασε στην Κοιλάδα Γουιλάμιτ το 1846 (εκείνο το έτος έφθασαν άλλοι 1.200). Μετά από συμβουλή των Καλαπούγια να κτίσει σε υψηλότερο έδαφος για να αποφύγει τις πλημμύρες, έχτισε την καλύβα του, την πρώτη από Αγγλοσάξονα[28] στον λόφο Γιαποάχ, τον σημερινό «Σκίνερ Μπατ», που ορίζει το βόρειο άκρο του κέντρου της σημερινής πόλεως.[29] Η καλύβα του χρησίμευε ως εμπορικός σταθμός και εγγράφηκε ως επίσημο ταχυδρομικό γραφείο στις 8 Ιανουαρίου 1850.
Στην αρχή ο οικισμός που αναπτύχθηκε εκεί ήταν γνωστός στους εποίκους ως ο «Λασπόλακκος του Σκίνερ» (Skinner's Mudhole). Αλλά το 1853 ξανακτίσθηκε λίγο νοτιότερα και ταυτοχρόνως ονομάσθηκε πιο επίσημα «Γιουτζήν Σίτυ».[30] Ιδρύθηκε επίσημα ως πόλη το 1862 και το 1889 το όνομά της απλουστεύθηκε σε Γιουτζήν.[31][30] Ο Σκίνερ εγκατέστησε ένα πορθμείο για τη διάσχιση του Ποταμού Γουιλάμιτ, στη θέση της σημερινής Γέφυρας της Φέρυ Στρητ. Εργαζόταν ταυτοχρόνως ως διευθυντής του ταχυδρομικού γραφείου και ως κτηνοτρόφος βοοειδών. Αρρώστησε προσπαθώντας να σώσει τα ζώα του στη Μεγάλη Πλημμύρα του 1861-1862 (τη μεγαλύτερη στην καταγεγραμμένη ιστορία του Όρεγκον, της Νεβάδα και της Καλιφόρνια) και πέθανε μετά τρία χρόνια κακής υγείας.
Η ανάπτυξη της παιδείας
Το πρώτο άξιο λόγου εκπαιδευτικό ίδρυμα στην περιοχή ήταν το Κολέγιο Κολούμπια, που ιδρύθηκε λίγα χρόνια νωρίτερα από το Πανεπιστήμιο του Όρεγκον. Καταστράφηκε όμως από δύο πυρκαγιές μέσα σε 4 χρόνια, οπότε αποφασίστηκε να μην ξαναχτιστεί.[32] Ακόμα και σήμερα υπάρχει η συνοικία «Κόλετζ Χιλ» του νότιου Γιουτζήν, αν και δεν υπάρχει εκεί κάποιο κολέγιο στις μέρες μας.[33]
Η πόλη συγκέντρωσε τα πρώτα χρήματα για την ίδρυση ενός δημόσιου πανεπιστημίου σε αυτή, με την ελπίδα να αναδειχθεί σε κέντρο μαθήσεως. Αυτό ήταν το Πανεπιστήμιο του Όρεγκον, που ιδρύθηκε με νόμο της Βουλής του Όρεγκον το 1872. Το 1873 ο Τζ. Χ. Ντ. Χέντερσον δώρησε την έκταση στον λόφο πάνω από την πόλη για να γίνει η πανεπιστημιόπολη.[34] Το ίδρυμα λειτούργησε για πρώτη φορά το 1876 με την εκλογή των πρώτων καθηγητών και του Τζων Γουέσλυ Τζόνσον ως του πρώτου προέδρου του.[35]
Ο εικοστός αιώνας
Το Γιουτζήν μεγάλωσε γρήγορα κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, με μόνη εξαίρεση την περίοδο 1980-1984, όταν μια ύφεση στη βιομηχανία ξυλείας προκάλεσε μεγάλη ανεργία. Το 1985 η βιομηχανία είχε ανακάμψει και η πόλη άρχισε να προσελκύει περισσότερες εταρείες υψηλής τεχνολογίας.
Γεωγραφία και κλίμα
Η πόλη έχει συνολική έκταση 113,29 τετραγωνικά χιλιόμετρα.[36] Είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 131 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και το κέντρο της βρίσκεται σε γεωγραφικές συντεταγμένες πλάτος 44°03΄07΄΄ Βόρειο και μήκος 123°05΄12΄΄ Δυτικό.
Στα βόρεια του κέντρου υψώνεται ο λόφος Σκίνερ Μπατ, ενώ στα βορειοανατολικά και μακρύτερα οι λόφοι Κόμπουργκ. Το υψηλότερο μέρος στην περιοχή είναι το δασωμένο βουναλάκι Σπένσερ Μπατ με τη χαρακτηριστική του κορυφή σε υψόμετρο 627 μέτρα. Το Μάουντ Πίσγκα (Pisgah) είναι στα νοτιοανατολικά της πόλης.
Οι ποταμοί Γουιλάμιτ και Μακένζι διερρέουν την πόλη και ενώνονται εκεί (ο Μακένζι είναι παραπόταμος του Γουιλάμιτ). Επίσης διαρρέουν τη γειτονική πόλη Σπρίνγκφηλντ. Αξιοσημείωτος είναι και ο χείμαρρος Άμαζον Κρηκ, που πηγάζει κοντά στο Σπένσερ Μπατ και χύνεται στα δυτικά του Γιουτζήν, στην τεχνητή Λίμνη Φερν Ρίτζ, που συντηρείται για τον έλεγχο των χειμερινών πλημμυρών από το Σώμα Μηχανικών του Αμερικανικού Στρατού.[37]
Το Γιουτζήν έχει 23 «γειτονιές» με αντίστοιχα συνοικιακά συμβούλια.[38]
Κλίμα
Η Κοιλάδα Γουιλάμιτ βρίσκεται στην κλιματική ζώνη τύπου δυτικής θαλάσσιας ακτής και έχει χαρακτηριστικά μεσογειακού κλίματος. Κατά την Κλιματική ταξινόμηση Κέππεν, το Γιουτζήν έχει «μεσογειακό κλίμα ψυχρών καλοκαιριών» (Csb). Τα καλοκαίρια είναι ξηρά, με τις περισσότερες βροχοπτώσεις να σημειώνονται τον χειμώνα. Η άνοιξη και το φθινόπωρο είναι επίσης υγρές εποχές. Η μέση ετήσια βροχόπτωση είναι 1.170,9 mm, ενώ το ξηρότερο βροχομετρικό έτος που έχει σημειωθεί ήταν το 2000-2001 με 518,2 mm. Υπάρχουν χιονοπτώσεις τον χειμώνα, αλλά είναι σποραδικές και σπάνια το χιόνι συσσωρεύεται σε σημαντικές ποσότητες.
Οι θερμότεροι μήνες είναι σχεδόν εξίσου ο Ιούλιος και ο Αύγουστος, ενώ ο ψυχρότερος είναι ο Δεκέμβριος, με μέση ελάχιστη θερμοκρασία +1,0 °C. Κατά μέσο όρο υπάρχουν κάθε έτος 53 συνολικά ξημερώματα με ελάχιστη θερμοκρασία κάτω από 0 °C, αλλά μόλις 2,7 ημέρες ολικού παγετού.
Παρά το ότι βρίσκεται περί τα 160 χιλιόμετρα νοτιότερα του Πόρτλαντ, το Γιουτζήν είναι ελαφρώς ψυχρότερη πόλη, καθώς και υγρότερη, καθώς το κλίμα της είναι πιο ηπειρωτικό, με μικρότερη επίδραση από τον θαλάσσιο άνεμο που εισέρχεται από την κοιλάδα του ποταμού Κολούμπια.
Η μικρότερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί στο Γιουτζήν από το 1892 μέχρι σήμερα είναι −23 °C και καταγράφηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2013, ενώ η μεγαλύτερη είναι 42 °C, από τις 9 Αυγούστου 1981.
Ποιότητα του αέρα και αλλεργίες
Οι επικρατούντες βόρειοι άνεμοι στην πόλη φυσούν από τις ποώδεις καλλιέργειες της Κοιλάδας Γουιλάμιτ.[39] Ο συνδυασμός αυτού του γεγονότος με το ότι το Γιουτζήν περικλείεται από λόφους από τις άλλες πλευρές, καθιστά την πόλη «την περιοχή με τις μεγαλύτερες τιμές γύρης από ποώδη φυτά στις ΗΠΑ (>1.500 κόκκοι γύρης ανά m3 αέρα).»[40] Αυτές οι υψηλές τιμές γύρης δυσκολεύουν κάποιους αθλητές του στίβου που αγωνίζονται στο Γιουτζήν. Στους αγώνες για την επιλογή της ολυμπιακής ομάδας το 1972, «ο Τζιμ Ράιαν κέρδισε τον δρόμο των 1500 μ. λίγη ώρα μετά την άφιξή του στο στάδιο με ελικόπτερο, καθώς ήταν αλλεργικός στη γύρη του Γιουτζήν».[41] Επίσης, η Μαρία Μουτόλα εγκατέλειψε το Γιουτζήν ως τόπο προπονήσεων «εν μέρει για να αποφύγει αλλεργίες».[42]
Το Γιουτζήν «έβγαλε όνομα» για τον εαυτό του ως γαστρονομικό κέντρο του Όρεγκον. Η πόλη έχει πάνω από 25 ζυθοποιίες και προσφέρει ποικιλία εξαιρετικών επιλογών εστιατορίων με έμφαση στις τοπικές γεύσεις. Η πόλη περιβάλλεται από βραβευμένα οινοποιεία. Η παράδοση στην τρούφα αντανακλάται στο ετήσιο Φεστιβάλ Τρούφας του Όρεγκον, που γίνεται στην πόλη κάθε Ιανουάριο.[45]
Η «Organically Grown Company», ο μεγαλύτερος διανομέας βιολογικών φρούτων και λαχανικών στις βορειοδυτικές ΗΠΑ, ιδρύθηκε στο Γιουτζήν το 1978 ως μη κερδοσκοπικός συνεταιρισμός αγροκτημάτων βιολογικών προϊόντων. Υπάρχουν αρκετοί συσκευαστές τροφίμων που ασχολούνται με πιστοποιημένα βιολογικά προϊόντα.
Αρκετές πολυεθνικές εταιρείες ιδρύθηκαν αρχικώς στο Γιουτζήν, με γνωστότερη τη Nike.
Το «Luckey's Club Cigar Store» είναι ένα από τα παλαιότερα μπαρ στο Όρεγκον. Αγοράσθηκε από τον Tad Luckey το 1911 και ήταν για πολλά χρόνια, από τον 19ο αιώνα, ένα σαλούν μόνο για άνδρες.[46]
Τέχνες και πολιτισμός
Το Γιουτζήν διαθέτει πολλές πολιτιστικές οντότητες, όπως τη Συμφωνική Ορχήστρα του Γιουτζήν, μπαλέτο, όπερα, τη Συναυλιακή Χορωδία του Γιουτζήν, παιδική χορωδία, την ορχήστρα δωματίου Oregon Mozart Players, το Φεστιβάλ Μπαχ του Όρεγκον, τις Ορχήστρες Νεολαίας Γιουτζήν-Σπρίνγκφηλντ και το Φεστιβάλ Αμερικανικής Μουσικής του Όρεγκον. Οι κυριότεροι χώροι εκδηλώσεων είναι το Κέντρο Χαλτ για τις Ερμηνευτικές Τέχνες (Hult Center for the Performing Arts), το Ίδρυμα Τεχνών «John G. Shedd», Η Μάθιου Νάιτ Αρήνα, η Αίθουσα Συναυλιών Beall, το Θέατρο Μακντόναλντ και το «W.O.W. Hall».
Η κοινότητα των εικαστικών τεχνών της πόλεως υποστηρίζεται από περισσότερες από 20 ιδιωτικές γκαλερί και αρκετούς οργανισμούς και ιδρύματα, όπως το Κέντρο Τέχνης Maude Kerns[47], το Συμβούλιο Τεχνών της Λέιν[48], την DIVA (= Downtown Initiative for the Visual Arts) και το Κέντρο Υαλουργίας του Γιουτζήν.
Αθλητισμός
Με την ονομασία «Όρεγκον Ντακς» (Oregon Ducks) είναι γνωστές οι αθλητικές ομάδες του Πανεπιστημίου του Όρεγκον. Η ομάδα του ποδοσφαίρου είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής[49], με έδρα το 54.000 θέσεων Στάδιο Autzen.[50]
Το μεγάλο κλειστό γήπεδο της πόλεως, το McArthur Court, κτίσθηκε το 1926 και αντικαταστάθηκε μόλις το 2010 από τη Μάθιου Νάιτ Αρήνα.[51]
Επί 4 και πλέον δεκαετίες το Γιουτζήν είναι η «Πρωτεύουσα του στίβου». Είδωλο για τους κατοίκους όλου του Όρεγκον είναι ακόμα και σήμερα ο παγκόσμιας κλάσεως δρομέας αντοχής Στηβ Πρεφοντέιν, που σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα το 1975.
Στην πόλη αφθονούν οι διαδρομές για ήπιο τρέξιμο (τζόγκινγκ). Στην πραγματικότητα, το ίδιο το τζόγκινγκ εισάχθηκε στις ΗΠΑ από εδώ, όταν ο Μπιλ Μπάουερμαν, ο συγγραφέας του ευπώλητου βιβλίου Jogging ήρθε από τη Νέα Ζηλανδία και έγινε προπονητής της ομάδας στίβου και της ομάδας ανώμαλου δρόμου του Πανεπιστημίου του Όρεγκον. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, η πρώτη κέρδισε 4 φορές το πρωτάθλημα NCAA (1962, 1964, 1965, 1970), με μετάλλια στα 15 από τα 19 αγωνίσματα.
Ο Μπάουερμαν επινόησε επίσης όσο βρισκόταν στο Γιουτζήν τη σύνθετη σόλα για τα υποδήματα των δρομέων και μαζί με τον απόφοιτο του Πανεπιστημίου Φιλ Νάιτ ίδρυσαν τη γιγάντια εταιρεία αθλητικών υποδημάτων Nike. Η πόλη έχει δεκάδες συλλόγους τρεξίματος. Το κλίμα είναι ήπιο και δροσερό, καλό τόσο για το ήπιο τρέξιμο, όσο και για την κατάρριψη ρεκόρ. Το στάδιο στίβου του Hayward Field φιλοξένησε και φιλοξενεί πολλές συναντήσεις στίβου, με σημαντικότερες τα Πρωταθλήματα Ανοικτού Στίβου των ΗΠΑ των ετών 1971, 1975, 1986, 1993, 1999, 2001, 2009 και 2011, καθώς και τους αγώνες προκρίσεως για την ολυμπιακή ομάδα στίβου των ΗΠΑ το 1972, 1976, 1980, 2008, 2012 και 2016.
Τον Απρίλιο του 2015 ανακοινώθηκε από την IAAF ότι το Γιουτζήν κέρδισε το δικαίωμα να διοργανώσει το 18ο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου[52] το έτος 2021.
Αξιοσημείωτοι άνθρωποι
Γνωστοί άνθρωποι που γεννήθηκαν ή έζησαν στην πόλη είναι και οι εξής (με ελληνική αλφαβητική σειρά):
↑Berg, Laura (2007). The First Oregonians (2η έκδοση). Portland, Oregon: Oregon Council for the Humanities. σελίδες 307–315. ISBN9781880377024.
↑Lewis, Ph.D., David G. (23 Μαΐου 2016). «Chafin Band Reservation and Village 1855». NDN History Research: Critical and Indigenous Anthropology. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2016.
↑«Chifin Native Youth Center». Springfield Public Schools. Springfield, Oregon, Public Schools. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Αυγούστου 2018. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2016.
↑Mackey, Ph.D., Harold (2004). The Kalapuyans: A Sourcebook on the Indians of the Willamette Valley. Salem, Oregon, and Grand Ronde, Oregon: Mission Mill Museum Association, Inc.and the Confederated Tribes of Grand Ronde. σελίδες 1–2. ISBN9780975348406.
↑Jette, Melinda Marie (2015). At the Hearth of Crossed Races: A French Indian Community in Nineteenth-Century Oregon, 1812-1859. Corvallis, Oregon: Oregon State University Press. ISBN9780870715976.
↑Jette, Melinda Marie (2015). At the Hearth of Crossed Races: A French Indian Community in Nineteenth Century Oregon, 1812-1859. Corvallis, Oregon: Oregon State University Press. σελίδες 12–61, σελ. 147. ISBN9780870715976.
↑Jette, Melinda Marie (2015). At the Hearth of Crossed Races: A French Indian Community in Nineteenth Century Oregon, 1812-1859. Corvallis, Oregon: Oregon State University Press. σελίδες 61–69. ISBN9780870715976.
↑Jette, Melinda Marie (2015). At the Hearth of Crossed Races: A French Indian Community in Nineteenth Century Oregon, 1812-1859. Corvallis, Oregon: Oregon State University Press. σελίδες 65–67. ISBN9780870715976.
↑Jette, Melinda Marie (2015). At the Hearth of Crossed Races: A French Indian Community in Nineteenth Century Oregon, 1812-1859. Corvallis, Oregon: Oregon State University Press. σελ. 139. ISBN9780870715976.
↑Houtman, Nick (24 Απριλίου 2009). «Where grass seed is king». Oregon State University. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2009.
↑Taylor, Phillip E.; Jacobson, Kraig W.; House, James M.; Glovsky, M. Michael. (2007). "Links between Pollen, Atopy and the Asthma Epidemic" International Archives of Allergy and Immunology ;144:162–170