Ο Σκόρελ γεννήθηκε στο Σχόορλ (Schoorl), μια μικρή πόλη κοντά στο Άλκμααρ στη βόρεια Ολλανδία.[4] Υπάρχει η πιθανότητα να μαθήτευσε αρχικά στο πλευρό του Cornelis Buys I στο Άλκμααρ, προτού μεταβεί το 1512 στο Άμστερνταμ για να ενταχθεί στο εργαστήριο του Γιάκομπ Κορνέλισζον φαν Οστζάνεν ως μαθητευόμενος.[2][3][4] Το 1517 καταγράφεται η παρουσία του στην Ουτρέχτη, υπό τον Gossaert, που ενθάρρυνε τον Σκόρελ να ταξιδέψει.[1][5] Το 1519 ο φαν Σκόρελ αναχώρησε για ένα μακρύ ταξίδι του οποίου τελικός προορισμός ήταν η Βενετία, περνώντας από την Κολωνία, το Σπάιερ, το Στρασβούργο, τη Βασιλεία, τη Νυρεμβέργη και το Ρέγκενσμπουρκ.[4] Στη Νυρεμβέργη, επισκέφτηκε και συνεργάστηκε με τον Άλμπρεχτ Ντύρερ (1471-1528).[1][2][5]
Στη Βενετία ανακάλυψε πίνακες με χρυσό ηλιόφως, λαμπερά χρώματα, χαλαρές πινελιές και διακριτά οργανωμένα τοπία με ρέοντες λόφους και φιδογυριστούς δρόμους.[2] Κατόπιν πρόσκλησης προσκυνητών που συνάντησε στη Ρώμη, πραγματοποίησε ταξίδι στους Αγίους Τόπους, αναμνήσεις από το οποίο διατηρούσε σε ένα ημερολόγιο με σκίτσα, αποσπάσματα του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα.[2][4] Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού πραγματοποίησε στάσεις στη Μάλτα, στη Ρόδο, στην Κύπρο, στη Βηθλεέμ και τέλος στην Ιερουσαλήμ.[5] Αφού επέστρεψε, παρέμεινε για κάποιο διάστημα στη Βενετία, μελετώντας το έργο των Τζορτζόνε (περ. 1477/8–1510) και Πάλμα Βέκιο (περ.1480-1528).[4] Επιστρέφοντας στη Ρώμη, το 1523 ορίστηκε διευθυντής αρχαιοτήτων και συντηρητής του Μπελβεντέρε, διαδεχόμενος το Ραφαήλ (1483-1520), υπό τον νεοεκλεγμένο Ολλανδό Πάπα Αδριανό ΣΤ'.[2][4][6] Αποτέλεσε τον αγαπημένο ζωγράφο του ποντίφικα, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για ολλανδό ζωγράφο και γενικότερα για μη Ιταλό.[3] Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αιώνια Πόλη, ο φαν Σκόρελ μελέτησε αρχαιορωμαϊκά ερείπια και έργα γλυπτικής, ενώ μελέτησε προσεκτικά το έργο των Μιχαήλ Αγγέλου (1475-1564) και Ραφαήλ.[4][5][7]
Η επιστροφή του καλλιτέχνη στη Ουτρέχτη το καλοκαίρι του 1524 αποτελεί κομβικό σημείο στη ζωγραφική των Κάτω Χωρών.[2] Εκεί έγινε εφημέριος της Eκκλησίας του Αγίου Ιωάννη και στη συνέχεια κληρικός.[4] Εκτός από ένα ταξίδι στις νότιες Κάτω Χώρες (1532-1533) και τη Γαλλία (1540), παρέμεινε στην Ουτρέχτη για την υπόλοιπη ζωή του, αποτελώντας έναν από τους καλλιτέχνες που εμπότισαν περισσότερο την ολλανδική τέχνη με ιταλικές επιρροές.[4][6] Γνώρισε μεγάλη αναγνώριση και το εργαστήριό του κατακλυζόταν από παραγγελίες.[2][4] Επίσης έκανε σταδιοδρομία ως αρχιτέκτων και ως τεχνικός υδραυλικών έργων.[6]
Περίπου το 1528 ζωγράφισε ένα από τα διασημότερα έργα του, τη «Βάπτιση του Χριστού», για λογαριασμό του Σίμον φαν Σάνεν (Simon van Sanen), επικεφαλής του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη στο Χάαρλεμ.[5] Αντίθετα με τον Gossaert, o βαν Σκόρελ έντυσε τις μορφές του στο φως του ήλιου και τις ενσωμάτωσε σε ένα ευρύ ιταλίζον τοπίο.[5] Ο καλλιτέχνης προσάρμοζε την τεχνική του στη φύση της εκάστοτε παραγγελίας.[5] Τα πορτραίτα του είναι ιδιαίτερα νατουραλιστικά και αντανακλούν ελάχιστα τους «μοντερνισμούς» τον άλλων του έργων.[5] Φιλοτέχνησε ορισμένα από τα πρώτα ολλανδικά ομαδικά πορτραίτα.[2] Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το έργο «Δώδεκα Μέλη της Αδελφότητος Προσκυνητών της Ιερουσαλήμ του Χάαρλεμ» (1528-29, Μουσείο Φρανς Χάλς, Χάαρλεμ).[5] Γύρω στο 1540 υιοθετεί το στυλ των Μανιεριστών, που χαρακτηρίζει έκτοτε το έργο του.[6] Το 1550 του ανατέθηκε η αποκατάσταση του διάσημου έργου των αδερφών βαν Άικ, της «Λατρείας του Μυστικού Αμνού» στη Γάνδη.[2] Χρησιμοποιώντας το προσωπικό του ταξιδιωτικό ημερολόγιο αναπαρέστησε με ακρίβεια την πόλη στο έργο «Η Είσοδος στα Ιεροσόλυμα» (Κεντρικό Μουσείο, Ουτρέχτη).[7] Πολλά από τα θρησκευτικά έργα του φαν Σκόλερ, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων ρετάμπλ, καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της εικονοκλασίας που ακολούθησε την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση.[2][4]
Ανάμεσα στους μαθητές του συναντούμε μερικά από τα σπουδαιότερα ονόματα της επόμενες γενιάς, όπως οι Άντονις Μορ (περ.1517-1577) και Μάρτεν φαν Χέεμσκερκ (1498-1574).[4][5]
Ο Γιαν φαν Σκόρελ νυμφεύτηκε την Αγκάτα φαν Σχουνχόφεν (Agatha van Schoonhoven) και, σύμφωνα με μαρτυρίες, το έτος 1537 το ζευγάρι είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά.[6]
Ενδεικτική εργογραφία
«Ο Άγιος Φραγκίσκος δέχεται τα Στίγματα», άγνωστη ημερομηνία, Παλάτσο Πίττι, Φλωρεντία, Ιταλία.
«Η επίσκεψη της Παναγίας στην Αγία Ελισσάβετ», άγνωστη ημερομηνία, Ουκρανία.
(Ελληνικά) D' Adda, Roberta (2007). «Κρατικό Μουσείο, Άμστερνταμ», μετάφραση: Μαρία Μπάστα, σειρά: Μουσεία του Κόσμου · 17, 1η έκδοση, Αθήνα : Η Καθημερινή, ISBN 978-960-6709-60-9.
(Αγγλικά) Smith, Jeffrey Chipps (2004), «The Northern Renaissance (Art & Ideas)», Phaidon Press Ltd, ISBN 9780714838670.
(Γαλλικά) Stukenbrock, Christiane & Topper, Barbara (2011). «1000 Chefs-d'oeuvre de la Peinture», Πότσδαμ: h.f.ullmann, ISBN 978-3-8331-6112-4.