Ο φαν Ραφεστάιν γεννήθηκε, σύμφωνα με τον Liedtke, στο Κούλεμπορχ (Culemborg)[10], ενώ σύμφωνα με το Ολλανδικό Ίδρυμα Ιστορίας της Τέχνης γεννήθηκε στη Χάγη[12] το 1572. Ανήκε σε οικογένεια καλλιτεχνών: Ο πατέρας του, Αντόνις φαν Ραφεστάιν, ήταν υαλογράφος από το Κούλεμπορχ και πιθανόν να ήταν ο πρώτος Δάσκαλος του Γιαν.[13] Αναφέρεται ότι παρέδωσε τρεις ζωγραφισμένους υαλοπίνακες παραθύρων σε πάτρονα στη Χάγη το 1593, διακοσμημένους με τα εμβλήματα του Στρατηγείου. Πιθανότατα η οικογένεια μετοίκησε στη Χάγη λίγα χρόνια αργότερα.[10] Ο Γιαν αναφέρεται σε γραμματειακό έγγραφο του Ντελφτ τον Οκτώβριο του 1597[12], ως μάρτυρας, κάτι που σε συνδυασμό με το ύφος που ανέπτυξε τα επόμενα χρόνια, ώθησε αρκετούς συγγραφείς να προτείνουν ότι διετέλεσε μαθητής του Μίχιελ φαν Μίρεφελντ[10], ενώ αναγράφεται ότι διετέλεσε μαθητής του Κορνέλις Κέτελ. Ο Κονσταντάιν Χόιχενς αναφέρει ότι πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιταλία, αλλά κάτι παρόμοιο δεν είναι δυνατό να τεκμηριωθεί.[13]
Από το 1598 ως τον θάνατό του έζησε στη Χάγη. Το 1598 έγινε μέλος στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά της πόλης και στις 17 Ιανουαρίου νυμφεύτηκε την Άννα Άρεντς φαν Μπέρεντρεχτ.[13] Το γεγονός ότι ο γάμος καταγράφηκε στο Δημαρχείο και όχι σε κάποιαν εκκλησία, πιθανόν καταδεικνύει ότι ο καλλιτέχνης ήταν Καθολικός. Καταγράφεται, επίσης, σε ύστερες χρονικές περιόδους, ως μάρτυρας ή παρών σε εκδηλώσεις γάμων ή βαπτίσεων στην Καθολική εκκλησία της Oude Molnstraat, οδό που διέμενε από το 1608 ως τουλάχιστον το 1646. Το 1640 η σύζυγός του απεβίωσε και, το 1654 καταγράφεται να διαμένει στη Nobelstraat, πλάι στη θυγατέρα του Μαρία και τον σύζυγό της Άντριεν Χάννεμαν[13], ενώ ο γιος του, Κορνέλις, ο οποίος ήταν δικηγόρος, διέμενε στην παλαιά τους διεύθυνση. Το 1641 παντρεύτηκε και η άλλη του θυγατέρα, Άγκνες, με τον Βίλλεμ φαν Κούλεμπορχ, του οποίου το όνομα δηλώνει ότι προερχόταν από την ίδια περιοχή με τον πεθερό του.[10]
Ο Κάρελ φαν Μάντερ στο σύντομο έργο του "Ολλανδοί ζωγράφοι που ζουν ακόμη", αναφέρει ότι "στη Χάγη εργάζεται ένας πολύ καλός προσωπογράφος". Το 1647 διετέλεσε "πρύτανις" στη Συντεχνία, αλλά έκτοτε δεν αναφέρεται να έλαβε άλλο αξίωμα σε αυτήν.[10] Αντίθετα, το 1656 αποχώρησε από τη Συντεχνία, μαζί με μια ομάδα φίλων του, όλοι τους δυσαρεστημένοι από τη Συντεχνία, για να ιδρύσουν την Confrerie Pictura.[10][13]
Ο φαν Ραφεστάιν απεβίωσε στη Χάγη και τάφηκε στις 21 Ιουνίου 1657. Μαθητές του διετέλεσαν οι Ντιρκ Άμπραχαμς, Λέιντερτ Μπαρτχάουτς, Γιοχάννες Χάρμενς Μπόρσμαν, Έλμπερτ Ντιρκς Κούπιρ, Πίτερ Κρεν, Γιάκομπ φαν ντεν Έντεν, Φρανσίσε Χολτζ, Άντριεν Χάννεμαν, Μπάρεντ Γιανς, Τόμας Αουβάτερ, Κλέμεντ Ραμ, Γιαν Ράσσενμπουρχ, Χέντρικ Σόννιους, Ντιρκ Φερλέρ, Ηιαν Πάους Φουτ και Πάουβελς Βίλλεμς. [12]
Το πορτρέτο που εμφανίζεται στο πιο πάνω πλαίσιο δεν είναι αυτοπροσωπογραφία (αν και δημιούργησε κάποιες), αλλά είναι έργο με κιμωλία του Άντονι φαν Ντάικ. Ο φαν Ραφεστάιν ήταν αποκλειστικά ζωγράφος πορτρέτων και δημιούργησε πολλά για λογαριασμό του οίκου των Νασσάου, ενώ βρισκόταν σε διαρκή ανταγωνισμό με τον Μίρεφελντ για την ανάληψη ορισμένων παραγγελιών.
Είναι γνωστός μεγάλος αριθμός έργων του, χρονολογημένων και υπογργραμμένων, ιδιαίτερα από το 1611 και ύστερα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται και μερικά ομαδικά πορτρέτα της πολιτοφυλακής της Χάγης. Τα τελευταία από τα πορτρέτα του είναι του 1641, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο καλλιτέχνης ήταν ανενεργός κατά την τελευταία δεκαπενταετία της ζωής του. Το γενικό ύφος των έργων του είναι παραπλήσιο με αυτό των έργων του φαν Μίρεφελντ, αλλά σε γενικές γραμμές είναι λιγότερο "ξηρά" και συχνά πιο κολακευτικά σε σχέση με τα έργα του Μίρεφελντ.[11] Στα έργα του, εν γένει, εμφανίζει το ύφος των προσωπογράφων του Χάαρλεμ και της Ουτρέχτης, ύφος που εκτιμά την αίσθηση "οφθαλμαπάτης" (trompe-l'œil) και της γενναιότητας - που ενίοτε φθάνει ως την πρόκληση. Χρησιμοποιεί ρωμαλέα χρώματα και έντονες αντιθέσεις μεταξύ φωτός και σκιάσεων και δημιουργεί έργα προσεγμένου ρεαλισμού, που ετύγχαναν ιδιαίτερης εκτίμησης κατά τον 17ο αιώνα.[14]
↑ 10,010,110,210,310,410,510,6 Walter A. Liedtke, Metropolitan Museum of Art (New York, N.Y.), Dutch Paintings in the Metropolitan Museum of Art, Metropolitan Museum of Art, 2007, σελ. 543