Το θέμα των αταίριαστων γάμων βρίσκεται για άλλη μια φορά στο επίκεντρο της πλοκής αυτού του κωμικού και τραγικού ταυτόχρονα έργου του Μολιέρου, όπου ο ηλικιωμένος που θέλει να παντρευτεί μια νεαρή κοπέλα γελοιοποιείται και τιμωρείται με αναγκαστικό γάμο.[2]
Ο 53χρονος ευκατάστατος Σγαναρέλος θέλει να παντρευτεί τη νεαρή και όμορφη Δοριμένη αλλά έχει κάποιες αμφιβολίες. Συμβουλεύεται τον έμπιστο φίλο του Τζερόνιμο, ο οποίος προσπαθεί να τον αποτρέψει από αυτόν τον γάμο που τον θεωρεί αταίριαστο. Ο επίδοξος σύζυγος, μη ικανοποιημένος με τη συμβουλή του φίλου του, αποφασίζει να ζητήσει τη γνώμη πρώτα δύο λόγιων φιλοσόφων, ο ένας οπαδός του Αριστοτέλη - αντιπροσωπεύει μια δογματική και καταφατική σκέψη - και ο άλλος του Πύρρωνα - εκφράζει μια γενικευμένη αμφιβολία που αποκλείει κάθε βεβαιότητα, και έπειτα δύο πλανόδιων μουσικών. Δυστυχώς, οι απαντήσεις που λαμβάνει ο επίδοξος σύζυγος αυξάνουν ακόμη περισσότερο την ανασφάλειά του.[4]
Μετά από αυτά, η Δοριμένη τελικά μπαίνει στη σκηνή μαζί με τον εραστή της Λυκάστη. Η νεαρή γυναίκα, χωρίς να γνωρίζει ότι την ακούει ο Σγαναρέλος, εξομολογείται στον εραστή της ότι το μόνο της ενδιαφέρον να αποδεχτεί αυτόν τον γάμο είναι η αποδέσμευση από την τυραννική εξουσία του πατέρα της και η άνετη και ανεξάρτητη ζωή, άλλωστε, του λέει, περιμένει να χηρέψει μέσα σε έξι μήνες και να είναι ελεύθερη πλέον να παντρευτεί όποιον θέλει.
Ταραγμένος από αυτές τις αποκαλύψεις, ο Σγαναρέλος αποφασίζει να αποσύρει την πρόταση γάμου που έκανε στον πεθερό του. Ο καημένος, ωστόσο, αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τον Αλκίντα, τον αδερφό της Δοριμένης, ο οποίος θεωρεί αυτήν την ανάκληση ως ατίμωση και προκαλεί τον Σγαναρέλο σε μονομαχία. Καθώς ο διλήσυχος Σγαναρέλος δεν είχε μονομαχήσει ποτέ στη ζωή του, αρνείται να μονομαχήσει και ο αδελφός της νύφης τον ξυλοφορτώνει. Έτσι και για να αποφύγει τα χειρότερα, ο δυστυχής, θέλοντας και μη, αναγκάζεται να παντρευτεί.[5]