Η βιταμίνη Κ αναφέρεται σε μία ομάδα δομικά παρόμοιων λιποδιαλυτών ουσιών οι οποίες βρίσκονται στα τρόφιμα και σε συμπληρώματα διατροφής.[1] Το ανθρώπινο σώμα του Κύρου απαιτεί βιταμίνη Κ για την μεταμεταφραστική τροποποίηση των πρωτεϊνών που απαιτούνται για την πήξη του αίματος (Κ από koagulation, δανικά για την πήξη) ή στον έλεγχο της πρόσδεσης του ασβεστίου στα οστά και άλλους ιστούς.[2] Η τελική σύνθεση περιλαμβάνει την τροποποίηση των αποκαλούμενων πρωτεϊνών γλα από το ένζυμο γ-γλουτάμινο καρβοξυλάση, το οποίο χρησιμοποιεί τη βιταμίνη Κ ως συμπαράγοντα. Η παρουσία των μη καρβοξυλιωμένων πρωτεϊνών υποδεικνύει ανεπάρκεια βιταμίνης Κ. Η καρβοξυλίωση επιτρέπει στην πρόσδεση ιόντων ασβεστίου, τα οποία αλλιώς δεν μπορούν.[3] Απουσία της βιταμίνη Κ, η πήξη του αίματος εμποδίζεται και λαμβάνει χώρα ανεξέλεγκτη αιμορραγία. Έρευνες υποδεικνύουν επίσης ότι η έλλειψη βιταμίνης Κ αποδυναμώνει τα οστά και μπορεί να οδηγήσει σε οστεοπόρωση και μπορεί να προκαλέσει ασβέστωση των αρτηριών και άλλων μαλακών ιστών.[2][3][4]
Χημικά, η βιταμίνη Κ αποτελείται από παράγωγα της 2-μεθυλ-1,4-ναφθκινόνη (3-). Η βιταμίνη Κ περιλαμβάνει δύο φυσικά βιταμερή, τη βιταμίνη Κ1 (φυλλοκινόνη) και βιταμίνη Κ2 (μενακινόνη).[3] Η βιταμίνη Κ2, από την άλλη, αποτελείται από ένα αριθμό χημικών υποτύπων, με διάφορα μήκη των πλευρικών ανθρακικών αλυσίδων η οποία αποτελείται από ισοπρενοεϊδή μονομερή. Τα δύο που έχουν μελετηθεί περισσότερο είναι η μενακινόνη-4 και η μενακινόνη -7.
Η βιταμίνη Κ1 συντίθεται από τα φυτά και βρίσκεται σε μεγαλύτερες ποσότητες στα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, γιατί εμπλέκεται άμεσα στη φωτοσύνθεση. Έχει δράση βιταμίνης στα ζώα και έχει τις κλασσικές λειτουργίες της βιταμίνης Κ, συμπεριλαμβανομένης της δραστηριότητας στην παραγωγή πηκτικών πρωτεϊνών. Τα ζώα μπορεί να τη μετατρέψουν σε βιταμίνη Κ2 με τη μορφή ΜΚ-4. Τα βακτήρια της χλωρίδας του εντέρου μπορούν επίσης να μετατρέψουν την Κ1 σε ΜΚ-4. Όλες οι μορφές της Κ2 διαφορετικές από την ΜΚ-4 μπορούν να παραχθούν μόνο από βακτήρια, τα οποία τις χρησιμοποιούν για την αναερόβια αναπνοή. Η βιταμίνη Κ3 (μεναδιόνη), μία συνθετική μορφή της βιταμίνης Κ, η οποία χρησιμοποιείται για την αντιμετωπίση την ανεπάρκεια της βιταμίνης Κ, αλλά επειδή παρεμβαίνει στην δράση της γλουταθειόνης, δεν χρησιμοποιείται έτσι πλέον.[2]
Η βιταμίνη Κ είναι η αγωγή επιλογής σε περίπτωση δηλητηρίασης από τρωκτικοκτόνα (κουμαρινικά).[5] Επίσης, δίνεται σε περίπτωση υπερδοσολογίας βαρφαρίνης.[6] Η βιταμίνη Κ χορηγείται σε ενέσιμη μορφή στα νεογνά για την πρόληψη της νεογνικής αιμορραγίας από έλλειψη βιταμίνης Κ.[7] Η βιταμίνη Κ με τη μορφή φυλλοκινόνης ή μενακινόνης δεν έχει συσχετιστεί με τοξικότητα σε υψηλές δόσεις, οπότε και δεν έχει οριστεί ανώτερο όριο πρόσληψης,[4] όμως η βιταμίνη Κ1 έχει συσχετιστεί με βρογχόσπασμο και καρδιακή ανακοπή όταν χορηγηθεί ενδοφλεβίως αντί από το στόμα.[8]
↑ 2,02,12,2«Vitamin K». Corvallis, OR: Micronutrient Information Center, Linus Pauling Institute, Oregon State University. Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 20 Μαρτίου 2017.
↑ 3,03,13,2BP Marriott· DF Birt· VA Stallings· AA Yates, επιμ. (2020). «Vitamin K». Present Knowledge in Nutrition, Eleventh Edition. London, United Kingdom: Academic Press (Elsevier). σελίδες 137–54. ISBN978-0-323-66162-1.
↑ 4,04,1Institute of Medicine (US) Panel on Micronutrients (2001). «Vitamin K». Dietary Reference Intakes for Vitamin A, Vitamin K, Arsenic, Boron, Chromium, Copper, Iodine, Iron, Manganese, Molybdenum, Nickel, Silicon, Vanadium, and Zinc. National Academy Press. σελίδες 162–196. doi:10.17226/10026. ISBN978-0-309-07279-3. PMID25057538.
↑«2017 ACC Expert Consensus Decision Pathway on Management of Bleeding in Patients on Oral Anticoagulants: A Report of the American College of Cardiology Task Force on Expert Consensus Decision Pathways». Journal of the American College of Cardiology70 (24): 3042–3067. December 2017. doi:10.1016/j.jacc.2017.09.1085. PMID29203195.
↑American Academy of Pediatrics Committee on Fetus and Newborn (July 2003). «Controversies concerning vitamin K and the newborn. American Academy of Pediatrics Committee on Fetus and Newborn». Pediatrics112 (1 Pt 1): 191–2. doi:10.1542/peds.112.1.191. PMID12837888.