Το πρώτο ανθρακωρυχείο των εγκαταστάσεων ιδρύθηκε το 1847, και εξορύξεις πραγματοποιήθηκαν από το 1851 μέχρι την 23 Δεκεμβρίου 1986. Για δεκαετίες, ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, τα δύο τμήματα του χώρου, το Ανθρακωρυχείο του Τσόλφεραϊν και το Εργοστάσιο Παραγωγής Οπτάνθρακα (ανεγέρθηκε το 1957-1961, έκλεισε την 30 Ιουνίου 1993), κατατάσσονταν ανάμεσα στα μεγαλύτερα του είδους τους στην Ευρώπη. Το Φρεάτιο 12, χτισμένο με τεχνοτροπία Νέας Αντικειμενικότητας, άνοιξε το 1932 και θεωρείται ως ένα αρχιτεκτονικό και τεχνικό αριστούργημα, ίσως και το «πιο όμορφο ανθρακωρυχείο στον κόσμο».[2]
Ιστορία
1847-1890: Η πρώτη φάση
Τα Ανθρακωρυχεία του Τσόλφεραϊν ιδρύθηκαν από τον γεννημένο στο Ντούισμπουργκ βιομήχανο Φραντζ Χάνιελ (1779-1868), που χρειαζόταν οπτάνθρακα (κωκ) για την παραγωγή χάλυβα. Οι δοκιμαστικές γεωτρήσεις στα προάστια του Έσσεν αποκαλύψαν πλούσια κοιτάσματα άνθρακα, που ονομάστηκαν Τσόλφεραϊν, από τη Γερμανική Τελωνειακή Ένωση που ιδρύθηκε το 1834.[3]
Η βύθιση του Φρεατίου 1 ξεκίνησε την 18 Φεβρουαρίου 1847, με τα πρώτα κοιτάσματα ορυκτών άνθρακα να βρίσκονται σε βάθος 130 μέτρων. Οι πρώτες εργασίες εξόρυξης ξεκίνησαν το 1851. Το Φρεάτιο 2 ανοίχτηκε το 1852
Από το 1857, χρησιμοποιούνταν σωροί κάρβουνου για την παραγωγή οπτάνθρακα. Το 1866, οι σωροί αντικαταστάθηκαν από σύγχρονες μηχανές παραγωγής κωκ και φούρνους.
Το 1880 κτίστηκε το Φρεάτιο 3 στο γειτονικό Σονεμπεκ. Μέχρι το 1890 τα τρία φρεάτια με επιτυχία είχαν αποδώσει 1 εκατ. τόνους, καθιστώντας το Τσόλφεραϊν ως το πιο παραγωγικό από όλα τα γερμανικά ορυχεία.[4][5]
1890-1918: Επέκταση
Εφόσον οι βιομηχανίες άνθρακα, σιδήρου και χάλυβα του Ρουρ άκμαζαν στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, τα ανθρακωρυχεία επεκτάθηκαν σημαντικά.
Το 1891-1896 χτίστηκαν τα δίδυμα Φρεάτια 4 και 5 στα προάστια του Γκελζενκίρχεν. Άλλο ένα Φρεάτιο, το 6ο, άνοιξε το 1897.
Μέχρι το 1897, το Τσόλφεραϊν είχε υποφέρει από πολλά ατυχήματα λόγω εύφλεκτων αερίων που βρίσκονταν στο περιβάλλον των ορυχείων από προβλήματα εξαερισμού. Για να επιλυθούν αυτά τα προβλήματα, κατασκευάστηκαν πρόσθετοι αεραγωγοί κοντά στους προϋπάρχοντες.
Ακολούθησαν πολλά χρόνια ανακαινίσεων και περαιτέρω επεκτάσεων. Μετά την κατασκευή των Φρεατίων 7, 8 και 9, ανακαινίστηκαν τα Φρεάτια 1 και 2. Το 1914, άνοιξε το Φρεάτιο 10 και ένα νέο εργοστάσιο παραγωγής οπτάνθρακα.
Μέχρι τις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η παραγωγή του Τσόλφεραϊν είχε φτάσει κατά προσέγγιση τους 2,5 εκατ.τόνους.[6]
1918-1932: Κρίση και εκσυγχρονισμός
Το 1920, η οικογένεια Χάνιελ, που ήταν οι ιδιοκτήτες του Τσόλφεραϊν μέχρι τότε, άρχισαν να συνεργάζονται με τη Φόνιξ, μια εταιρεία εξορύξεων που στη συνέχεια ανέλαβε την διαχείριση του χώρου. Υπό την διαχείριση της Φόνιξ, εκσυγχρονίστηκαν αρκετά από τα φρεάτια, και το 1927 άνοιξε το Φρεάτιο 11. Το 1926 το Τσόλφεραϊν τέθηκε υπό τον έλεγχο της Μπέργκβερκς του Γκελζενκίρχεν που άρχισε να κλείνει τις πλέον παλαιές εγκαταστάσεις οπτανθρακοποίησης.[4][5]
Φρεάτιο 12
Tο 1932 που άνοιξε το Φρεάτιο 12, τα ανθρακωρυχεία είχαν καθημερινή παραγωγή έως και 12.000 τόνους.
Το Φρεάτιο 12 σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες Φριτζ Σουπ και Μάρτιν Κρέμερ και γρήγορα προσέχτηκε για τον απλό, λειτουργικό σχεδιασμό τύπου Μπάουχαους με τα κυρίως κυβικά κτίρια κατασκευασμένα από οπλισμένο σκυρόδεμα και χαλύβδινα δικτυώματα.[7]
1932-1968: Το φρεάτιο 12
Το 1937 στο Τσόλφεραϊν εργάζονταν 6900 άτομα και είχε παραγωγή 3,6 εκατ. τόνους, εκ των οποίων τα περισσότερα προέρχονταν από το Φρεάτιο 12. Επίσης, κατασκευάστηκε ένα μικρό εργοστάσιο με 54 νέους φούρνους που κατάφερε ετήσια παραγωγή 200.000 τόνους οπτάνθρακα.
Το Τσόλφεραϊν γλίτωσε από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με ελάχιστες ζημιές και από το 1953 βρέθηκε και πάλι στην κορυφή των Γερμανικών ορυχείων με παραγωγή 2,4 εκατομ. τόνους. Μέχρι το 1967 τα 11 φρεάτια έκλεισαν και λειτουργούσε μόνο το Φρεάτιο 12.
Από το 1961 το Φρεάτιο 12 ήταν ο κύριος πάροχος στο νέο κεντρικό εργοστάσιο παραγωγής οπτάνθρακα με 192 φούρνους, που ήταν σχεδιασμένο από τον Φριτζ Σουπ.[8] Κατόπιν μιας επέκτασης στις αρχές της δεκαετίας του 1970, το Τσόλφεραϊν ήταν από τις πιο παραγωγικές εγκαταστάσεις οπτανθρακοποίησης παγκόσμια, με περίπου 1.000 εργαζόμενους και παραγωγή έως και 8.600 τόνους οπτάνθρακα ημερήσια, στην αποκαλούμενη σκοτεινή πλευρά. Η λευκή πλευρά του εργοστασίου παρήγαγε παράπλευρα προϊόντα όπως αμμωνία, ακατέργαστο βενζόλιο και ακατέργαστη πίσσα.[7]
Το 1968 το Τσόλφεραϊν παραδόθηκε στη Ruhrkohle, τη μεγαλύτερη εταιρεία εξορύξεων στη Γερμανία.
1968-1993: Το κλείσιμο
Η Ruhrkohle άρχισε εργασίες για περαιτέρω μηχανοποίηση και ενοποίηση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων.
Το 1980 η παραγωγή τους ήταν ελαττωμένη, περίπου 3,2 εκατομμύρια τόνοι, που θεωρήθηκε μη επικερδής και το 1983 ψηφίστηκε κλείσιμο του Τσόλφεραϊν.
Όταν έκλεισε το Τσόλφεραϊν ήταν το τελευταίο ενεργό ανθρακωρυχείο στο Έσσεν. Οι εργασίες στο Φρεάτιο 12 σταμάτησαν την 23 Δεκεμβρίου 1986 ενώ το εργοστάσιο παραγωγής οπτάνθρακα παρέμεινε ανοιχτό μέχρι την 30 Ιουνίου 1993. Μολονότι το Φρεάτιο 12 είναι το κεντρικό του χώρου δεν μπορεί να δεχτεί επισκέπτες, καθώς συνεχίζει να χρησιμοποιείται ως αποχέτευση νερού για την κεντρική περιοχή του Ρουρ μαζί με το Φρεάτιο 2.[4][5]
Μνημείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς
Το 1986 το κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας αγόρασε την περιοχή των ανθρακωρυχείων και δήλωσε το Φρεάτιο 12 ως ιστορική τοποθεσία. Αυτό συνέβη με την υποχρέωση να διατηρήσουν το χώρο στην αρχική του κατάσταση και να ελαχιστοποιηθούν οι αλλοιώσεις και φθορές. Το 1998 ιδρύθηκε το Ίδρυμα Τσόλφεραϊν που ανέλαβε την ανωτέρω υποχρέωση φύλαξης του χώρου.[9]
Το 2000 το εργοστάσιο παραγωγής οπτάνθρακα χαρακτηρίστηκε ιστορική τοποθεσία ενώ τα ανθρακωρυχεία καταλογίστηκαν ως μελλοντικοί εκθεσιακοί χώροι.
Το Μουσείο του Ρουρ, που στεγάζεται στην παλαιά μονάδα εκκαθάρισης άνθρακα του Τσόλφεραϊν, στη μόνιμη έκθεση του που διαθέτει πάνω από 6.000 εκθέματα παρουσιάζει τη συναρπαστική ιστορία μιας από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές περιοχές του κόσμου, από το σχηματισμό του άνθρακα 300 εκατομμύρια χρόνια πριν έως τις τρέχουσες διαρθρωτικές αλλαγές προς τη Μητρόπολη του Ρουρ. Το Μουσείο έχει εκτεταμένες συλλογές για τη γεωλογία, την αρχαιολογία, τη βιομηχανική και κοινωνική ιστορία, καθώς και φωτογραφίες της περιοχής του Ρουρ. Επιπλέον της μόνιμης έκθεσης, στο Μουσείο του Ρουρ τακτικά πραγματοποιούνται ειδικές εκθέσεις και προσφέρει ένα ευρύ πρόγραμμα με εργαστήρια, ξεναγήσεις, εκδρομές, διαλέξεις, κινηματογραφικές βραδιές, ηχητικούς οδηγούς και οικογενειακά πακέτα.[11][12][13]
Το εργοστάσιο παραγωγής οπτάνθρακα ήταν κλειστό για τους επισκέπτες μέχρι τα μέσα του 1993. Το τεχνητό κανάλι ανοίγει για πατινάζ στον πάγο το χειμώνα.
Η οπίσθια όψη του Φρεάτιου 12
Στοιβαχτής-ανεφοδιαστής
Κυλιόμενη σκάλα προς τις εγκαταστάσεις πλύσης του άνθρακα
Κυλιόμενος διάδρομος προς τις εγκαστάσεις πλύσης άνθρακα