Ο Βασίλης Μιχαηλίδης γεννήθηκε στο Λευκόνοικο το 1849 (ή 1853). Γονείς του ήταν ο Χατζημιχαήλ Χατζηκουμπάρος απο τον Λευκόνοικο και η Αννέττα Κονόμου απο το Δάλι. Το επίθετο "Μιχαηλίδης" υιοθετήθηκε αργότερα από τον ποιητή.
Ο Βασίλης έμεινε ορφανός με τον χαμό της μητέρας του από νεαρή ηλικία. Έτσι ο πατέρας του αποφάσισε να στείλει τον ορφανό Μιχαηλίδη στο του θείο του Χρύσανθο Παπακονόμου, ποιητή και ζωγράφο ο οποίος ήταν στο Δάλι. Εκεί έμαθε τα πρώτα του γράμματα, οπού λέγεται ότι από εκεί πήρε και την ποιητική του φλέβα. Σε νεαρή ηλικία (δέκα ή δώδεκα χρονών) ο Μιχαηλίδης έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει στη Λευκωσία για να παρακολουθήσει μαθήματα αγιογραφίας με δάσκαλο του τον Χαράλαμπο Ζωγράφου. Εκεί ο νεαρός Μιχαηλίδης έζησε υπό την προστασία του θείου του, Γιάννη Οικονομίδη. Που ηταν στην αρχή διάκος, αργότερα σχολάρχης το 1866 στην Λευκοσία, και μετά μητροπολίτης Κιτίου με το ονόμα Κυπριανός.
Εφηβικά Χρόνια
Κατά την παραμονή του στην Αρχιεπισκοπή της Λευκωσίας ο Μιχαηλίδης απέτυχε στην απόκτηση ανώτερης σχολικής μόρφωσης. Παράλληλα, η αγιογραφία που διδάχθηκε ο Μιχαηλίδης δεν τον οδήγησαν σε σημείο που θα μπορούσε να ασχοληθεί βιοποριστικά με την τέχνη. Ωστόσο, στην Αρχιεπισκοπή ο Μιχαηλίδης ενδέχεται να γνωρίστηκε με τον Γεώργιο Βιζυηνό, που βρισκόταν στην Κύπρο για να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ελληνική Σχολή.
Με τη χειροτόνησή του ως Μητροπολίτη Κιτίου το 1868 ο θείος έφυγε για τη Λάρνακα παίρνοντας μαζί του τον έφηβο Μιχαηλίδη. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της Λάρνακας και οι επιρροές από τους λόγιους της περιοχής έστρεψαν το ενδιαφέρον του Μιχαηλίδη προς την ποίηση. Με παρότρυνση του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θεόδουλου Κωνσταντινίδη. Ο Μιχαηλίδης δημοσίευσε τα πρώτα του έμμετρα κείμενα στον Πυθαγόρα της Σμύρνης το 1873. Στην Λαρνακα Γνώρισε και την Κοκονού μητέρα του ποιητή Δημήτρη Λιπέρτη.[1]
Ενήλικη Ζωή
Ο Βασίλης Μιχαηλίδης πήγε στην Ιταλία με λεφτά της μητρόπολη Κιτίου οπου καταχράστηκε 6 λίρες [1]ανάμεσα στο 1875-1877,[1] ο Λεύκης πιστεύει ότι πήγε το 1875, ο Αλιθέρσης το 1876 και ο Ιντιάνος στα τέλη του 1877 ή στις αρχές του 1877.[2] Ο Μιχαηλίδης το 1878 εγκαταλέιπει την Ιταλία και πηγαίνει στην Ελλάδα, όπου κατατάσσεται ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό και παίρνει μέρος στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους.[3] Επέστρεψε στην Κύπρο το 1878, με τη λήξη της Τουρκοκρατίας και την αρχή της Αγγλοκρατίας.
Αφου καταχράστηκε τα λεφτά της μητρόπολη Κιτίου δεν είχε το θάρος να δεί τον θείο του μετά αυτήν την απιστία που έπραξε. Εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό όπου, άνεργος και άστεγος, υποχρεώθηκε να αναζητήσει στέγη στη Μητρόπολη της Λεμεσού. Την ίδια χρονιά και μέχρι το 1884 εργάστηκε ως υπάλληλος στη φαρμακευτική του Δημοτικού Νοσοκομείου Λεμεσού οπου τον διόρισε ο πρώτος δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Καρύδη [4]. Παράλληλα άρχισε να ασχολείται συστηματικότερα με την ποίηση. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Η Ασθενής Λύρα, εκδόθηκε το 1882, ενώ συνάμα ο Μιχαηλίδης δημοσίευε διάφορα πατριωτικά και σατιρικά ποιήματα στην εφημερίδα Αλήθεια.
Το 1884 ο Μιχαηλίδης έγινε επιστάτης του νοσοκομείου στο Δήμο Λεμεσού. Συνάμα άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα στην εφημερίδα Σάλπιγξ. Το 1888 δημιούργησε ένα έμμετρο παράρτημα της Σάλπιγγας, τον Διάβολο. Ωστόσο η προχειρότητα και ο επικαιρισμός του εγχειρήματος εμπόδισαν την επιβίωσή του.
Τελευταία Χρόνια
Η κατάσταση της υγείας του Μιχαηλίδη επιδεινώθηκε κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του. Το 1904 και το 1906 υποχρεώθηκε να ταξιδέψει στο εξωτερικό για λόγους υγείας. Παράλληλα, ο αλκοολισμός του και οι προστριβές με συνεργάτες του στο νοσοκομείο οδήγησαν στη μείωση του μισθού του.
Το 1910, λόγω προβλημάτων με το αλκοόλ, έχασε τη δουλειά του ως νοσοκόμος. Παρ' ολ' αυτά του δόθηκε στέγη στο Δημαρχείο της Λεμεσού και διορίστηκε στο Υγειονομείο. Παρόλη τη σωματική και ψυχική του εξαθλίωση, ο Μιχαηλίδης δεν σταμάτησε να γράφει. Το 1911 εξέδωσε τη συλλογή Ποιήματα, ενώ το 1915 ο αλκοολισμός του ποιητή ήταν πια σε προχωρημένη κατάσταση και ο Μιχαηλίδης εγκαταστάθηκε στο Πτωχοκομείο της Λεμεσού.
Με την πνευματική του διαύγεια ανέπαφη, ο Μιχαηλίδης έγραφε μέχρι την τελευταία του στιγμή. Προσπάθησε μάλιστα να συνθέσει ένα εκτενές ποίημα σχετικά με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο τελικά το ποίημα έμεινε ατελές· ο Μιχαηλίδης πέθανε στις 18 Δεκεμβρίου του 1917.
Έργα
Ο Βασίλης Μιχαηλίδης έγραψε τα έργα του στην κυπριακή διάλεκτο, αλλά και στη δημοτική και την καθαρεύουσα [4]. Τα πιο γνωστά του έργα είναι τα «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», «Η Χιώτισσα» και «Η Ανεράδα». Η συλλογή του «Η ασθενής Λύρα» κυκλοφόρησε το 1882. Μετέπειτα κυκλοφόρησε η ποιήτικη συλλογή «Ποιήματα» το 1911, ενώ τελευταίο του έργο θεωρείται το «Όρομαν του Ρωμιού». Αλλά υπήρξε και η εφήμερής Διάβολος (1888) την οποία δημιούργησε ο ίδιος, που και εκεί εξέδιδε σατιρικά και μη ποιήματα.
Γνωστά παραθέματα
(Το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, φιλοξενεί 29 αποσπάσματα από τα ποιήματα του Βασίλη Μιχαηλίδη)[5]
Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνόκ̌αιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν γαι να την ι-ξηλείψει,
κανένας, γιατί σ̌ιέπει την ’που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντες ο κόσμος λείψει!
Σφάξε μας ούλους κ̌ι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκ̌ιν,
κάμε τον κόσμον μακ̌ελλειόν κ̌αι τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξερε πως ίλαντρον όντες κοπεί καβάκ̌ιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσ̌ια παραπούλια.
Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα κ̌είνον τρώεται κ̌αι κ̌είνον καταλυέται.
(Απόσπασμα απο 9 Ιουλίου 1821 εν Λευκοσία στ. 177-186)[6]
ΓΡΙΑ: Πάψε τα δάρκα σου πκιον κανεί σε
Πάνω στες βούτσιες σου να τζιλούν
Τζιαι πε μου κόρη μου πόθθεν είσαι
Τζιαι τ' όνομά σου πώς το λαλούν;
ΧΙΩΤΙΣΣΑ: Από την Χιον την ματζελλεμένη
Τζιαι τ' όνομά μου λαλούν μ' Ελένη.
ΓΡΙΑ: Τζιαι πκιοι κορούλλα μου σε τουρτζιέψαν
Τζιαι ποιοί σου 'κάμαν τούντο κακόν;
Γονιούς δεν είσιες, δεν σε γυρέψαν;
Μάγκου δεν είσιες μακροδικόν;
ΧΙΩΤΙΣΣΑ: Τζιαι που εν τζίνος ο νους α θκειούλλα,
Τζιαι τζίν' η όρεξη τζι' η ζωή
Τζιαι που εν τζίν' η γερή καρτούλλα
Πον να τα πει τζιαι να μεν ραεί;
Θωρώ νεκρούς κόμα ομπροστά μου
Τζι' εν ο βασμός κόμα μες τ' αφκιά μου
Ήτουν της σόρτας μου θκεια τζαι 'μέναν
Να δω την Χίον μου ματζιελλιόν
Να ππέσω δίχως γονιούς στα ξένα
Τζιαι να με τρώει το νεκαλιόν. [...]
Πάσκισε θκειούλλα μου να γλιτώσω
Τζι' ούλα να χτίζεις μιαν εκκλησιάν.
ΓΡΙΑ: Μπορώ το γαίμαν μου να σιωνόσω
Μα δεν σ' αφήννω μες την Τουρτζιάν.
Μπορώ τον κόσμον να τον χαλάσω
Για να 'βρω τρόπον να σε ποσπάσω.
(Αποσπασμα απο Χιώτισσα εν Λεμεσό στ. 71-90 και 191-196)[1][7]