Ο Ανρί-Μαρί Ζοζέφ Σονιέ ντε Λυμπάκ (γαλλ.Henri-Marie Joseph Sonier de Lubac, 20 Φεβρουαρίου1896 – 4 Σεπτεμβρίου1991), γνωστότερος απλώς ως Ανρί ντε Λυμπάκ, ήταν Γάλλος Ιησουίτης Ρωμαιοκαθολικός ιερέας και Καρδινάλιος, που θεωρείται ένας από τους πλέον επιδραστικούς θεολόγους του 20ού αιώνα. Τα γραπτά του και οι έρευνές του στη Δογματική διεδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση των ιδεών της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού.
Βίος έως τη χειροτονία
Ο Ανρί ντε Λυμπάκ γεννήθηκε στην πόλη Καμπραί, καταγόμενος από παλαιότατη αριστοκρατική οικογένεια του Αρντές, και είχε 5 αδέλφια. Ο πατέρας του ήταν τραπεζικός και επέστρεψε οικογενειακώς το 1898 κοντά στη Λυών, όπου ο Ανρί πήγε σε σχολείο των Ιησουιτών. Σπούδασε Νομικά για ένα έτος και μετά, σε ηλικία 17 ετών, έγινε δόκιμος Ιησουίτης στη Λυών, στις 9 Οκτωβρίου 1913. Εξαιτίας του κλίματος στη Γαλλία την εποχή εκείνη λόγω των αντιεκκλησιαστικών νόμων των αρχών του αιώνα, ο νεαρός δόκιμος μετακόμισε στο Σαιν Λήοναρντς-ον-ση του Χέιστινγκς, στη νότια Αγγλία, όπου μελέτησε μέχρι που κλήθηκε να καταταγεί στον γαλλικό στρατό το 1914 εξαιτίας της ενάρξεως του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Τραυματίσθηκε στο κεφάλι έξω από το χωριό Λεζ Επάρζ την Ημέρα των Αγίων Πάντων του 1917 και εξαιτίας αυτού είχε επανερχόμενα επεισόδια ζαλάδας και πονοκεφάλων σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε στους Ιησουίτες και συνέχισε τις φιλοσοφικές μελέτες του, πρώτα στο Hales Place στο Κάντερμπερι και κατόπιν (1920-1923) στο Maison Saint-Louis, το κέντρο φιλοσοφικών σπουδών των Ιησουιτών, που τότε βρισκόταν στο Σεντ Χέλιερ. Εκεί γνώρισε τη σκέψη του φιλοσόφου Μωρίς Μπλοντέλ και του Ιησουίτη συγγραφέα Πιερ Ρουσελό. Αρκετά αργότερα, το 1932, ο ντε Λυμπάκ έγραψε μια επιστολή προς τον πρώτο, σχετικώς με τη σχέση ανάμεσα στη φύση και τη Θεία Χάρη.[11] Το 1924 επέστρεψε στην Αγγλία και άρχισε κανονικές τετραετείς σπουδές στη θεολογία στο Ore Place, επίσης στο Χέιστινγκς, που αποπερατώθηκαν στο Φουρβιέρ της Λυών, όπου επέστρεψε το 1926 το κολέγιο των Ιησουιτών. Χειροτονήθηκε ιερέας στις 22 Αυγούστου 1927.
Καθηγητής και θεολόγος
Το 1929 ο ντε Λυμπάκ διορίσθηκε καθηγητής των Αρχών της Θεολογίας στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λυών (το απαιτούμενο διδακτορικό τού δόθηκε, μετά από παράκληση του επικεφαλής των Ιησουιτών, από το Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο στη Ρώμη χωρίς να χρειασθεί να πάει εκεί ο ντε Λυμπάκ ή να υποβάλει ποτέ διατριβή).[12] Δίδαξε στη Λυών από το 1929 μέχρι το 1961, με δύο διακοπές – την πρώτη όταν υποχρεώθηκε να κρύβεται κατά τη γερμανική Κατοχή εξαιτίας της αντιστασιακής του δραστηριότητας, και τη δεύτερη από το 1950 έως το 1958, όταν απομακρύνθηκε από τη θέση του. Διέμενε στην Ιησουιτική Σχολή στο Φουρβιέρ.
Το πρώτο βιβλίο του ντε Λυμπάκ ήταν το κλασικό σήμερα Καθολικισμός (Catholicisme, 1938) Το 1940 ή το 1942[13] ο θεολόγος ίδρυσε τη σειρά Sources Chrétiennes (= «Χριστιανικές πηγές»), που επιμελείτο μαζί με τον επίσης Ιησουίτη Ζαν Ντανιελού. Αυτή ήταν μια συλλογή από δίγλωσσες (πρωτότυπο + μετάφραση) κριτικές εκδόσεις αρχαίων χριστιανικών κειμένων, όπως των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας, η οποία αναζωογόνησε τόσο τη μελέτη των Πατέρων, όσο και το δόγμα της Ιεράς Παραδόσεως.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής ο ντε Λυμπάκ συμμετείχε σε ένα κίνημα «πνευματικής αντιστάσεως», βοηθώντας στην έκδοση ενός παράνομου αντιστασιακού περιοδικού, του Témoignage chrétien (= «Χριστιανική μαρτυρία»). Σκοπός του εντύπου ήταν να δείξει την ασυμβατότητα της χριστιανικής πίστεως με την ιδεολογία και τις δραστηριότητες του ναζιστικού καθεστώτος, τόσο στη Γερμανία, όσο και υπό το κάλυμμα του Καθεστώτος του Βισύ. Ο ντε Λυμπάκ υποχρεώθηκε να κρύβεται συχνά, καθώς αρκετοί από τους συνεργάτες του στο περιοδικό συνελήφθησαν και εκτελέσθηκαν.
Μετά το τέλος της Κατοχής στη Γαλλία, ήδη από το 1944, ο ντε Λυμπάκ δημοσίευσε αρκετά κείμενα (πολλά τα είχε ξεκινήσει ή και ολοκληρώσει προπολεμικώς, αλλά δεν είχαν εκδοθεί εξαιτίας της ελλείψεως χαρτιού), τα οποία κατέστησαν μείζονες παρεμβάσεις στη ρωμαιοκαθολική θεολογία του 20ού αιώνα. Περιλαμβάνουν το Corpus Mysticum, που ήταν έτοιμο για έκδοση από το 1939 και κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1944, το Le Drame de l'humanisme athée, που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1944, το De la connaissance de Dieu (1945) και το Surnaturel: Études historiques, που είχε αρχίσει να γράφεται στο Χέιστινγκς όταν ο συγγραφέας ήταν φοιτητής και εκδόθηκε το 1946 σε μόλις 700 αντίτυπα εξαιτίας της συνεχιζόμενης, ελλείψεως χαρτιού.
Τα «σκοτεινά χρόνια»
Τον Ιούνιο του 1950, κατά την έκφραση του ίδιου του ντε Λυμπάκ, «ένας κεραυνός κτύπησε το Φουρβιέρ»[14]: ο ντε Λυμπάκ και 4 καθηγητές στην Ιησουιτική Σχολή απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους (στην περίπτωση του ντε Λυμπάκ περιελάμβαναν, εκτός από τη θέση του καθηγητή στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λυών, τα καθήκοντα του αρχισυντάκτη του ερευνητικού περιοδικού-επιθεωρήσεως Recherches de science religieuse) και τους ζητήθηκε να εγκαταλείψουν την επαρχία της Λυών. Όλοι οι περιφερειακοί ηγούμενοι των Ιησουιτών διατάχθηκαν να αφαιρέσουν από τις ιησουιτικές βιβλιοθήκες τρία από τα βιβλία του (τα Surnaturel, Corpus mysticum και Connaissance de Dieu) συν έναν άρθρο του και να μην τα διαθέτουν κατά το δυνατόν στο κοινό. Οι ενέργειες αυτές έγιναν από τον γενικό επικεφαλής των Ιησουιτών, του Ζαν-Μπατίστ Ζανσέν, αλλά μετά από πίεση από την Κούρια, και οφείλονταν σε «επιζήμια σφάλματα σε ουσιώδη σημεία του δόγματος».[15] Δύο μήνες αργότερα, ο Πάπας Πίος ΙΒ΄ εξέδωσε την εγκύκλιο Humani generis, που πιστεύεται ότι είχε στόχο της τον ντε Λυμπάκ και άλλους θεολόγους που είχαν συνδεθεί με το κύμα της nouvelle théologie, ένα κίνημα που χαρακτηριζόταν από ανανεωμένη προσοχή στις πατερικές πηγές, μια προθυμία να προσεχθούν οι απόψεις και οι έγνοιες των σύγχρονων ανθρώπων, μια εστίαση στο ποιμαντικό έργο και ο σεβασμός στις ικανότητες των λαϊκών (των μη κληρικών μελών της Εκκλησίας), αλλά και μία αίσθηση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ως ιστορικής οντότητας, η οποία επηρεάζεται από τις ιστορικές εξελίξεις.
Αυτό που ο ντε Λυμπάκ απεκάλεσε «σκοτεινά χρόνια» κράτησε περίπου μία οκταετία. Το 1956 τού επιτράπηκε να επιστρέψει στη Λυών και το 1958 το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λυών έλαβε προφορική έγκριση από το Βατικανό να επιστρέψει στη διδασκαλία των μαθημάτων που δίδασκε και παλαιότερα.
Παρά το οτιδήποτε έγραφε ο θεολόγος την περίοδο 1950-1958 περνούσε από λογοκρισία στη Ρώμη, ο ίδιος δεν έπαψε ποτέ να μελετά, να γράφει και να εκδίδει. Τότε ήταν που συνεισέφερε μία μελέτη της ωριγένειας βιβλικής ερμηνείας (1950), τρία βιβλία για τον Βουδισμό (1951, 1952, 1955), το Méditations sur l'Église (1953) και το Sur les chemins de Dieu (1956).
Επιστροφή στην αποδοχή
Η πρωτοποριακή μελέτη του ντε Λυμπάκ Exégèse médiévale (1959-1965) αναζωογόνησε το ενδιαφέρον για την πνευματική ερμηνεία των Γραφών και έδωσε μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη του ρεύματος της «διαθηκικής θεολογίας».
Αμέσως μετά την επανασυμφιλίωση με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, με την ευλογία της διοικήσεως των Ιησουιτών, ο de Lubac άρχισε να γράφει και να δημοσιεύει άρθρα αλλά και βιβλία προς υπεράσπιση του Πιερ Τεγιάρ ντε Σαρντέν, παλαιού Ιησουίτη φίλου του, που είχε αποβιώσει το 1955. Οι ιδέες του Τεγιάρ ντε Σαρντέν επηρέασαν αρκετούς από τους θεολόγους της nouvelle théologie και είχαν επίσης συναντήσει τη δυσμένεια του Βατικανού.
Η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού
Τον Αύγουστο του 1960 ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ΄ διόρισε τον ντε Λυμπάκ σύμβουλο στην Προπαρασκευαστική Θεολογική Επιτροπή της επερχόμενης Δεύτερης Βατικάνειας Συνόδου. Αμέσως μετά ορίσθηκε ως peritus (θεολογικός ειδικός) της ίδιας της Συνόδου και αργότερα, από τον Πάπα Παύλο ΣΤ΄, μέλος της Θεολογικής Επιτροπής της (και δύο επιτροπών της). Αν και η ακριβής φύση της συνεισφοράς του στη Σύνοδο είναι δύσκολο να προσδιορισθεί, τα έργα του υπήρξαν σαφώς μια επιρροή κατά τη διάρκεια της Συνόδου και αμέσως μετά από αυτή, ιδίως στον χώρο της εκκλησιολογίας, όπου ένα από τα ενδιαφέροντά του ήταν να νοηθεί το σώμα της Εκκλησίας ως η κοινότητα όλων των ανθρώπων του Θεού αντί μόνο του κλήρου.[16] Η επίδραση του ντε Λυμπάκ στα Lumen gentium και Gaudium et spes αναγνωρίζεται γενικώς.[17]
Τα ύστερα χρόνια
In 1969 ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄, θαυμαστής των έργων του ντε Λυμπάκ, πρότεινε να τον καταστήσει Καρδινάλιο, αλλά ο ντε Λυμπάκ πίστευε ότι το να γίνει επίσκοπος, όπως απαιτείτο για όλους τους καρδιναλίους, θα συνιστούσε «κατάχρηση του αποστολικού αξιώματος». Ο Πάπας, έχοντας αποφασίσει να κάνει έναν Ιησουίτη Καρδινάλιο, επεφύλαξε την τιμή για τον Ζαν Ντανιελού, νεότερο συνάδελφο του ντε Λυμπάκ.
Τα έτη μετά τη Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο, ο ντε Λυμπάκ άρχισε να αποκτά τη φήμη ενός «συντηρητικού θεολόγου», με τις απόψεις του εντελώς ευθυγραμμισμένες με το magisterium – σε αντίθεση με τη φήμη του «προοδευτικού» τού πρώτου μέρους της ζωής του. Προς ενίσχυση αυτής της φήμης, το 1972 ο ντε Λυμπάκ, μαζί με τους Γιόζεφ Ράτσινγκερ (τον μετέπειτα Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄) και Χανς Ουρς φον Μπαλτάσαρ, ίδρυσαν το Communio − ένα περιοδικό που απέκτησε τη φήμη της προβολής μιας πιο συντηρητικής θεολογίας από ό,τι το περιοδικό Concilium.[18]
Το 1983 ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ προσφέρθηκε να καταστήσει τον ντε Λυμπάκ καρδινάλιο, αυτή τη φορά εξαιρώντας τον από την υποχρέωση να χειροτονηθεί επίσκοπος. Ο 87χρονος τότε ντε Λυμπάκ δέχθηκε και έτσι στις 2 Φεβρουαρίου 1983 έγινε ο πρώτος μη επίσκοπος καρδινάλιος από τη θέσπιση το 1962 του κανόνα που απαιτούσε όλοι οι καρδινάλιοι να είναι επίσκοποι. Ο Ανρί ντε Λυμπάκ απεβίωσε στο Παρίσι σε ηλικία 95 ετών.
Επιλεγμένη εργογραφία
Oeuvres completes (άπαντα σε 50 τόμους, εκδόσεις Cerf, Παρίσι 1998)
Catholicisme: les aspects sociaux du dogme (= «Καθολικισμός: οι κοινωνικές πλευρές του δόγματος», Παρίσι 1938, 7η έκδοση 1983)
Corpus Mysticum: Essai sur L'Eucharistie et l’Église au moyen âge (Παρίσι 1944)
Le drame de l'humanisme athée (= «Το δράμα του αθεϊστικού ουμανισμού», Παρίσι 1944)
De la Connaissance de Dieu (= «Περί της γνώσεως του Θεού», Παρίσι 1945). Επέκταση αυτού του έργου αποτελεί το Sur les chemins de Dieu (Παρίσι 1956).
Le Fondement théologique des missions (εκδ. Seuil, Παρίσι 1946)
Surnaturel: Études historiques (1946)
Histoire et esprit: l'intelligence de l'Écriture d'apres Origene (Παρίσι 1950)
Affrontements mystiques (εκδ. du Témoignage chrétien, 1950)
Aspects du bouddhisme (Παρίσι 1951)
La Rencontre du bouddhisme et de l'occident (Παρίσι 1952)
Méditation sur l'Église (= «Σκέψεις επί της Εκκλησίας», Παρίσι 1953)
Aspects du bouddhisme, τόμος 2: Amida (εκδ. Seuil, Παρίσι 1955)
De Lubac, Henri (1993). At the Service of the Church: Henri de Lubac Reflects on the Circumstances That Occasioned His Writings. Μτφρ. Englund, Anne Elizabeth. San Francisco: Ignatius Books.
Grumett, David (2007). De Lubac: A Guide for the Perplexed. Λονδίνο: T&T Clark. ISBN978-0-567-17245-7.
Kerr, Fergus (2007). Twentieth Century Catholic Theologians: From Neoscholasticism to Nuptial Mystery. Malden, Massachusetts: Blackwell.
Mettepenningen, Jürgen (2010). Nouvelle Théologie – New Theology: Inheritor of Modernism, Precursor of Vatican II. Λονδίνο: T&T Clark.
O'Malley, John W. (2008). Schultenover, David G., επιμ. Vatican II: Did Anything Happen?. Νέα Υόρκη: Continuum.
Βιβλιογραφία
Balthasar, Hans Urs von (1991). The Theology of Henri de Lubac: An Overview. Μτφρ. Fessio, Joseph· Waldstein, Michael M.· Clements, Susan. San Francisco: Ignatius Press. ISBN978-0-89870-350-4.
Ducor, Jérôme (2007). «Les écrits d'Henri de Lubac sur le bouddhisme» (στα γαλλικά). Les cahiers bouddhiques (Παρίσι: Université Bouddhique Européenne) (5): 81-110. ISSN1777-926X.
Hillebert, Jordan, επιμ. (2017). T&T Clark Companion to Henri de Lubac. Λονδίνο: Bloomsbury T&T Clark. ISBN978-0-567-65722-0.
Hollon, Bryan C. (2009). Everything is Sacred: Spiritual Exegesis in the Political Theology of Henri de Lubac. Eugene, Oregon: Cascade Books. ISBN978-1-55635-857-9.
Russo, Antonio (1990). Henri de Lubac: Teologia e dogma nella storia. L'influsso di Blondel (στα Ιταλικά). Ρώμη: Edizioni Studium. ISBN978-88-382-3616-7.
Russo, Antonio (1994). Henri de Lubac (στα Ιταλικά). Μιλάνο: Edizioni San Paolo. ISBN978-88-215-2756-2.
Wood, Susan K. (1998). Spiritual Exegesis and the Church in the Theology of Henri de Lubac. Grand Rapids, Michigan: Wm. B. Eerdmans Publishing Company. ISBN978-0-8028-4486-6.
Russo, Antonio (1997). Henri de Lubac. Παρίσι: Brepols. ISBN2503830145.