Ο Αλεξάντερ Κέιρινξ (φλαμανδικά: Alexander Keirincx, Αμβέρσα, 23 Ιανουαρίου 1600 – Άμστερνταμ, 7 Οκτωβρίου 1652) ήταν Φλαμανδόςζωγράφος του μπαρόκ, ο οποίος αν και εκπαιδεύτηκε στην Αμβέρσα, αργότερα μετοίκησε στην Ουτρέχτη και εν τέλει στο Άμστερνταμ της Ολλανδικής Δημοκρατίας.[5][6] Έγινε «Δάσκαλος» στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά της Αμβέρσας το 1619[6] και, όπως ο Δάσκαλός του, Άμπραχαμ Χόβερτς αρχικά άρχισε να ειδικεύεται σε μικρού μεγέθους πίνακες (cabinet paintings) με δασωμένα τοπία, με την τεχνοτροπία του Γιαν Μπρίγκελ του πρεσβύτερου και το Χίλλις φαν Κόνινξλοο.[5] Όπως συνέβαινε με τον Χόφερτς, τα πρώιμα έργα του Κέιρινξ απεικονίζουν συνήθως ιστορικά, μυθολογικά και βιβλικά θέματα, με τριχρωμία μανιεριστικού τύπου και σχηματικά τοπία που περιβάλλονται από δένδρα με διάταξη "repoussoir" (τέτοια ώστε να κατευθύνουν εκεί που θέλει ο καλλιτέχνης το μάτι του θεατή).[5] Εν τούτοις, κατά τις δεκαετίες 1620 και 1630 τα τοπία του γίνονται ολοένα και πιο ρεαλιστικά, καθώς επηρεάζεται από τον ολλανδικό τοναλισμό και τις τεχνοτροπίες των Πίτερ ντε Μολάιν, Γιαν φαν Χόγιεν και άλλων.[7]
Η σημαντικότερη στιγμή στη σταδιοδρομία του Κέιρινξ ήταν η διαμονή του στην Αγγλία και η ανάληψη παραγγελίας από τον Κάρολο Α΄ της Αγγλίας δέκα πινάκων με τοπία, κυρίως απόψεις βασιλικών κάστρων και οικημάτων στη βόρεια Αγγλία και στη Σκωτία, την οποία εκτέλεσε μεταξύ Μαΐου 1639 και μέσων της δεκαετίας του 1640.[7] Η παραγγελία του Καρόλου υποκινήθηκε μάλλον από πολιτικούς λόγους, αρχικά προοριζόμενη για τον εορτασμό της νικηφόρου εκστρατείας του κατά των Σκώτων κατά τον πρώτο από του «Επισκοπικούς Πολέμους» και, όταν αυτή δεν ολοκληρώθηκε, η διατήρηση της ανάμνησης της επιστροφής των περιουσιακών του στοιχείων από τους Σκώτους.[7] Παράδειγμα αυτής της εργασίας αποτελεί ο πίνακας Μακρινή άποψη του Γιορκ στην Tate Britain, που παρουσιάζει μια σημαντική περιοχή κατά τη διάρκεια του πρώτου Επισκοπικού Πολέμου. Η σημασία αυτής της σειράς πινάκων και η επίδρασή της στη ζωγραφική της Βρετανίας υπήρξε σημαντική, καθώς ο Κέιρινξ συνδύασε την αισθητική παράδοση της τοπιογραφίας με τις λεπτομερείς, τοπογραφικές απόψεις, που είχαν ισχυρά εγκαθιδρυθεί στην κουλτούρα της Αυλής του Καρόλου.[7] Αυτά ήταν τα πρώτα «πορτρέτα οικημάτων», που αποτέλεσαν ισχυρή τάση στη ζωγραφική στη Βρετανία κατά τα τέλη του 17ου αιώνα, όπως εφαρμόστηκε, για παράδειγμα, από τους Γιαν Σίμπερεχτς και Για Γκρίφφιερ τον πρεσβύτερο.[7]
Η σταδιοδρομία του Κέιρινξ και η συμβολή του στην ιστορία της Τέχνης και ειδικότερα στην εξέλιξη της βρετανικής ζωγραφικής είχαν επί μακρόν επισκιαστεί από εσφαλμένες ταυτοποιήσεις, έλλειψη τεκμηρίωσης και διαφορετικές γραφές του ονόματός του.[8]
↑Τα θέματα αυτά διευθετήθηκαν αρχικά στο έργο του Ρίτσαρντ Π. Τάουνσεντ (Richard P. Townsend) Alexander Keirincx, 1600-1652, μια ανέκδοτη διατριβή στο Institute of Fine Arts του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης 1988 και αργότερα στο έργο του ίδιου "The One and Only Alexander Keirincx: Correcting the Misconceptions," APOLLO, CXXXVIII, October 1993, σσ. 220-223.
Hans Devisscher, "Keirinckx [Carings; Cierings; Cierinx; Keerinckx; Keirincx; Keirings; Keyrincx], Alexander [Alexandre]," Grove Art Online. Oxford University Press, [accessed 11 November 2007].
Richard P. Townsend, “Alexander Keirincx’s Royal Commission of 1639-40” in the Leids Kunsthistorisch Jaarboek, XXII, University of Leiden, 2003, pp. 137–150.