Ο Αλεξάντερ Άντριενσεν (Alexander Adriaenssen, ορισμένες φορές εμφανίζεται και ως Adriansen, 1587–1661) ήταν Φλαμανδόςζωγράφος του στυλ Μπαρόκ, ιδιαίτερα γνωστός για τις απεικονίσεις ψαριών.
Βίος
Ο Άντριενσεν γεννήθηκε στην Αμβέρσα, γιος του μουσικού Εμμάνουελ Άντριενσεν και της Σιμπιλα Κρέλιν. Ο μικρότερος αδελφός του, Βίνσεντ Άντριενσεν ήταν επίσης ζωγράφος. Βαπτίστηκε στις 17 Ιανουαρίου 1587 και το 1597 καταγράφεται ως μαθητής του Άρτους φαν Λεκ (Artus van Laeck). Το 1610 γίνεται μέλος της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά (Συντεχνία καλλιτεχνών της Αμβέρσας) και πλήρωνε τις ετήσιες εισφορές του ως το 1633. Απεβίωσε και τάφηκε στην εκκλησία του Αγίου Ιακώβου της Αμβέρσας το 1661.[9]
Έργα του με χρονολογίες από το 1623 ως το 1661 έχουν επιβιώσει, αλλά το αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο 1630 - 1650.
[10] Η υπογραφή "A. Neck" που υπάρχει σε μια ελαιογραφία είναι πιθανότατα μια κακοδιατηρημένη εκδοχή του "Adriaenssen".[9][11]
Έργο
Σύμφωνα με τον ζωγράφο, κριτικό τέχνης και βιογράφο Άρνολντ Χαουμπράκεν, ο οποίος του αφιερώνει μόλις μια γραμμή κειμένου, ο Άντριενσεν "ζωγράφιζε νεκρές φύσεις, φρούτα, ψάρια κτλ."[12] Επηρεάστηκε ως προς τη μορφή των νεκρών φύσεών του από τον Φρανς Σνάιντερς (Frans Snyders), συμπεριλαμβάνοντας σε αυτές, π.χ. "αγκινάρες, πουλερικά και ζωντανές γάτες".[10] Ζωγράφισε, επίσης pronkstilleven ("επιδεικτικές" νεκρές φύσεις), στις οποίες απεικόνιζε ακριβά υαλικά και πιατικά. Η "υποκατηγορία" των pronkstillevens αναπτύχθηκε στην Αμβέρσα κατά τη δεκαετία του 1640.[13] Είναι, όμως, περισσότερο γνωστός για την απεικόνιση (ωμών) ψαριών, κοινό θέμα ανάμεσα στους Ολλανδούς ζωγράφους νεκρών φύσεων της εποχής, τα οποία εμφανίζονται σε περισσότερα από 60 έργα του, πολύ περισσότερα από οποιουδήποτε άλλου καλλιτέχνη στην Αμβέρσα του 17ου αιώνα.[10][14][15][16] Πολλές από τις νεκρές φύσεις που απεικονίζουν ψάρια είναι μικρών διαστάσεων και σχετικά έργα όχι μεγάλου κόστους.[17]
Ως προς το στυλ, επηρεάστηκε από τη Σχολή του Χάαρλεμ. Οι συνθέσεις του χαρακτηρίζονται από ασύμμετρη διαγώνια διάταξη - τρίγωνο που "στέκεται" στη μια του πλευρά και περιβάλλεται από ελλείψεις με τα αντικείμενα να επικαλύπτουν πολλαπλά επίπεδα, ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερη αίσθηση του βάθους.[10][17] Η χρωματική του παλέτα χαρακτηρίζεται "εγκρατής, τείνουσα προς τη μονοχρωμία", [10] ενώ έχει επίσης χαρακτηριστεί σημαντική λόγω "της καθαρότητας των χρωμάτων της".[18]
↑ 10,010,110,210,310,4Hans Vlieghe, Flemish Art and Architecture, 1585–1700, Yale University Press Pelican history of art, New Haven, Connecticut: Yale, 1998, ISBN 9780300070385, p. 219.
↑"Schilderde Stilleven, Fruit, Visschen &c": Alexander Adriaenssen biography in De groote schouburgh der Nederlantsche konstschilders en schilderessen (1718) by Arnold Houbraken, με τη χορηγία της Ψηφιακής Βιβλιοθήκης Ολλανδικής Λογοτεχνίας (Ολλανδικά)
↑Walter A. Liedtke, Dutch Paintings in the Metropolitan Museum of Art, New York: Metropolitan Museum of Art; New Haven, Connecticut: Yale University Press, 2007, ISBN 9781588392732, pp. 32, 34.
↑Peter C. Sutton, Marjorie E. Wieseman, et al., The Age of Rubens, Boston: Museum of Fine Arts; Harry N. Abrams, 1993, ISBN 9780810919358, p. 77.
↑Eddy de Jongh, et al., ed. Liesbeth M. Helmus, Fish: still lifes by Dutch and Flemish masters 1550–1700, Exhibition catalogue, Utrecht: Centraal Museum, 2004, ISBN 9789059830059, p. 22.
↑ 17,017,154: Sea Fish and Oysters, Berger Hochstrasse, p. 198.
↑Jay Jacobs, The Encyclopedia of World Art, London: Octopus, 1975, ISBN 9780706404951.
Περαιτέρω ανάγνωση
Godelieve Spiessens. Leven en werk van de Antwerpse schilder Alexander Adriaenssen (1587–1661). Verhandelingen van de Koninklijke Academie voor Wetenschappen, Letteren en Schone Kunsten van België, Klasse der Schone Kunsten, 48. Brussels: AWLSK, 1990. ISBN 9789065694270. Πρότυπο:Du icon