Το αειπάρθενο της Θεοτόκου είναι δόγμα της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (αλλά όχι των περισσότερων Προτεσταντών), σύμφωνα με το οποίο η Μαρία, μητέρα του Ιησού Χριστού ήταν πάντοτε παρθένος, πριν κατά και μετά τη γέννηση του Χριστού.[2][3] Επίσης, ότι δεν γέννησε ποτέ άλλο παιδί εκτός από τον Ιησού.[2] Παρά το ότι η Καινή Διαθήκη αναφέρει αδελφούς του Ιησού (όπως τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο)[4], οι Εκκλησίες που αποδέχονται το δόγμα, προσφέρουν άλλες ερμηνείες για αυτό: Η πιθανότερη είναι ότι αυτά τα αδέλφια ήταν παιδιά του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο του. Μπορεί να ήταν επίσης εξάδελφοι του Ιησού, ή απλώς πρόσωπα στενά συνδεδεμένα με την Αγία Οικογένεια.
Το δόγμα του αειπάρθενου της Θεοτόκου δηλώνει ότι η Παναγία ήταν και παρέμεινε σε όλη της τη ζωή παρθένα.[2] Η γενικότερη διατύπωση αυτού του δόγματος (αναφερόμενη σε παρθενία πριν, κατά και μετά τη γέννηση του Χριστού) περικλείει ως ειδικότερο το δόγμα της εκ Παρθένου γεννήσεως ή της ασπόρου συλλήψεως του Ιησού.[2][3] Διαφέρει όμως από το δόγμα της αμώμου συλλήψεως της Μαρίας, το οποίο δέχεται μόνο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και υποστηρίζει ότι η Μαρία ήταν ελεύθερη του προπατορικού αμαρτήματος.[16]
Το ελληνικό επίθετο αειπάρθενος αναφέρεται κατά πρώτο από τον Επιφάνιο Σαλαμίνας Κύπρου στις αρχές του 4ου αιώνα.[17] Εκφωνείται πολλές φορές κατά τη Θεία Λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μία τυπική λειτουργική δέηση λήγει συνήθως με τη φράση «πρεσβείαις της Υπεραγίας, Αχράντου, Ευλογημένης, Ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας».[18] Η Κατήχηση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (στο θέμα 499) περιλαμβάνει επίσης τον όρο «αειπάρθενος». Με αναφορά στη Νέα Δογματική Lumen gentium (θέμα 57) διακηρύσσει: «Η Γέννηση του Χριστού δεν μείωσε την παρθενική ακεραιότητα της Μητέρας Του, αλλά αντιθέτως την επεκύρωσε.»[19][20][21]
Η παρθενία της Θεοτόκου κατά τη στιγμή της συλλήψεως του Ιησού συνδέεται με τη χριστιανική τέχνη, αναπαριστώμενη συνήθως ως ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, δηλαδή η ανακοίνωση του «καλού αγγέλματος» ότι θα συλλάβει τέκνο που θα γεννιόταν ως ο Υιός του Θεού. Τοιχογραφίες που αναπαριστούν αυτή τη σκηνή αγιογραφούνται επί αιώνες στους ορθόδοξους και ρωμαιοκαθολικούς ναούς.[22] Η αρχαιότερη νωπογραφία του Ευαγγελισμού χρονολογείται στον 4ο αιώνα και βρίσκεται στην Κατακόμβη της Πρίσκιλλας στη Ρώμη.[23]
Πιο έμμεσα, η παρθενία ακόμη και μετά τη Γέννηση του Χριστού υπονοείται από τη χριστιανική τέχνη της Ορθόδοξης και των Προχαλκηδόνιων Εκκλησιών (καθώς και στην πρώιμη Δυτική τέχνη) με τη συμπερίληψη στη σκηνή της Γεννήσεως της μορφής της Σαλώμης, για την οποία το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου (απόκρυφο και ψευδεπίγραφο κείμενο του 2ου αιώνα) αναφέρει ότι διεπίστωσε πως η Παναγία είχε διατηρήσει την παρθενία της ακόμη και μετά τη γέννηση του Υιού της.[24][25] Σε πολλές εικόνες το αειπάρθενο της Θεοτόκου συμβολίζεται με τρία άστρα ζωγραφισμένα στα αριστερά, στα δεξιά και άνωθεν της Παναγίας, ή στην κεφαλή της, τα οποία υποδηλώνουν την παρθενία της πριν, κατά και μετά τη γέννηση του Χριστού.[26][27]
Ιστορία
Πρωτοχριστιανικοί χρόνοι
Τον 2ο αιώνα μ.Χ. αναπτύχθηκε το ενδιαφέρον των μελών της Χριστιανικής Εκκλησίας για την παρθενία της Θεοτόκου.[28] Η πλειονότητα των πρώτων Εκκλησιαστικών συγγραφέων δεχόταν την άσπορο σύλληψη του Ιησού σύμφωνα με τις αφηγήσεις των Ευαγγελίων του Λουκά και του Ματθαίου. Πάντως η έμφαση σε αυτές τις πρώτες συζητήσεις δινόταν στην παρθενία προ της Γεννήσεως του Χριστού, και όχι μετά.[28][29]
Οι αδελφοί και αδελφές του Ιησού που αναφέρονται στα Ευαγγέλια, και μάλιστα ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος που μνημονεύεται και στην Προς Γαλάτας επιστολήν και από τον Ιώσηπο,[30] ερμηνεύθηκαν έτσι ως τέκνα μιας άλλης γυναίκας. Αλλά η λέξη «αδελφός» στην Αγία Γραφή δεν έχει τη σημασία μόνο του βιολογικού αδελφού, αλλά και του συγγενούς (Γένεσις ιδ΄ 14, κθ΄ 15), του στενού φίλου (Β΄ Σαμουήλ α΄ 26, Α΄ Βασιλ. θ΄ ιγ΄), ακόμη και του συμμάχου (Αμώς α΄ 9).
Ένα απόκρυφο και ψευδεπίγραφο κείμενο του 2ου αιώνα με ειδική αναφορά στην παρθενία της Θεοτόκου ήταν αρχικώς γνωστό ως η Γέννηση της Μαρίας, αλλά αργότερα έγινε γνωστό με τον τίτλο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου.[3][31] Το κείμενο αυτό αναφέρεται στην παρθενία της Μαρίας πριν από τον τοκετό της, στον θαυματουργικό τρόπο με τον οποίο γέννησε και στη σωματική παρθενία της ακόμα και μετά τον τοκετό.[32][33] Γράφει επίσης ότι τα «αδέλφια» του Ιησού που μνημονεύουν τα Ευαγγέλια είναι παιδιά του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο του, πριν δηλαδή μνηστευθεί τη Μαρία.[34] Ωστόσο, αυτό το κείμενο δεν επεκτείνεται στο να αναφέρει την παρθενία της Μαρίας μετά τη γέννηση του Ιησού.
Δεν υπήρχε πλήρης ομοφωνία ως προς το δόγμα του αειπάρθενου της Θεοτόκου στην πρώτη Εκκλησία, π.χ. ο Τερτυλλιανός (περ. 160-225) δεν δίδασκε αυτό το δόγμα, αν και δίδασκε την εκ Παρθένου γέννηση του Κυρίου. Το δίδασκε όμως ο Ειρηναίος (περ. 130-202), μαζί με άλλα θέματα γύρω από την Παναγία.[29] Ο Ωριγένης (185-254) έδωσε έμφαση στο θέμα των αδελφών του Ιησού, δηλώνοντας επίσης ότι πίστευε πως ήταν παιδιά του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο του.[35] Ευρύτερη στήριξη για το δόγμα του αειπάρθενου εμφανίσθηκε τον επόμενο αιώνα.[29]
Κάποιοι συγγραφείς του 4ου αιώνα, ο Ελβίδιος και ο Ευνόμιος Κυζίκου (από τους ηγέτες της αιρέσεως του Αρειανισμού), ερμήνευσαν τη δήλωση του Ματθαίου με αντίθετο τρόπο, ότι δηλαδή ο Ιωσήφ και η Μαρία είχαν συνηθισμένες συζυγικές σχέσεις μετά τη γέννηση του Ιησού, και ότι οι Ιάκωβος, Ιωσής, Ιούδας ο αδελφόθεος και Σίμων ο αδελφόθεος ήσαν βιολογικοί γιοι της Θεοτόκου και του Ιωσήφ.[36] Ο Ελβίδιος επικαλέσθηκε την αυθεντία του Τερτυλλιανού κατά του δόγματος του αειπάρθενου της Θεοτόκου, κάτι στο οποίο ο Jerome (c. 340-419) απάντησε ότι ο Τερτυλλιανός «δεν ήταν άνθρωπος της Εκκλησίας». Ο Μέγας Βασίλειος αρνήθηκε την άποψη του Ευνομίου, καθώς θεώρησε το εδάφιο του Ματθαίου α΄ 25 ως υπέρ και όχι κατά του αειπάρθενου της Θεοτόκου.[36]
Ο Επιφάνιος Κωνσταντίας υποστήριξε επίσης ότι οι «αδελφόθεοι» ήταν γιοι του Ιωσήφ από έναν (μη καταγεγραμμένο) προηγούμενο γάμο του.[4][37] Προσθέτει:
«Μνηστευομένη η Παρθένος τον Ιωσήφ, δεν μνηστεύθηκε προς γάμο, καθώς εκείνος ήταν χήρος. Από την ιουδαϊκή παράδοση συνεπάγεται σαφώς ότι αποκλήθηκε σύζυγός της εξαιτίας του Νόμου, αλλά η Παρθένος δεν μνηστεύθηκε τον Ιωσήφ για γάμο. Αυτό έγινε για τη διατήρηση της παρθενίας της, προ των μελλουμένων να συμβούν... Επειδή είχε αρραβωνιαστεί τον Ιωσήφ, η Μαρία εμφανιζόταν ως σύζυγός του και εκείνος ως σύζυγός της, αλλά δεν είχαν σαρκικές σχέσεις μεταξύ τους.» [38]
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (347-407) υπερασπίσθηκε το αειπάρθενο της Θεοτόκου με ορισμένα επιχειρήματα, ένα από τα οποία ήταν τα λόγια του Χριστού προς τη μητέρα του στον Γολγοθά «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου!» και στον μαθητή του «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου!» (Ιωάν. ιθ΄ 26-27).[47][48] Από τον 2ο αιώνα αυτές οι δύο φράσεις του Ιησού από τον Σταυρό υπήρξαν μια βάση επιχειρηματολογίας ότι η Θεοτόκος δεν είχε άλλα τέκνα και «από την ώρα εκείνη ο μαθητής την πήρε στο σπίτι του», επειδή μετά τους θανάτους του Ιωσήφ και του Ιησού δεν υπήρχε κάποιος άλλος για να τη φροντίσει.[49][50]
Τους χρόνους του Γρηγορίου Νύσσης και του Ιερού Αυγουστίνου, με την αυξημένη τους έμφαση στην ευσέβεια προς την Παναγία, άρχισε να εμφανίζεται ένας ευρύτερος ρόλος για τη Θεομήτορα στο πλαίσιο της ιστορίας της σωτηρίας.[7] Ο Αυγουστίνος παρουσίασε επιχειρήματα υπέρ του δόγματος του αειπάρθενου.[51] Μέχρι να τελειώσει ο 4ος αιώνας, το εδάφιο α΄ 34 του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου («Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;») ερμηνευόταν ως ένδειξη υπάρξεως ενός «όρκου ισόβιας παρθενίας» από μέρους της Παναγίας.[7] Οι Πατέρες της Εκκλησίας γράφουν ότι η σύγχυση της Μαρίας εκπηγάζει από το γεγονός ότι είχε ήδη πάρει όρκο να παραμείνει παρθένος.[52]
Το στοιχείο του όρκου παρθενίας εκ μέρους της Παναγίας είχε ήδη εμφανισθεί στο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου (δ΄ 1), όπου βεβαιώνεται ότι η μητέρα της η Άννα την παρέδωσε ως «παρθένο του Κυρίου» για υπηρεσία στον Ναό, και ότι ο Ιωσήφ ως χήρος θα στεκόταν ως προστάτης της.[53] Στις αρχές του 7ου αιώνα, στο έργο του «Εγχειρίδιο επί του αειπάρθενου της Ευλογημένης Μαρίας» ο Ισίδωρος της Σεβίλλης συνέδεσε την παρθενία της Θεοτόκου με τη θεϊκή υπόσταση του Χριστού.[54] Ακόμα ένα βιβλίο της ίδιας εποχής (περί το 600 μ.Χ.), το Η ιστορία του Ιωσήφ του ξυλουργού, παρουσιάζει τον Ιησού να μιλά κατά τον θάνατο του Ιωσήφ για τη Θεοτόκο ως τη «μητέρα μου, παρθένο αμώμητο»[55]. Αυτό το κείμενο γράφηκε πρωτότυπα στην ελληνική γλώσσα, στη Βυζαντινή Αίγυπτο, αλλά σώθηκε μόνο σε κοπτική και αραβική μετάφραση.[56] Η Σύνοδος του Λατερανού του 649, την οποία παρακολούθησε ο Μάξιμος ο Ομολογητής, βεβαίωσε με σαφή τρόπο τη διδασκαλία περί του αειπάρθενου της Θεοτόκου.[29] Το σχετικό δόγμα επαναβεβαιώθηκε από την 6η Οικουμενική Σύνοδο, που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 680.[5]
Με την πάροδο των αιώνων η θεώρηση της Παναγίας ως προσώπου που είχε ορκισθεί αιώνια αγνότητα γενικεύθηκε στη Δύση. Τον 13ο αιώνα ο Θωμάς Ακινάτης συνέταξε μακρά και λεπτομερή θεολογικά επιχειρήματα προς υπεράσπιση του δόγματος, ενώ υπεστήριξε ότι μια άρνηση του αειπάρθενου της Θεοτόκου θα συνιστούσε υποτίμηση της τελειότητας του Χριστού, προσβολή κατά του Αγίου Πνεύματος και ύβρις κατά της αξιοπρέπειας της Θεομήτορος.[57][58]
Στο Ισλάμ
Στη Σούρα 19 («Μαρυάμ») το Κοράνιο δηλώνει ρητά ότι ο Ιησούς γεννήθηκε ως αποτέλεσμα συλλήψεως εκ παρθένου (στ. 20-22). Χωρίς να υπάρχει δογματική στήριξη κάποιοι διευρύνουν τη σημασία αυτού του εδαφίου στο ότι εννοεί και το αειπάρθενο της Θεοτόκου.[59][60][61][62]
↑ 4,04,1Cross, FL, επιμ.. (2005), «Brethren of the Lord», The Oxford Dictionary of the Christian Church, Νέα Υόρκη: Oxford University Press, σελ. 237–238.
↑Longenecker, Dwight· Gustafson, David (2003). Mary: A Catholic Evangelical Debate. Gracewing Publishing. σελ. 64. ISBN9780852445822. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2014. The perpetual virginity of Mary is a beautiful and fitting belief upheld by the Eastern Orthodox as well as many Anglicans and Lutherans. Furthermore, it was defended not only by the ancient church fathers, but by Luther, Zwingli, Calvin, and the classic Anglican theologians. John Wesley also believed in the perpetual virginity of Mary, writing, "I believe he [Jesus Christ] was born of the blessed Virgin, who, as well after she brought him forth, continued a pure and unspotted virgin."
↑Jackson, Gregory Lee, Catholic, Lutheran, Protestant: a doctrinal comparison. 1993, ISBN 978-0-615-16635-3, σελ. 254
↑Holden, Harrington William (1872). John Wesley in Company with High Churchmen. Λονδίνο: J. Hodges. σελ. 119. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2014. In his profession of faith Wesley includes the Perpetual Virginity of "the Blessed Virgin Mary, who, as well after as before she brought Him forth, continued a pure and unspotted Virgin." xix 6. (1749.)
↑F. Donald Logan: A history of the church in the Middle Ages, 2002, ISBN 0-415-13289-4, σελ. 150
↑Joseph, Mary, Jesus του Lucien Deiss, Madeleine Beaumont 1996, σελ. 30
↑Donald Fairbairn: Eastern Orthodoxy through Western eyes, 2002, ISBN 0-664-22497-0, σελ. 100
↑Burke, Raymond L., και άλλοι: Mariology: A Guide for Priests, Deacons, Seminarians, and Consecrated Persons, 2008, ISBN 978-1-57918-355-4, σσ. 308-309
↑Mark Miravalle: Introduction to Mary, Queenship Publishing, 1993, ISBN 978-1-882972-06-7, σσ. 62-63
↑John C. Cavadini: Augustine through the ages: an encyclopedia, 1999, ISBN 0-8028-3843-X, σελ. 544
↑Giulio D'Onofrio: The History of Theology: Middle Ages, Basil Studer, 2008, ISBN 0-8146-5916-0, σελ. 38
↑Saint Joseph: His Life and His Role in the Church Today του Louise Bourassa Perrotta, 2000, ISBN 0-87973-573-2, σελ. 86
↑Bart D. Ehrman; Zlatko Pleše (2011), The Apocryphal Gospels: Texts and Translations, Oxford University Press, σελ. 158
↑Aquinas on doctrine: a critical introduction, 2004, ISBN 0-567-08411-6, σελ. 95
↑Joseph Peter Wawrykow: The Westminster handbook to Thomas Aquinas, 2005, ISBN 0-664-22469-5, σελ. 91
↑John Ankerberg και Emir Caner: The Truth about Islam & Jesus, 2009, ISBN 0-7369-2502-3, σελ. 65 [1]
↑Terrence J. McNally: What Every Catholic Should Know about Mary, 2009, ISBN 1-4415-1051-6, σελ. 161 [2]
↑J.I. Smith et al.: «The Virgin Mary in Islamic tradition and commentary», Muslim World, Hartford, Conn., τόμ. 79 (Ιούλιος/Οκτώβριος 1989), σσ. 161-187
↑Sarker, Abraham: Understand My Muslim People, 2004, ISBN 1-59498-002-0, σελ. 260