Η έρημος Καλαχάρι είναι έρημος της νότιας Αφρικής, που βρίσκεται περίπου μεταξύ 20o και 28o νοτίου πλάτους και 19 και 24 ανατολικού μήκους.[1] Οι κάτοικοι είναι νομάδες, όπως επίσης και Βουσμάνοι και Οτεντότοι. Η Καλαχάρι διασχίστηκε για πρώτη φορά από τον Ντέιβιντ Λίβινγκστον και τον Ουίλιαμ Όσγουελ, το 1849.
Ετυμολογία
Το όνομα Καλαχάρι προέρχεται από την Τσουάνα λέξη Kgala, που σημαίνει «η μεγάλη δίψα», ή Kgalagadi, που σημαίνει «ένας άνυδρος τόπος».[2] Η Καλαχάρι έχει τεράστιες εκτάσεις που καλύπτονται από κόκκινη άμμο χωρίς μόνιμα επιφανειακά νερά.
Όρια
Καλύπτει έκταση 900.000 τ.χλμ. Περιλαμβάνει τρεις αφρικανικές χώρες, την Μποτσουάνα, τη Ναμίμπια και τη Νότια Αφρική. Η εν λόγω έρημος συγκροτείται από αμμώδεις ή βραχώδεις εκτάσεις. Η έρημος συνορεύει στα βόρεια με την κοιλάδα του Οκαβάνγκο, στα ανατολικά με τα υψίπεδα του Τράνσβααλ, στα νότια με τον ποταμό Οράγγη και στα δυτικά με τα βουνά Νταμάρα και Νάμα.
Χλωρίδα και Πανίδα
Στο αχανές έδαφος υπάρχουν ελάχιστα κέντρα που κατοικούνται μόνιμα, κυρίως στις περιφερικές ζώνες. Οι οάσεις απουσιάζουν σε αυτά τα μέρη. Στην Καλαχάρι φυτρώνουν κυρίως πόες και θάμνοι, ενώ υπάρχουν ίχνη από δάση στα βόρεια και δυτικά κράσπεδα. Το θηλαστικό μέρκατ είναι ενδημικό ζώο στην έρημο. Όπως όλα τα ζώα που ενδημούν εκεί, τα μέρκατ είναι σε μόνιμη επαγρύπνηση με σκοπό να διασφαλίζουν τις φωλιές τους από τις επιθέσεις των αρπακτικών θηρίων. Εξαιτίας της πτωχής βλάστησης, οι κάτοικοι ασχολούνται με το κυνήγι και με την κτηνοτροφία. Επίσης, τρέφονται με έντομα, όπως κατσαρίδες.