Στην κυκλοφορία του, οι κριτικοί επαίνεσαν την γενική παρουσίαση του και τις πολυάριθμες scripted ακολουθίες του, ενώ έχει κερδίσει περισσότερα από 50 βραβεία Παιχνιδιού της Χρονιάς.[3][4] Το gameplay του επηρέασε τα παιχνίδια βολών πρώτου προσώπου για χρόνια, και έχει από τότε θεωρηθεί ως ένα από τα καλύτερα παιχνίδια όλων των εποχών.[5] Μέχρι τις 16 Νοεμβρίου 2004, το Half-Life έχει πουλήσει οκτώ εκατομμύρια αντίτυπα.[6] Για τον εορτασμό της 10ης επετείου του παιχνιδιού, η Valve χαμήλωσε την τιμή του Half-Life σε 0.98 δολάρια στις 19 Νοεμβρίου 2008, για τρεις ημέρες.[2]
Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2008, το Half-Life πούλησε 9,3 εκατομμύρια κομμάτια. Το 2001, κυκλοφόρησε ως port στο PlayStation 2,[7] ενώ το 2013 κυκλοφόρησε και στα OS X και Linux. Το 2004, βγήκε το sequel του παιχνιδιού, Half-Life 2.
Τρόπος παιχνιδιού
Το Half-Life είναι παιχνίδι βολών πρώτου προσώπου στο οποίο, για να προχωρήσει ο παίκτης, απαιτούνται η εκτέλεση μαχών και η επίλυση παζλ. Σε αντίθεση παρόμοια παιχνίδια της εποχής του, το Half-Life χρησιμοποίησε scripted sequences (προσχεδιασμένες ακολουθίες), οι οποίες κυμαίνονται από μικρά γεγονότα, όπως ένας εξωγήινος να εμβολίζει μια πόρτα, μέχρι μείζονα σημεία της πλοκής. Ενώ τα περισσότερα παιχνίδια βολών πρώτου προσώπου της εποχής του βασίζονταν σε cutscenes για να παρουσιάσουν την πλοκή τους, η ιστορία του Half-Life εξελίσσεται αποκλειστικά μέσω scripted sequences, και ο παίκτης σπάνια χάνει την ικανότητα να ελέγχει τον Gordon, ο οποίος είναι σιωπηλός χαρακτήρας και δεν μπορεί να θεαθεί στο παιχνίδι: ο παίκτης «βλέπει» με τα δικά του μάτια σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού. Το Half-Life δεν έχει «επίπεδα»: αντιθέτως, διαιρείται σε κεφάλαια, οι τίτλοι των οποίων αναβοσβήνουν στην οθόνη καθώς ο παίκτης προχωρά στο παιχνίδι. Η πρόοδος μέσα στον κόσμο είναι συνεχής, εκτός από σύντομες παύσης φόρτωσης.[8]
Το παιχνίδι συχνά ενσωματώνει παζλ, όπως η πλοήγηση μέσα από ένα λαβύρινθο από ταινιοδρόμους. Μερικά παζλ περιλαμβάνουν την χρήση του περιβάλλοντος για την θανάτωση ενός εχθρού, όπως το άνοιγμα μιας βάνας ατμού ώστε να εξαπολυθεί καυτός καπνός πάνω του. Υπάρχουν λίγα "αφεντικά" με την συνήθη έννοια, όπου ο παίκτης νικά έναν ανώτερο αντίπαλο μέσω της άμεσης αναμέτρησης. Αντίθετα, τέτοια τέρατα περιστασιακά ορίζουν κεφάλαια, και από τον παίκτη γενικά αναμένεται να χρησιμοποιήσει το περιβάλλον, αντί της δύναμης των πυρομαχικών, για να σκοτώσει το "αφεντικό". Αργότερα στο παιχνίδι, ο παίκτης λαμβάνει ένα "long jump module" (μονάδα μακρινού άλματος) για την στολή HEV, η οποία μονάδα επιτρέπει στον παίκτη να μεγαλώσει την οριζόντια απόσταση και την ταχύτητα των αλμάτων με το να σκύβει πριν το άλμα (το "long jump module" πρωτοεμφανίσθηκε στο μέρος "Hazard Course" του παιχνιδιού). Αυτό χρησιμοποιείται για παζλ αλμάτων του τύπου παιχνιδιού πλατφόρμας στο μέρος Xen, κοντά στο τέλος του παιχνιδιού.[8]
Στο μεγαλύτερο μέρος, ο παίκτης μάχεται μέσα στο παιχνίδι μόνος, αλλά περιστασιακά βοηθιέται από non-player characters: συγκεκριμένα, φύλακες ασφαλείας και επιστήμονες οι οποίοι μάχονται στο πλευρό του, βοηθούν στην προσέγγιση νέων περιοχών και μοιράζονται πληροφορίες.[9] Μια μεγάλη γκάμα εχθρών περιέχεται στο παιχνίδι, συμπεριλαμβανομένων εξωγήινων μορφών ζωής, όπως Bullsquid, Headcrab zombie, και Vortigaunt.[10] Ο παίκτης επίσης αντιμετωπίζει ανθρώπινους αντιπάλους, συγκεκριμένα Πεζοναύτες της Hazardous Environment Combat Unit (HECU) και δολοφόνους black ops οι οποίοι αποστέλλονται για να περιορίσουν την εξωγήινη απειλή και να αποσιωπήσουν όλους τους μάρτυρες.[10]
Το Half-Life έχει μια μεγάλη γκάμα όπλων που ο παίκτης μπορεί να χρησιμοποιήσει. Το όπλο-σύμβολο του παιχνιδιού είναι ο λοστός ο οποίος μπορείς να χρησιμοποιηθεί για εκ του συστάδην μάχη καθώς και ως ένα εργαλείο για τον καθαρισμό εμποδίων και το σπάσιμο κουτιών και κιβωτίων, τα οποία συχνά περιέχουν χρήσιμα αντικείμενα. Το παιχνίδι επίσης χαρακτηρίζεται από πολυάριθμα συμβατικά όπλα, όπως το πιστόλιGlock 17, την καραμπίναSPAS-12, το υποπολυβόλοMP5 με ένα προσδενόμενο εκτοξευτήρα χειροβομβίδων, το περίστροφοColt Python διαμετρήματος .357 Magnum, και έναν εκτοξευτή ρουκετών όπως και από παράξενα όπλα, από ένα τόξο μέχρι εξωγήινα όπλα όπως τα Snarks.[11] Δύο πειραματικά όπλα, το tau cannon (ψευδώνυμο: Gauss gun) και το gluon gun (όπλο γλουονίων), κατασκευάζονται από τους επιστήμονες στην εγκατάσταση και αποκτούνται από τον παίκτη αργότερα στο παιχνίδι.[8]
Με την εγκατάσταση του Half-Life High Definition Pack της Gearbox Software, τα παρουσιαστικά των όπλων ανανεώνονται σημαντικά, κυρίως λόγω του μεγαλύτερου αριθμού πολυγώνων στα μοντέλα. Αν και η εμφάνισή τους έχει αλλάξει, αποδίδουν ακριβώς όπως τα πρωτότυπα τους. Το Glock 17, το MP5, και η SPAS-12 είναι τα μόνα όπλα που αντικαταστάθηκαν από τα Beretta M9, M4A1 Carbine, και μια έκδοση της SPAS-12 με στέλεχος, αντίστοιχα.[8]
Σενάριο
Υπόβαθρο
Το περισσότερο μέρος του παιχνιδιού λαμβάνει χώρα σε μια απομακρυσμένη ερημική περιοχή του Νέου Μεξικού στο Black Mesa Research Facility, ένα φανταστικό σύμπλεγμα, το οποίο έχει πολλές ομοιότητες και με το Εθνικό εργαστήριο του Λος Άλαμος και την Περιοχή 51 μεταξύ των ετών 1990 και 1999. Ο πρωταγωνιστής του παιχνιδιού είναι ο θεωρητικός φυσικόςGordon Freeman, ένας πτυχιούχος του Ινστιτούτου για Πειραματική Φυσική και του Πανεπιστημίου του Ίνσμπρουκ, στο Ίνσμπρουκ, Αυστρία, και Δόκτωρ Φιλοσοφίας στη Θεωρητική Φυσική μέσω του MIT. Ο Freeman γίνεται ένας από τους επιζώντες ενός πειράματος στην Black Mesa το οποίο πηγαίνει τρομακτικά στραβά, όταν ένα αναπάντεχο φανταστικό φαινόμενο, γνωστό ως "resonance cascade", ξηλώνει διαστασιακές ραφές, καταστρέφοντας την εγκατάσταση. Εξωγήινοι από έναν άλλο κόσμο – γνωστό ως Xen – ακολούθως μπαίνουν στην εγκατάσταση διαμέσου αυτών των διαστασιακών ραφών (ένα γεγονός γνωστό ως "Black Mesa incident").[8]
Καθώς ο Freeman προσπαθεί να βρει το δρόμο του έξω από την ερειπωμένη εγκατάσταση για να βρει βοήθεια για τους τραυματισμένους, σύντομα ανακαλύπτει ότι έχει εγκλωβιστεί μεταξύ δύο πλευρών: τους εχθρικούς εξωγήινους και την Hazardous Environment Combat Unit, ένα τμήμα των Ειδικών Δυνάμεων του Σώματος Πεζοναυτών των Ηνωμένων Πολιτειών απεσταλμένο για να σκεπάσει το περιστατικό με το να εξολοθρεύσει τους εξωγήινους, καθώς και τον Dr. Freeman και το υπόλοιπο επιζών προσωπικό της Black Mesa. Καθ' όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, μια μυστηριώδης φιγούρα γνωστή (αλλά όχι πραγματικά αναφερόμενη ως έτσι μέσα στο παιχνίδι) ως "G-Man" εμφανίζεται τακτικά, και μοιάζει να παρακολουθεί την πρόοδο του Freeman. Τελικά, ο Freeman χρησιμοποιεί την συνεργασία των επιζώντων επιστημόνων και φυλάκων ασφαλείας για να βρει το δρόμο του προς το μυστηριώδες "Lambda Complex" της Black Mesa (που συμβολίζεται με το ελληνικό χαρακτήρα «λ») όπου μια ομάδα επιζώντων τον τηλεμεταφέρει στον εξωγήινο κόσμο του Xen για να σκοτώσει το Nihilanth, το πλάσμα που κρατάει το διαστασιακό χάσμα από την πλευρά του Xen ανοικτό.[8]
Ο Gordon Freeman φθάνει αργοπορημένος για δουλειά στην Black Mesa Research Facility, χρησιμοποιώντας το σύστημα τραίνων. Ανακτά την στολή Hazardous Environment suit (ή στολή HEV) του πριν προχωρήσει στο θάλαμο δοκιμών του Anomalous Materials Lab, για να βοηθήσει σε ένα πείραμα. Η εργασία του περιλαμβάνει το να σπρώξει ένα μη πρότυπο δείγμα στην ακτίνα σάρωσης για ανάλυση. Αυτό δημιουργεί μια καταστροφή αποκαλούμενη "resonance cascade, η οποία ανοίγει μια πύλη μεταξύ της Γης και μια διάστασης καλούμενης Xen. Ο Freeman σποραδικά τηλεμεταφέρεται εκεί και βλέπει αναλαμπές διαφόρων εξωγήινων μορφών ζωής, συμπεριλαμβανομένου ενός κύκλου από Vortigaunt, λίγο πριν λιποθυμήσει.
Ο Freeman ξυπνάει στον ερειπωμένο θάλαμο δοκιμών και αγναντεύει το κατεστραμμένο εργαστήριο, σπαρμένο με τα σώματα επιστημόνων και προσωπικού ασφαλείας. Βρίσκοντας επιζώντες, ο Freeman μαθαίνει ότι οι γραμμές επικοινωνίας με τον έξω κόσμο είναι εντελώς κομμένες, και ενθαρρύνεται να προχωρήσει στην επιφάνεια για βοήθεια, εξαιτίας της στολής του. Το ταξίδι του αποτελείται από την παράκαμψη της δομικής βλάβης της Black Mesa και την αυτοάμυνα του από εχθρικούς εξωγήινους τυχαία τηλεμεταφερόμενους στην περιοχή. Άλλοι επιζώντες στο δρόμο ισχυρίζονται ότι μια ομάδα διάσωσης έχει αποσταλεί, μόνο για να ανακαλύψουν ότι η Hazardous Environment Combat Unit, η οποία έχει πάρει τον έλεγχο της Black Mesa, σκοτώνει αμφότερους τους εξωγήινους και τους υπαλλήλους εκεί ως μέρος μιας κυβερνητικής συγκάλυψης. Ο Freeman μάχεται τους Πεζοναύτες πριν φτάσει στην επιφάνεια της Black Mesa, όπου μαθαίνει ότι οι επιστήμονες από το Lambda Complex μπορεί να έχουν τα μέσα για να επιλύσουν τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από το φαινόμενο. Ο Gordon ταξιδεύει στην άλλη πλευρά της εγκατάστασης για να τους βοηθήσει.
Ωστόσο, ο Gordon αντιμετωπίζει αρκετά εμπόδια μέσα στην εγκατάσταση, όπως η επανεργοποίηση μιας εγκατάστασης δοκιμών μηχανών ρουκετών για να καταστρέψει ένα γιγαντιαίο πλοκαμοφόρο πλάσμα, η χρησιμοποίηση ενός πεπαλαιωμένου συστήματος σιδηροτροχιών για να εκτοξεύσει μια κρίσιμης σημασίας ρουκέτα δορυφόρου, και την μάχη με μια ομάδα στρατιωτών Black Ops, πριν αιχμαλωτιστεί από Πεζοναύτες και ριχθεί σε ένα συμπιεστή σκουπιδιών. Ο Gordon δραπετεύει με ασφάλεια και βρίσκει το δρόμο του σε ένα παλαιότερο μέρος της εγκατάστασης όπου ανακαλύπτει μια εκτενή συλλογή από δείγματα αποκτημένα από τον Xen, πολύ πριν το resonance cascade.
Φτάνοντας στην επιφάνεια για ακόμα μια φορά, ο Gordon ανακαλύπτει ότι η περιοχή έχει γίνει εμπόλεμη ζώνη. Οι εξωγήινοι στρατιώτες έχουν υπερκεράσει τους Πεζοναύτες, παρ' όλη την έκκληση για ενισχύσεις. Μέσω του σκαρφαλώματος σε γκρεμούς και την πλοήγηση κατεστραμμένων κτιρίων, ο Gordon βρίσκει ασφάλεια υπογείως.
Οι Πεζοναύτες αρχίζουν να αποσύρονται από την Black Mesa και αεροπορικές επιδρομές αρχίζουν, ενώ ο Gordon πηγαίνει διαμέσου υπογείων καναλιών νερού και συναντάει εξωγήινους στρατιώτες να αποτελειώνουν τους απομένοντες Πεζοναύτες. Ο Freeman φτάνει στο Lambda Complex, στο οποίο οι επιστήμονες ανέπτυξαν την τεχνολογία τηλεμεταφοράς που τους επέτρεψε να ταξιδέψουν στον Xen καταρχάς. Αφού συναντιέται με το εναπομένον προσωπικό, λέγεται στον Gordon ότι ο δορυφόρος που εκτόξευσε απέτυχε να αντιστρέψει τις επιδράσεις του resonance cascade επειδή ένα πάρα πολύ δυνατό ον που βρίσκεται στην άλλη πλευρά του χάσματος το κρατάει ανοικτό. Ο Gordon πρέπει να σκοτώσει αυτό το ον για να σταματήσει τα κύματα των εξωγήινων Xen. Οι επιστήμονες ενεργοποιούν τον τηλεμεταφορέα και ο Gordon μεταφέρεται στον Xen.
Στον συνοριακό κόσμο, ο Gordon αντιμετωπίζει πολλά από τα εξωγήινα είδη τα οποία ήρθαν στην Black Mesa, καθώς και τα απομεινάρια ερευνητών φορούντων HEV οι οποίοι ήρθαν πριν από αυτόν. Μάχεται ενάντια στον Gonarch, ένα γιγαντιαίο Headcrab zombie με ένα τεράστιο σάκο αυγών, μαχόμενος ανοίγει δρόμο μέσα σε ένα εξωγήινο στρατόπεδο, και φτάνει σε ένα τεράστιο εξωγήινο εργοστάσιο, το οποίο δημιουργεί τους Alien Grunt στρατιώτες. Αφού μάχεται αιωρούμενα πλάσματα, βρίσκει μια γιγαντιαία πύλη και μπαίνει μέσα της.
Σε μια αχανή σπηλιά, ο Gordon αντιμετωπίζει το Nihilanth, το πλάσμα το οποίο διατηρούσε το χάσμα, και το καταστρέφει. Καθώς το πλάσμα πεθαίνει, εκρήγνυται σε μια γιγαντιαία πράσινη έκρηξη που αφήνει τον Gordon αναίσθητο. Ο Gordon ξυπνάει, χωρίς τον εξοπλισμό του, με την παρουσία του G-Man, ο οποίος παρακολουθούσε τον Gordon, εμφανιζόμενος τουλάχιστον μια φορά σε κάθε κεφάλαιο. Ο G-Man επαινεί τις πράξεις του Freeman στον συνοριακό κόσμο. Του εξηγεί ότι οι "εργοδότες" του, πιστεύοντας ότι ο Gordon έχει "απεριόριστη δυναμική", τον εξουσιοδότησαν να προσφέρει στον Freeman μια δουλειά. Επίσης του δίνεται μια ευκαιρία να αρνηθεί, αλλά του λέγεται ότι έτσι θα του δοθεί μια μάχη στην οποία δεν έχει «καμία ευκαιρία για νίκη». Ενώ αυτά λαμβάνουν χώρα, το σκηνικό στο οποίο στέκονται αλλάζει σε διάφορα σημεία του Xen, τελειώνοντας σε ένα από τα βαγόνια τραμ από την αρχή της ημέρας του Freeman, το οποίο πετάει μέσα στο Διάστημα. Αφού αποδεχθεί, η οθόνη μαυρίζει και ο G-Man ακούγεται να λέει, "Σοφά έπραξες, Κύριε Freeman. Θα σε δω μπροστά." Οι παίκτες που αρνούνται την προσφορά του G-Man βρίσκουν τον εαυτό τους άοπλο και περιτριγυρισμένο από ορδές εχθρικών πλασμάτων, καθώς ο G-Man λέει. "Όχι μεταμέλειες, Κύριε Freeman".
Ανάπτυξη
Το Half-Life ήταν το πρώτο προϊόν της με έδρα το Kirkland στην Ουάσινγκτον δημιουργού Valve Software, η οποία ιδρύθηκε το 1996 από τους πρώην υπαλλήλους της Microsoft, Mike Harrington και Gabe Newell. Κατέληξαν σε μια ιδέα για ένα τρισδιάστατο παιχνίδι δράσηςτρόμου, που θα χρησιμοποιούσε την μηχανή Quake ως αδειοδοτημένη από την id Software. Η Valve τελικά τροποποίησε την μηχανή πάρα πολύ, προσθέτοντας ενδεικτικά skeletal animation και υποστήριξη Direct3D: ένας δημιουργός υποστήριξε σε μια προεπισκόπηση του περιοδικού PC Accelerator ότι εβδομήντα τοις εκατό του κώδικα της μηχανής ξαναγράφτηκε. Η εταιρεία είχε δυσκολίες να βρει έναν εκδότη στην αρχή, με πολλούς να πιστεύουν ότι το εγχείρημα ήταν «πολύ φιλόδοξο» για ένα στούντιο διευθυνόμενο από νεοαφιχθέντες στην βιομηχανία ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Ωστόσο, η Sierra On-Line ενδιαφερόταν πάρα πολύ να δημιουργήσει ένα 3D παιχνίδι δράσης, ειδικά ένα βασισμένο στην μηχανή Quake, και έτσι υπέγραψε μάζι τους για μια συμφωνία ενός παιχνιδιού.
Το πρωτότυπο κωδικό όνομα για το Half-Life ήταν Quiver, από την στρατιωτική βάση Arrowhead του μυθιστορήματος του Στίβεν ΚινγκThe Mist, το οποίο υπηρέτησε ως πρώιμη πηγή έμπνευσης για το παιχνίδι. Ο Gabe Newell εξήγησε ότι το όνομα Half-Life επιλέχτηκε επειδή ήταν υποβλητικό του θέματος, όχι κλισέ και είχε ένα αντίστοιχο οπτικό σύμβολο: το Ελληνικό γράμμα λ, το οποίο αναπαριστά την σταθερά ραδιενεργούς διάσπασης στην εξίσωσης ημιζωής.[12] Σύμφωνα με ένα από τους σχεδιαστές του παιχνιδιού, τον Harry Teasley, το Doom ήταν μια τεράστια επίδραση στο μεγαλύτερο μέρος της ομάδας που δούλευε στο Half-Life. Σύμφωνα με τον Teasley, ήθελαν το Half-Life να «σε τρομάζει όπως το σε τρόμαζε Doom».[13]
Οι πρώτες δημόσιες παρουσιάσεις του Half-Life ήρθαν νωρίς το 1997: ήταν μια επιτυχία στην E3 εκείνο το έτος, όπου κυρίως επέδειξαν το σύστημα κίνηση και την τεχνητή νοημοσύνη. Η Valve Software προσέλαβε τον δημιουργό επιστημονικής φαντασίας Μαρκ Λέιντλω τον Αύγουστο του 1997 για να δουλέψει πάνω στους χαρακτήρες του παιχνιδιού και στο σχεδιασμό των επιπέδων. Το soundtrack του Half-Life συντέθηκε από τον Κέλι Μπέιλι.[14] Το Half-Life σχεδιαζόταν αρχικά να κυκλοφορήσει στο τέλος του 1997, για να ανταγωνιστεί το Quake II, αλλά αναβλήθηκε όταν η Valve αποφάσισε ότι το παιχνίδι ήθελε σημαντική αναθεώρηση.[14][15]
Σε μια 2003 Making Of... παρουσίαση στο Edge, ο Newell συζητά τις πρώιμες δυσκολίες της ομάδας με το σχεδιασμό επιπέδων.[16] Σε απόγνωση, ένα μόνο επίπεδο συναρμολογήθηκε συμπεριλαμβανομένου κάθε όπλου, εχθρού, scripted γεγονότος, και ιδιοτροπία σχεδιασμού επιπέδου τα οποία οι δημιουργοί είχαν εμφανίσει μέχρι τότε.[16] Αυτό το μόνο επίπεδο ενέπνευσε το στούντιο να προχωρήσει με το παιχνίδι.[16] Ως αποτέλεσμα, το στούντιο ξαναδούλεψε εντελώς την τεχνητή νοημοσύνη του παιχνιδιού και τα επίπεδα την χρονιά της κυκλοφορία του.[16] Στην E3 1998 του δόθηκαν τα Game Critics Awards για "Best PC Game" και "Best Action Game". Η ημερομηνία κυκλοφορίας του καθυστέρησε πολλές φορές το 1998 πριν το παιχνίδι τελικά κυκλοφορήσει το Νοέμβριο εκείνου του έτους.
Δύο επίσημα διαδηλώσεις για το Half-Life κυκλοφόρησαν. Το πρώτο demo, Half-Life: Day One, περιείχε το πρώτο ένα πέμπτο του πλήρους παιχνιδιού, και προοριζόταν μόνο για διανομή με συγκεκριμένες κάρτες γραφικών.[17] Το δεύτερο demo κυκλοφόρησε στις 12 Φεβρουαρίου 1999. Τιτλοφορούμενο Half-Life: Uplink, η επίδειξη χαρακτηριζόταν από πολλά από τα όπλα και τους χαρακτήρες μη παικτών στο Half-Life. Τοποθετούμενο 48 ώρες μέσα στο παιχνίδι, τα επίπεδα του Uplink είναι βαριά αναθεωρημένες εκδοχές των επιπέδων που κόπηκαν κατά τη διάρκεια της φάση ανάπτυξης του Half-Life, και δεν είναι παρόντα στην τελική έκδοση του πλήρους παιχνιδιού.
Τίτλος
Οι τίτλοι του Half-Life και των Half-life Expansion Pack του είναι όλοι ονομασμένοι από επιστημονικούς όρους. Το Half-Life είναι μια αναφορά στον χρόνο ημιζωής μιας ποσότητας (όπως ένα ραδιενεργό υλικό), το ποσό του χρόνου που απαιτείται για μια ποσότητα να διασπαστεί στο μισό της αρχικής της τιμής. Το Ελληνικό γράμμα λάμδα, το οποίο βρίσκεται σε περίοπτη θέση στη συσκευασία του παιχνιδιού, αναπαριστά την σχετική σταθερά διάσπασης, όπως και το Lambda Complex που βρίσκεται στο παιχνίδι. Το Opposing Force, ενώ μπορεί να ονομαστεί έτσι επειδή ο παίκτης παίρνει το ρόλο ενός από τους εχθρούς στο αρχικό παιχνίδι, είναι επίσης μια αναφορά στο τρίτο νόμο κίνηση του Νεύτωνα, ενώ το Half-Life: Blue Shift αναφέρεται στη μετατόπιση προς το μπλε της συχνότητας της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας προκαλούμενης από το φαινόμενο Ντόπλερ ή την Ειδική Σχετικότητα, σε μια παραβολή ως προς την μετατόπιση που ο χαρακτήρας σου υφίσταται. Στο Half-Life: Decay, ο τίτλος πάλι αναφέρει την εξίσωση ημιζωής με το σύμβολο λάμδα να είναι η σταθερά διάσπασης. Επίσης υπάρχει η υποψία ότι το σύμβολο λάμδα διαλέχτηκε επειδή κάπως μοιάζει με μια πολύ απλή εικόνα ενός χεριού που κρατάει ένα λοστό, το πρώτο όπλο που αποκτάται από τον Gordon Freeman, και ένα όπλο για το οποίο η σειρά Half-Life είναι διάσημη.[8]
Μεταφορές
Το Half-Life μεταφέρθηκε στο PlayStation 2 από την Gearbox Software και κυκλοφόρησε το 2001.[18] Αυτή η έκδοση του παιχνιδιού έτυχε σημαντικής αναμόρφωσης σε όρους αμφότερους μοντέλων χαρακτήρων, όπλων, και πιο προχωρημένων και εκτεταμένων επιπέδων και γενικά γεωμετρίας χαρτών (βλέπε Half-Life High Definition Pack για μια σύγκριση μοντέλων). Επίσης προστιθέμενο μέσα είναι παιχνίδι κεφάλι με κεφάλι και μια συνεργατική επέκταση καλούμενη Half-Life: Decay η οποίο επέτρεψε στους παίκτες να παίξουν ως οι δύο θηλυκοί επιστήμονες Dr. Cross and Dr. Green στην Black Mesa. Ένα άλλο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό ήταν ότι οι παίκτες επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσουν ένα USB ποντίκι και πληκτρολόγιο, ένα χαρακτηριστικό προηγουμένως απαράμιλλο στην πλατφόρμα.[18]
Εκδόσεις για το Dreamcast και το Macintosh ουσιαστικά ολοκληρώθηκαν, αλλά ποτέ δεν κυκλοφόρησαν εμπορικά. Η έκδοση για το Dreamcast τελικά διέρρευσε στο Internet.[19] Η έκδοση του Dreamcast χρησιμοποιεί τα ίδια μοντέλα όπως το Half-Life High Definition pack.
Η Gearbox Software ήταν υποψήφια για την κυκλοφορία μιας μεταφοράς για το Dreamcast υπό συμβόλαιο με την Valve και τον τότε εκδότη της Sierra On-Line κοντά στο τέλος του 2000. Στην ECTS 2000, μια build του παιχνιδιού ήταν παίκτη στο περίπτερο του εκδότη, και οι δημιουργοί Randy Pitchford και Brian Martel ήταν παρόντες για να την επιδείξουν και να δώσουν συνεντεύξεις στον τύπο. Ωστόσο, παρόλο που ήταν μόλις εβδομάδες μακριά από το να γίνει GoldSrc, δεν κυκλοφόρησε ποτέ εμπορικά: η Sierra ανακοίνωσε ότι το Half-Life στο Dreamcast ακυρώθηκε «λόγω αλλαγής στις συνθήκες της αγοράς» προκαλούμενων από εγκατάλειψη των τρίτων μερών του Dreamcast. Εκείνο το έτος η Sierra On-Line επέδειξε μια μεταφορά για το PlayStation 2 στην E3 2001. Αυτή η έκδοση κυκλοφόρησε στην Βόρεια Αμερική στο τέλος του Οκτωβρίου του ιδίου έτους, ακολουθούμενη από μια Ευρωπαϊκή κυκλοφορία μόλις ένα μήνα αργότερα. Τον ίδιο καιρό, το Half-Life: Blue Shift, το οποίο προοριζόταν να είναι μια παρεμφερής ιστορία αποκλειστική για το Dreamcast, κυκλοφόρησε στα Windows ως το δεύτερο Half-life Expansion Pack.[20]
Στις 9 Μαρτίου 2010, η Valve ανακοίνωσε την επερχόμενη διαθεσιμότητα της πλατφόρμας Steam και όλης της βιβλιοθήκης πρώτων μερών της, περιλαμβανομένου του Half-Life, για το Mac OS X, προς κυκλοφορία τον Απρίλιο του 2010.[21]
Επεκτάσεις και συνέχειες
Επεκτάσεις
Δύο Half-life Expansion Pack από τον εξωτερικό δημιουργό Gearbox Software έχουν κυκλοφορήσει για την έκδοση για PC: το Half-Life: Opposing Force (1999) και το Half-Life: Blue Shift (2001). Το πρώτο επιστρέφει τον παίκτη στην Black Mesa κατά τη διάρκεια των γεγονότων της γραμμής ιστορίας του Half-Life, αλλά αυτή την φορά από την άποψη του Adrian Shephard, ενός από τους Πεζοναύτες στην Hazardous Environment Combat Unit απεσταλμένων για να συγκαλύψουν αποδείξεις του περιστατικού. Εισήγαγε αρκετά καινούργια όπλα, νέους NPC, και φιλικούς και εχθρικούς και νέες, προηγουμένως ανεξερεύνητες περιοχές της εγκατάστασης. Η επέκταση είναι συντομότερη από το Half-Life, έχοντας 11 κεφάλαια συγκρινόμενη με τα 19 του αρχικού.[20][22]
Το Blue Shift επιστρέφει τον παίκτη στο χρονοδιάγραμμα της Black Mesa του Half-Life για ακόμα μια φορά, αυτή τη φορά ως Barney Calhoun, έναν από τους φύλακες ασφαλείας της εγκατάστασης. Η επέκταση αναπτύχθηκε αρχικά ως μια μπόνους αποστολή για την ακυρωμένη έκδοση για το Dreamcast. Το Blue Shift ήρθε με το High Definition Pack, το οποίο έδινε στον παίκτη την επιλογή να ενημερώσει την εικόνα του περιεχομένου του Half-Life, Opposing Force, και του νέου Blue Shift. Το Blue Shift είχε συγκριτικά λίγο νέο περιεχόμενο συγκρινόμενο με το Opposing Force: εκτός από μερικές παραλλαγές στα υπάρχοντα μοντέλα, όλο το περιεχόμενο ήταν ήδη παρόν στο πρωτότυπο Half-Life.[20]
Το Half-Life: Decay ήταν μια άλλη επέκταση από την Gearbox, που κυκλοφόρησε μόνο ως ένα έξτρα για την έκδοση του παιχνιδιού για το PlayStation 2. Το πρόσθετο αυτό χαρακτηρίζεται από το παιχνίδι co-op, στο οποίο δύο παίκτες μπορούσαν να λύσουν παζλ ή να μάχονται ενάντια στους εχθρούς στο σύμπαν του Half-Life.
Το 2000, κυκλοφόρησε ένα συλλεκτικό πακέτο ονόματι Half-Life: Platinum Pack, και περιλάμβανε (με τα αντίστοιχα εγχειρίδια οδηγιών τους) τα Half-Life, Counter-Strike, Team Fortress Classic, και Half-Life: Opposing Force. Το 2002, η συλλογή ξανακυκλοφόρησε υπό τους νέους τίτλους Half-Life Platinum Collection και Half-Life: Generation. Οι νέες παραλλαγές περιλάμβαναν επίσης το Half-Life: Blue Shift expansion pack. Το 2005, κυκλοφόρησε το Half-Life 1: Anthology, το οποίο περιείχε μόνο τις εκδοχές για το Steam των ακόλουθων παιχνιδιών σε ένα CD: Half-Life, Half-Life: Opposing Force, Half-Life: Blue Shift, και Team Fortress Classic.[23]
Συνέχειες
Το sequel, Half-Life 2, ήταν απλά μια φήμη μέχρι που παρουσιάστηκε στην E3 τον Μάιο του 2003, και έτσι άρχισε μια καταιγίδα hype που περιέβαλε το παιχνίδι. Ο παίκτης πάλι παίρνει τον ρόλο του Gordon Freeman, αυτή τη φορά αρκετά χρόνια μετά το περιστατικό στην Black Mesa, στην δυστοπικήανατολικόευρωπαϊκή "City 17" όπου πρέπει να δώσει μάχη ως μέρος μια εξέγερσης ενάντια σε ένα εξωγήινο καθεστώς. Μετά από μια σειρά αντιπαραθέσεων και καθυστερήσεων, το Half-Life 2 κυκλοφόρησε στις 16 Νοεμβρίου 2004.[24]
Για να αποκτήσουν από πρώτο χέρι την εμπειρία για τις διαδικασίες που οι δημιουργοί τροποποιήσεων θα έπρεπε να περάσουν με την νέα μηχανή, η Valve μετέφερε το Half-Life (αποκαλούμενο Half-Life: Source) και το Counter-Strike στην νέα μηχανή Source. Το Half-Life: Source είναι μια απευθείας μεταφορά, από την οποία λείπει νέο περιεχόμενο ή το Blue Shift High Definition pack. Ωστόσο, αντλεί πλεονέκτημα από vertex shader και pixel shader για πιο ρεαλιστικά εφέ νερού, όπως και από την ρεαλιστική μηχανή φυσικής του Half-Life 2. Επίσης πρόσθεσαν πολλά άλλα χαρακτηριστικά από το Half-Life 2, περιλαμβανομένου βελτιωμένων δυναμικών χαρτών φωτισμού, χαρτών vertex, ragdolls, και ένα σύστημα shadowmap με καθαρότερους, υψηλότερης ανάλυσης, κατοπτρικών texture και κανονικών χάρτες, όπως και χρησιμοποίηση των render-ti-texture απαλών σκιών που βρίσκονται στη μηχανή Source του Half-Life 2, μαζί με τρισδιάστατο κουτί ουρανό αντικαταστάσεις στη θέση των παλιών 16μπιτων prerendered χρώματος bitmap ουρανών. Η μεταφορά του Half-Life περιέχει πολλές από τις δυνάμεις της μηχανής Source όπως και αδυναμίες ελέγχου οι οποίες σημειώθηκαν σε αυτήν. Το Half-Life: Source είναι διαθέσιμο με ειδικές εκδόσεις του Half-Life 2, ή ξεχωριστά από στο Steam.[25]
Το Half-Life: Source έχει γίνει αντικείμενο κριτικής επειδή δεν χρησιμοποιεί πλήρως πολλά από τα χαρακτηριστικά της μηχανής Source που υπάρχουν στο Half-Life 2, καθώς ακόμη χρησιμοποιεί textures και μοντέλα από το αρχικό παιχνίδι.
Η εταιρεία Crowbar Collective ανέπτυξε και διένεμε στις 14 Σεπτεμβρίου του 2012, δωρεάν, το πρώτο μέρος του remake του παιχνιδιού, ονόματι Black Mesa.[26][27][28] Το Black Mesa βελτιώνει, μεταξύ άλλων, τα περιβάλλοντά του αρχικού παιχνιδιού και περιλαμβάνει νέα μουσική, φωνές χαρακτήρων και διαλόγους.[29]
Στις 10 Ιουνίου 2005 η Valve ανακοίνωσε διαμέσου της υπηρεσίας νέων ενημερώσεων Steam μια επερχόμενη μεταφορά του Half-Life Deathmatch, του μέρους πολλών παικτών του αρχικού παιχνιδιού, στην ίδια μόδα με τον νωρίτερα κυκλοφορηθέν Half-Life: Source. Καμία ακριβής ημερομηνία κυκλοφορίας δεν δόθηκε, απλά οι λέξεις «Στις ερχόμενες εβδομάδες...». Στις 2 Ιουλίου 2005 το Half-Life Deathmatch: Source κυκλοφόρησε.[30]
Από την κυκλοφορία του το 1998, το Half-Life είδε ένθερμη υποστήριξη από ανεξάρτητους δημιουργούς παιχνιδιών, λόγω όχι μικρού μέρους από την υποστήριξη και ενθάρρυνση από την Valve Software. Ο Worldcraft, το εργαλείο σχεδιασμού επιπέδων που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του παιχνιδιού, συμπεριλήφθηκε με το λογισμικό του παιχνιδιού. Εκτυπωμένο υλικό που συνόδευε το παιχνίδι σημείωνε την τελική κυκλοφορία του Worldcraft ως λιανικού προϊόντος, αλλά αυτά τα σχέδια δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Η Valve επίσης κυκλοφόρησε ένα kit ανάπτυξης λογισμικού, καθιστώντας ικανούς του δημιουργούς να τροποποιήσουν το παιχνίδι και να δημιουργήσουν τροποποιήσεις. Και τα δύο εργαλεία ενημερώθηκαν σημαντικά με την κυκλοφορία της έκδοσης 1.1.0.0 του καθορίσουν. Πολλά εργαλεία υποστήριξης (συμπεριλαμβανομένου επεξεργαστών texture, μοντέλων και αντίπαλων επεξεργαστών επιπέδων όπως ο πολλαπλών μηχανών QuArK) είτε δημιουργήθηκαν είτε ενημερώθηκαν για να δουλεύουν με το Half-Life.[32]
Πολυάριθμα μονού παίκτη mods έχουν επίσης δημιουργηθεί, όπως τα USS Darkstar (1999, ένα φουτουριστικό δράσης-περιπέτειας mod πάνω σε ένα διαστημόπλοιο ζωολογικής έρευνας), The Xeno Project 1 και 2 (1999-2005, ένα δύο μερών mod που αρχίζει στον Xen και πάλι περιλαμβάνει διαστημόπλοια), Edge of Darkness (2000, το οποίο χαρακτηρίζεται από μερικά αχρησιμοποίητα μοντέλα του Half-Life), Half-Life: Absolute Redemption (2000, το οποίο φέρνει πίσω το Gordon Freeman για τέσσερα επιπλέον επεισόδια και μια ακόμη συνάντηση με τον G-Man), They Hunger (2000-2001, μιας τρόμου επιβίωσηςολικής μετατροπής τριλογία που περιλαμβάνει ζόμπι), Poke646 (2001, μια συνέχεια της πρωτότυπης ιστορίας του Half-Life με βελτιωμένα γραφικά) και Heart of Evil (2003, πόλεμος του Βιετνάμ με ζόμπι).[33]
Μερικές τροποποιήσεις του Half-Life τελικά εμφανίστηκαν στα ράφια λιανικής. Το Counter-Strike ήταν το πιο επιτυχές, έχοντες κυκλοφορήσει σε πέντε διαφορετικές εκδόσεις: ως αυτοτελές προϊόν (2000), ως μέρος του Platinum Pack (2000), ως μια έκδοση για το Xbox (2003), ως ένα υποπροϊόν μονού παίκτη, Counter-Strike: Condition Zero (2004), και την νεότερη προσθήκη, Counter-Strike: Source, το οποίο τρέχει στη μηχανή Source του Half-Life 2. Τα Team Fortress Classic, Day of Defeat και Gunman Chronicles (2000, μια φουτουριστική στυλ ταινίας Westernολική μετατροπή με έμφαση στο μονού παίκτη μέρος) κυκλοφόρησαν επίσης ως αυτοτελή προϊόντα.
Η υποδοχή του Half-Life ήταν εξαιρετικά θετική σε όρους κριτικών, επευφημήσεων και πωλήσεων. Μέχρι τις 16 Νοεμβρίου 2004, οκτώ εκατομμύρια αντίτυπα του παιχνιδιού είχαν πουληθεί,[6] ενώ 9.3 εκατομμύρια αντίτυπα είχαν πουληθεί μέχρι το 2008.[34] Το παιχνίδι έχει κερδίσει πάνω από 50 βραβεία Game of the Year.[3][4]
Το Half-Life επευφημήθηκε κριτικά, αποκτώντας ένα ολικό σκορ 96% στον ιστοσελίδα συλλογής κριτικών Metacritic.[35] Το IGN το περιέγραψε ως «ένα tour de force στο σχεδιασμό παιχνιδιών, το single player παιχνίδι-ορισμός σε ένα βολών πρώτου προσώπου.»[36] Η IGN επίσης χαρακτήρισε το παιχνίδι ως ένα από τα πιο σημαίνοντα ηλεκτρονικά παιχνίδια.[37] Το GameSpot ισχυρίστηκε ότι ήταν το «κοντινότερο πράγμα σε ένα επαναστατικό βήμα που το είδος έχει ποτέ πάρει.»[38] Το GameSpot περιέλαβε το Half-Life στον κατάλογο "Greatest Games of All Time" τον Μάιο του 2007.[39] Το 2004, το GameSpy έδωσε ένα Αγώνα Τίτλου, στον οποίο οι αναγνώστες ψήφισαν στο πιο θεωρούσαν το «καλύτερο παιχνίδι όλων των εποχών», και το Half-Life ήταν ο γενικός νικητής της έρευνας. Στα τεύχη του Νοέμβριου 1999, του Οκτωβρίου 2001 και του Απριλίου 2005 του PC Gamer, το Half-Life ονομάστηκε "Best Game of All Time"/"Best PC Game Ever."[3][4][40] Η δημοτικότητα της σειράς Half-Life έχει οδηγήσει σε μια γκάμα παράπλευρων προϊόντων και συλλεκτικών. Η Valve προσφέρει προϊόντα σχετικά με το Half-Life όπως ένα λούτρινοvortigaunt, λούτρινο Headcrab zombie, πόστερς, αμφίεση, και mousepads.[41]
Η εμβαθυντική εμπειρία παιχνιδιού και το αλληλεπιδρόν περιβάλλον αναφέρθηκε από πολλούς κριτικούς ως επαναστατικό.[42] Η Allgame είπε «Δεν είναι κάθε μέρα που έρχεσαι αντιμέτωπος με ένα παιχνίδι που επαναστατικοποιεί ένα ολόκληρο είδος, αλλά το Half-Life μόλις το έκανε.»[42] Η Hot Games σχολίασε την κοντά στην πραγματικότητα εμφάνιση του παιχνιδιού, και πως το περιβάλλον «όλο προσθέτει σε μια ολικά εμβαθυντική εμπειρία παιχνιδιού που κάνει όλα τα άλλα τα δείχνουν αρκετά πλαστά σε σύγκριση.»[43] Η Gamers Depot βρήκε το παιχνίδι ελκυστικό, δηλώνοντας ότι είχαν «ακόμα να παίξουν μια πιο εμβαθυντική περίοδο του παιχνιδιού.»[44]
Παρόλο τον έπαινο που το παιχνίδι έλαβε, υπήρχαν επίσης μερικά παράπονα. Το The Electric Playground είπε ότι το Half-Life ήταν μια «εμβαθυντική και ελκυστική εμπειρία παιχνιδιού», αλλά είπε ότι αυτό διαρκούσε για το πρώτο μισό του παιχνιδιού, εξηγώντας ότι το παιχνίδι «έβρισκε κορυφή πολύ νωρίς».
Τα Guinness World Records βράβευσαν το Half-Life με το παγκόσμιο ρεκόρ για "Best-Selling First-Person Shooter of All Time (PC)" στο Guinness World Records: Gamer's Edition 2008.
Μια σύντομη ταινία βασισμένη στο Half-Life τιτλοφορούμενη Half-Life: Uplink, αναπτύχθηκε από την Cruise Control, ένα Βρετανικό πρακτορείο μάρκετινγκ, και κυκλοφόρησε στις 15 Μαρτίου 1999. Ωστόσο, η Sierra την απέσυρε από την κυκλοφορία, αφού η ίδια και η Valve είχαν αποτύχει στο να επιλύσουν θέματα αδειοδότησης με την Cruise Control για την ταινία. Οι κριτικές της ταινίας ήταν πολύ φτωχές. Η πλοκή της ταινίας ήταν ότι ένας δημοσιογράφος εισβάλει στην Black Mesa Research Facility, προσπαθώντας να ανακαλύψει τι συνέβη εκεί.[45][46]
Παραπομπές
↑Steam. 12 Σεπτεμβρίου 2003. 70. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2023.
↑PC Gamer US Edition — October 2001. Future Publishing. 2001.
↑«Welcome to Steam». 26 Αυγούστου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Αυγούστου 2007. Ανακτήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2017.CS1 maint: Unfit url (link)
↑«at Gdhardware.com». 11 Ιουνίου 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2017.CS1 maint: Unfit url (link)