Η Ωβέρνη (γαλλικά: Auvergne, οξιτανικά: Auvèrnha ή Auvèrnhe) είναι μια πολιτιστική και ιστορική περιοχή της Γαλλίας που βρίσκεται στο κέντρο του Κεντρικού Ορεινού Όγκου (Μασίφ Σαντράλ).
Από το 1941 έως το 2015, η περιοχή της Ωβέρνης ήταν μια γαλλική διοικητική περιοχή αποτελούμενη από τέσσερις νομούς, τους Αλλιέ, Καντάλ, Ωτ-Λουάρ και Πουί-ντε-Ντομ. Η μεγαλύτερη πόλη της περιοχής, το Κλερμόν-Φεράν, ήταν πάντα η πρωτεύουσα. Η περιοχή αυτή από την 1η Ιανουαρίου 2016 καταργήθηκε με τη νέα εδαφική μεταρρύθμιση. Οι νομοί που την αποτελούσαν ανήκουν πλέον στη νέα διοικητική περιοχή Ωβέρνη-Ρον-Αλπ.
Με ιστορία πάνω από 2600 χρόνια, η Ωβέρνη είναι μία από τις παλαιότερες περιοχές της Γαλλίας.
Τοπωνυμία
Η Ωβέρνη πήρε το όνομά της από τους Αρβέρνους, κελτική φυλή της Γαλατίας.[1] Το όνομα Auvergne αναφέρεται στην παλαιά γαλλική γλώσσα ή στα ωβερνιά ως Arvernha, Auvernha, Auvernhe ή στα βόρεια της Λοζέρ ως Alvernhef. Η εξελικτική αλυσίδα αυτού του τοπωνυμίου είναι Arvernia - Alvernia - Alvernha - Auvernha - Auvergne.
Στην εικόνα αριστερά, το έμβλημα της Ωβέρνης.
Γεωγραφικά στοιχεία
Η Ωβέρνη έχει έκταση 26,013 τετραγωνικά χιλιόμετρα, που αποτελεί το 4,8% της συνολικής έκτασης της Γαλλίας. Είναι μια από τις μικρότερες περιοχές της χώρας.
Η περιοχή είναι γνωστή για τις οροσειρές και τα ηφαίστεια. Τα όρη Μον Ντορ και Σεν ντε Πουί περιλαμβάνουν 80 ηφαίστεια. Το Πουί ντε Ντομ είναι το υψηλότερο ηφαίστειο στην περιοχή, με υψόμετρο 1.465 μέτρα. Η οροσειρά Σανσύ στα όρη Μον Ντορ είναι το υψηλότερο σημείο της Ωβέρνης, με 1.886 μέτρα.
Το βόρειο τμήμα καλύπτεται από λόφους, ενώ το νότιο τμήμα είναι ορεινό και έχει βοσκοτόπια. Το δάσος του Τρονσαί καλύπτει σχεδόν 11.000 εκτάρια (27.000 στρέμματα) και είναι ένα από τα μεγαλύτερα δάση με δρυς στην Ευρώπη.
Η Ωβέρνη έχει δύο μεγάλα ποτάμια : τον Λίγηρα, που διασχίζει την περιοχή προς τα νοτιοανατολικά και είναι το βορειοανατολικό σύνορο της περιοχής, και τον Αλλιέ που ρέει από τον βορρά προς τον νότο κάτω από το κέντρο της Ωβέρνης, με παραπόταμους να πηγαίνουν ανατολικά και δυτικά. Κατά μήκος της πορείας του, ο ποταμός Αλλιέ δημιούργησε τα φαράγγια του Αλλιέ.
Η Ωβέρνη διαθέτει περίπου 50 πηγές γλυκού νερού και λίμνες. Ορισμένες είναι ψηλά στα βουνά και έχουν ηφαιστειακή προέλευση. Η Λακ ντε Γκερύ είναι η υψηλότερη λίμνη στην περιοχή.
Κλίμα: Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 12 °C και η περιοχή λαμβάνει ετήσια βροχόπτωση 510-1.020 mm.Υπάρχουν μεγάλοι χειμώνες και σύντομα καλοκαίρια.
Ιστορία
Η χώρα των Αρβέρνων
Η Ωβέρνη οφείλει το όνομά της στον γαλλικό λαό των Αρβέρνων, που ήταν μια από τις πιο ισχυρές και πλούσιες φυλές της αρχαίας Γαλατίας. Η συνομοσπονδία των Αρβέρνων αποτελούταν, μεταξύ άλλων, από τους Γάβαλους (ή Γαβαλεῖς), τους Βελάβιους και τους Καντούρκους, των οποίων η σφαίρα επιρροής περιλάμβανε τις περιφέρειες Λανγκεντόκ και Ακουιτανία.
Ο Βερκιγγετόριξ εξελέγη βασιλιάς το 52 π.Χ. Ο πατέρας του Κελτίλος, ο προκάτοχός του, είχε εκτελεσθεί από τους συντρόφους του μετά την προσπάθειά του να κάνει τον τίτλο κληρονομικό, έχοντας φιλοδοξίες να βασιλεύσει σε όλη τη Γαλατία.
Τον χειμώνα του 53/52 π.Χ., ο Βερκιγγετόριξ δημιούργησε συμμαχίες με όλες σχεδόν τις φυλές της Γαλατίας, κρατώντας ως ομήρους τις κόρες ή τους γιους των αρχηγών κάθε φυλής. Με αυτήν την απειλή, απέκτησε εγγυήσεις πίστης και συμμαχίας. Συνένωσε τους Γαλάτες και τους οδήγησε στην πιο σημαντική εξέγερσή τους ενάντια στη ρωμαϊκή εξουσία.
Οι Αρβέρνοι ήταν μία από τις πιο ισχυρές και πλούσιες φυλές στην αρχαία Γαλατία. Αυτή η κυριαρχία μπορεί να εξηγηθεί από διάφορους λόγους:
Προστατεύονταν από τη θέση τους σε μια ορεινή περιοχή, η οποία παρείχε ισχυρές άμυνες από εξωτερικούς επιτιθέμενους.
Είχαν πόρους: πολλά ορυχεία χρυσού, αργύρου και άλλων πολύτιμων μετάλλων, που εκμεταλλεύονταν τουλάχιστον από το 400 π.Χ.
Τα όρη τους είχαν βοσκότοπους για βόσκηση βοοειδών και κοπαδιών προβάτων
Οι τεχνίτες τους γνώριζαν τη μεταλλοτεχνία και τη σύνθετη χειροτεχνία. Ο Ιούλιος Καίσαρ στα Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού πολέμου αναφέρει ότι ο Βερκιγγετόριξ φορούσε «μια μεγάλη πανοπλία κατασκευασμένη από πολλά συναρμολογημένα κομμάτια αργύρου που αντανακλούσαν στον ήλιο».
Είχαν δικό τους νόμισμα και είχαν ισχυρές συναλλαγές με τις κοντινές φυλές.
Κατείχαν την τέχνη της κεραμικής κατασκευής (εργαστήρια στο Λεζού κ.λπ.)
Είχαν επιρροή στις κοντινές φυλές και ήταν σε θέση να συγκαλέσουν τις περισσότερες από τις 57 φυλές της Γαλατίας κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Βερκιγγετόριξ.
Ένα από τα ιστορικά αξιοθέατα της Ωβέρνης είναι η τοποθεσία της μάχης της Ζεργκόβια, που βρίσκεται 12 χιλιόμετρα νότια του Κλερμόν-Φεράν[2], όπου ο Βερκιγγετόριξ νίκησε τον Ιούλιο Καίσαρα το 52 π.Χ. Ήταν η πρώτη ήττα του Καίσαρα στη Γαλατία. Στη συνέχεια όμως, τα ρωμαϊκά στρατεύματα νίκησαν τους Γαλάτες στη μάχη της Αλεσίας (σημερινή Αλίζ-Σαιντ-Ρεν στη Βουργουνδία) που ακολούθησε. Συνέλαβαν τον Βερκιγγετόριξ και τον μετέφεραν στη Ρώμη, όπου φυλακίστηκε και εκτελέστηκε.
Οι Ρωμαίοι αργότερα δημιούργησαν στην περιοχή την πόλη Αουγκουστονεμέντουμ σε μία από τις πέντε προϋπάρχουσες κατοικημένες τοποθεσίες των Αρβέρνων, τόπο αρχαίου ηφαιστείου. Αυτή η πόλη θα γίνει αργότερα η Κλερμόν-Φεράν.
Ένα πρόσφατο αρχαιολογικό εύρημα στην περιοχή είναι ένα πέτρινο πόδι, το οποίο έχει ύψος 60 εκατοστά, τμήμα αγάλματος ύψους 4,5 μέτρων, που μάλλον αντιπροσωπεύει έναν θεό ή έναν Ρωμαίο αυτοκράτορα.
Η Ρωμαϊκή Ωβέρνη
Μετά τη νίκη του κατά των Αρβέρνων και το τέλος του Γαλατικού πολέμου, ο Ιούλιος Καίσαρ με μια επιδέξια πολιτική ηρέμησε την περιοχή και οι Αρβέρνοι συμμετείχαν στην εξουσία. Οι δύο αιώνες μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση αντιστοιχούν σε μια περίοδο ειρήνης και ευημερίας. Η Ωβέρνη έγινε τμήμα της ρωμαϊκής επαρχίας Ακουιτανική Γαλατία, και οι δύο λαοί σύντομα αφομοιώθηκαν. Τα λατινικά επιβλήθηκαν σταδιακά στη γαλατική γλώσσα.
Η γαλατο-ρωμαϊκή πρωτεύουσα Αουγκουστονεμέντουμ μετονομάστηκε σε Αρβέρνις τον 3ο αιώνα. Στα τέλη του 3ου ή κατά τον 4ο αιώνα η περιοχή εκχριστιανίστηκε από τον άγιο Ωστρεμουάν. Εκείνη την εποχή, η επαρχία απειλήθηκε από την ώθηση των γερμανικών λαών και την αποδυνάμωση της φθίνουσας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Το 469, η εξουσία της Ρώμης εξακολουθούσε να αναγνωρίζεται, αλλά η επαρχία κατακλύσθηκε από επιδρομές των Βουργουνδών και των Βησιγότθων. Ο τελευταίοι, πολιόρκησαν την πρωτεύουσα το 471. Ο Σιδώνιος Απολλινάριος, ενδέκατος επίσκοπος της Ωβέρνης, είχε ηγετικό ρόλο στην αντίσταση και την υπεράσπιση του Αρβέρνις για τέσσερα χρόνια.[3] Το συγγραφικό του έργο παρέχει μια πλούσια μαρτυρία για την Ωβέρνη κατά το τέλος της Αρχαιότητας.[4][5]
Το 475, και παρά τη σθεναρή αντίσταση, οι Βησιγότθοι κατέλαβαν την περιοχή και την ενσωμάτωσαν στο Βασίλειο των Βησιγότθων.
Ωστόσο, η κυριαρχία των Βησιγότθων ήταν βραχύβια, το 507 η περιοχή κατακτήθηκε από τους Φράγκους.
Η Φεουδαλική Ωβέρνη
Τον 7ο αιώνα, Φράγκοι και Ακουιτανοί αγωνίστηκαν για τον έλεγχο της Ωβέρνης. Μετά την κατάκτησή της από τους Φράγκους, η περιοχή ενσωματώθηκε στο δουκάτο της Ακουιτανίας. Ένα τμήμα γνωστό ως κομητεία του Ωριγιάκ, στον νότο, παραχωρήθηκε στον πατέρα του Γεράρδου της Ωβέρνης απευθείας από τον βασιλιά. Οι κόμητες της Ωβέρνης απέκτησαν σταδιακά την ανεξαρτησία τους. Τον 10ο αιώνα, η Ωβέρνη διεκδικήθηκε από τους κόμητες του Πουατιέ και της Τουλούζης.
Κατά τη βασιλεία των Καρολιδών, η Ωβέρνη περιλάμβανε πέντε περιοχές με συγκεκριμένο διοικητικό σύστημα. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, περιλάμβανε τους σημερινούς νομούς Πουί-ντε-Ντομ, το βόρειο μισό νομό Καντάλ, καθώς και ένα μικρό τμήμα στη βορειοδυτική περιοχή του Ωτ-Λουάρ.
Η Ωβέρνη πέρασε από ένα πολύ αυστηρό φεουδαρχικό καθεστώς. Μετά την εποχή του ισχυρού Γουλιέλμου Α' της Ακουιτανίας, κόμη από το 886 έως το 918, οι υποκόμητες του Κλερμόν (σημερινό Κλερμόν-Φεράν), σφετερίστηκαν τον κληρονομικό τίτλο του κόμη της Ωβέρνης.
Έπειτα από τον γάμο της Ελεονώρας της Ακουιτανίας με τον Ερρίκο Β' Πλανταγενέτη, οι κόμητες και η περιοχή έγιναν υποτελείς των βασιλέων της Αγγλίας. Όμως ο κόμης Γουλιέλμος Ζ' ο Νέος (1145-1168) έχασε μεγάλο μέρος της επικράτειάς του από τον θείο του Γουλιέλμο Η' τον Γηραιό, ο οποίος είχε τη στήριξη του Ερρίκου Β', και επανακατέλαβε την περιοχή που όριζαν οι ποταμοί Αλλιέ και Κου, περιοχή που στα τέλη του 13ου αιώνα ονομάστηκε Ντωφινέ ντ'Ωβέρν.
Ωστόσο, η βασιλική εξουσία παρενέβη στην οικογενειακή διαμάχη και στην περιοχή και ο Φίλιππος Αύγουστος το 1195 συνέδεσε μεγάλο μέρος της περιοχής με τη βασιλική επικράτεια, ως Τερ ντ'Ωβέρν.
Ο Οίκος των Βουρβόνων εμφανίστηκε τον 10ο αιώνα στο Μπουρμπόν-λ'Αρκαμπώ. Τα εδάφη τους αυξήθηκαν γρήγορα και κατέληξαν να αποτελούν δουκάτο που βρίσκονταν στα βόρεια της Ωβέρνης. Το 1416, οι δούκες των Βουρβόνων είχαν καταφέρει να ελέγχουν ολόκληρη την επαρχία.[7] Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε για έναν αιώνα.
Οι Βουρβόνοι έρχονταν τακτικά σε αντιπαράθεση με τους βασιλείς της Γαλλίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το 1523, πέφτοντας στη δυσμένεια του βασιλιά Φραγκίσκου Α' και της μητέρας του Λουίζας της Σαβοΐας, ο Κάρολος Γ', δούκας του Μπουρμπόν και της Ωβέρνης κατέφυγε στον αυτοκράτορα Κάρολο Κουίντο, ο οποίος ήταν επίσης επικυρίαρχός του για το πριγκιπάτο της Ντομπ, και έτσι άλλαξε στρατόπεδο για τη διαφυλάξει την ανεξαρτησία των κτημάτων του και την κατοχή των περιουσιακών στοιχείων του οίκου του,[8] γεγονός που τελικά δεν απέφυγε γιατί, τελικά, τα εδάφη του κατασχέθηκαν από τον βασιλιά και η Ωβέρνη ενσωματώθηκε στις βασιλικές κτήσεις το 1527.
Από το 1012, οι κόμητες της Ωβέρνης είχαν διατηρήσει ένα μικρό προπύργιο στο κέντρο της Ωβέρνης, στο Βικ-λε-Κοντ. Η Αικατερίνη των Μεδίκων το κληρονόμησε από τη μητέρα της Μαντλέν ντε λα Τουρ ντ'Ωβέρν. Με τον γάμο της το 1533 με τον μελλοντικό Ερρίκο Β' της Γαλλίας, το τελευταίο αυτό τμήμα της Ωβέρνης ενώθηκε με το Γαλλικό στέμμα.
Το σύνολο των εδαφών της Ωβέρνης περιήλθαν οριστικά υπό τον έλεγχο του γαλλικού Στέμματος το 1615[6] και η Ωβέρνη έγινε μία από της επαρχίες του βασιλείου της Γαλλίας. Το βασιλικό έδαφος της Ωβέρνης είχε διοικητικό κέντρο το Ριόμ.
Νεότερη και σύγχρονη εποχή
Έναν αιώνα μετά τον Εκατονταετή πόλεμο, η Ωβέρνη έζησε τους Θρησκευτικούς πολέμους. Ασύντακτες ομάδες Καλβινιστών έκαναν επιδρομές στην περιοχή και καταλάμβαναν κάστρα και καθολικά χωριά, τα οποία επέστρεφαν μετά από καταβολή λύτρων, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα μοναστήρια. Ιδιαίτερα ο καπετάνιος Μερλ, που έδρευε σταθερά στο κοντινό Γκεβωντάν, έλαβε λύτρα για την Ισουάρ αλλά απέτυχε στο Σαιν Φλουρ. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο το 1569 καταλήφθηκε η πόλη Ωριγιάκ. Το μοναστήρι της καταστράφηκε ολοσχερώς, οι κάτοικοι πλήρωσαν λύτρα, οι θησαυροί της λεηλατήθηκαν και μεταφέρθηκαν στη Γενεύη, τα πλούτη της πουλήθηκαν με πλειστηριασμό, τα αρχεία της κάηκαν και τα κτίρια καταστράφηκαν.
Το 1665, ο Λουδοβίκος ΙΔ' εγκατέστησε προσωρινά στο Κλερμόν και στο Πουί-αν-Βελαί ένα έκτακτο ποινικό δικαστήριο, που ονομάστηκε «οι Μεγάλες μέρες της Ωβέρνης», προκειμένου να διαλευκάνει πολυάριθμες καταγγελίες ανθρώπων του λαού που υπήρξαν θύματα βίας και κατάχρησης ορισμένων αξιωματούχων ή ευγενών της Ωβέρνης. Πολλές θανατικές καταδίκες και κατασχέσεις εκδόθηκαν εις βάρος τους.
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, η οικονομική κατάσταση των αγροτών βελτιώθηκε σημαντικά, χάρη στη φρόνηση των πολιτικών της Ωβέρνης, οι οποίοι αφαίρεσαν την εξουσία από τα μοναστήρια και ανέπτυξαν τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την τυροκομία, τη μεταλλουργία, την υαλουργία, τους δρόμους κ.α.
Τον 19ο αιώνα ο Ναπολέων Γ' έκανε πολλά έργα για την Ωβέρνη. Ο ίδιος και η αυτοκράτειρα Ευγενία επισκέπτονταν συχνά το Βισύ και ήθελαν να το κάνουν την πιο όμορφη λουτρόπολη της Γαλλίας. Εκείνη την εποχή κατασκευάστηκαν οι μεγάλες λεωφόροι στην πόλη, χτίστηκαν το καζίνο, τα μεγάλα ξενοδοχεία, η εκκλησία και ο σιδηροδρομικός σταθμός. Χαράχθηκαν μεγάλα πάρκα και δημιουργήθηκε μια ποταμόσκαλα στον ποταμό Αλλιέ για μια λίμνη αναψυχής. Ενδιαφερόμενος για την ιστορία, ενθάρρυνε τις ανασκαφές της Ζεργκόβια και έκανε γνωστό τον Βερκιγγετόριξ.
Η σιδηροδρομική σύνδεση της περιοχής έγινε το 1858.
Το 1789, οι γαλλικές επαρχίες καταργήθηκαν και δημιουργήθηκαν οι νομοί. Στην περιοχή της Ωβέρνης δημιουργήθηκαν τέσσερις νομοί: Αλλιέ, Καντάλ, Ωτ-Λουάρ και Πουί-ντε-Ντομ.
Το 1941, το γαλλικό κράτος δημιούργησε την περιοχή Κλερμόν-Φεράν, η οποία συγκέντρωσε τους τέσσερις νομούς της Ωβέρνης. Το 1955 οι ίδιοι τέσσερις νομοί αποτέλεσαν τη νέα διοικητική περιοχή Ωβέρνη.
Την 1η Ιανουαρίου 2016,[9] η περιοχή Ωβέρνη συγχωνεύτηκε με την περιοχή Ρον-Αλπ και πλέον αποτελούν τη νέα διευρυμένη διοικητική περιοχή Ωβέρνη-Ρον-Αλπ.
Η περιοχή έχει ανεπτυγμένη γεωργία και κτηνοτροφία. Παράγονται πολλά γνωστά τυριά: Καντάλ, Μπλε της Ωβέρνης, Φουρμ ντ'Αμπέρ και Σαιν-Νεκταίρ.
Παρά τη μικρή τοπική αγορά της, η Ωβέρνη έχει αναπτύξει πολλές εθνικές και διεθνείς εταιρείες όπως οι Μισελέν, Limagrain (σπόροι), ο όμιλος France-La Montagne (τοπικός περιφερειακός τύπος), το μεταλλικό νερό Volvic (όμιλος Danone) γύρω από τα δύο πανεπιστήμια (μηχανολογικές σχολές, ιατρική και επιχειρήσεις) της πρωτεύουσας του, Κλερμόν-Φεράν. Οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες εξάγουν πάνω από το 75% της παραγωγής τους.
Η Ωβέρνη είναι κυρίως βιομηχανική περιοχή με 22% (110.000 θέσεις εργασίας), σε σύγκριση με τον εθνικό μέσο όρο 18%. Η κύρια βιομηχανία είναι η βιομηχανία ελαστικών, εκπροσωπούμενη από τη Michelin, με έδρα στο Κλερμόν-Φεράν και τη Dunlop με έδρα το Μονλυσόν. Υπάρχει επίσης μια σειρά μικρών βιομηχανιών, ιδιαίτερα στους νομούς Πουί-ντε-Ντομ και Ωτ-Λουάρ: μεταλλουργικές, μηχανικές, φαρμακευτικές, βιομηχανίας επεξεργασίας κρέατος και τυροκομεία.
Η Ωβέρνη είναι ένας από τους πρώτους ερευνητικούς τομείς στη Γαλλία με περισσότερους από 8.000 ερευνητές στους τομείς της χημείας, των ελαστικών, του χάλυβα, των ιατρικών και φαρμακευτικών επιστημών στη γεωργική έρευνα (εργαστήρια INRA και Limagrain), στη βιοτεχνολογία, στη σεισμολογία και στη μετεωρολογία.
Η βιομηχανία τροφίμων, με τους κλάδους μεταλλικό νερό, γαλακτοκομικά προϊόντα, προϊόντα κρέατος, δασοκομία, μέλι, μαρμελάδες και ζαχαρωμένα φρούτα, απασχολεί πάνω από 12.000 εργαζόμενους.
Ο τουρισμός αποτελεί επίσης σημαντικό κεφάλαιο στην οικονομία της Ωβέρνης.
Η Ωβέρνη προσφέρει πολλές δυνατότητες για τουρισμό, συμπεριλαμβανομένων των ιαματικών λουτροπόλεων όπως το Βισύ και το Λε Μον Ντορ [11] και τα χειμερινά χιονοδρομικά κέντρα όπως το Συπέρ Μπες. Οι ιστορικοί χώροι περιλαμβάνουν πολυάριθμες μεσαιωνικές εκκλησίες, που συχνά αποτελούνται από τοπικά ηφαιστειακά υλικά διαφορετικών χρωμάτων. Τα φυσικά αξιοθέατα στον νομό Ωτ-Λουάρ περιλαμβάνουν τη λίμνη κρατήρα του Λε Μπουσέ και τα φαράγγια των ποταμών Λίγηρα και Αλλιέ.
Το 2018, το θεματικό πάρκο και ζωολογικός κήπος Le Pal είχε 640.000 επισκέπτες[12], κατατάσσοντάς το ως το πιο δημοφιλές θεματικό πάρκο στο νομό Αλλιέ και το πιο επισκέψιμο στην περιοχή Ωβέρνη-Ρον-Αλπ. Το Pal είναι το πέμπτο πιο δημοφιλές πάρκο ψυχαγωγίας στη Γαλλία και το τέταρτο στον τομέα ζωολογικών κήπων.
Η πρόσβαση στην περιοχή είναι άριστη μέσω της κατασκευής αυτοκινητοδρόμων και σιδηροδρομικών συνδέσεων και υπάρχει ένα περιφερειακό αεροδρόμιο στο Κλερμόν-Φεράν.
↑Yann Deberge et al., « Témoignages de la Guerre des Gaules dans le bassin clermontois, nouveaux apports », Revue archéologique du centre de la France, t. 53, 2014
↑Darblade-Audoin Maria-Pia, Tavoso Olivier, Alfonso Guy et Mille Benoît, « Le pied de bronze colossal de Clermont-Ferrand », Monuments et mémoires de la Fondation Eugène Piot, t. 87, 2008, p. 31-68