Γεννήθηκε στο Καϊζερσλάουτερν και το 1928 προσχώρησε στην ακαδημία νέων της πόλης του Καϊζερσλάουτερν, στην οποία έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία 17 ετών και παρέμεινε πιστός σε όλη του την καριέρα.[3][4] Οι μεγάλες ομάδες του εξωτερικού είχαν επανειλημμένα προσφέρει μεγάλα χρηματικά ποσά, αλλά παρά την παρότρυνση της Ιταλίδας συζύγου του, πάντα προτιμούσε να μείνει στην πατρίδα του, την εθνική ομάδα και τον Chef («αφεντικό») Σεπ Χέρμπεργκερ (Sepp Herberger).[5]
Έκανε το ντεμπούτο με τη εθνική ομάδα το 1940 και σημείωσε ένα γκολ κατά της Ρουμανίας.[6] Ο Βάλτερ εντάχθηκε στις ένοπλες δυνάμεις το 1942, ωστόσο στο τέλος του πολέμου βρέθηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου, όπου έπαιζε με φύλακες της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας. Όταν έφθασαν οι Σοβιετικοί πήραν όλους τους Γερμανούς κρατούμενους στα γκουλάγκ της Σοβιετικής Ένωσης. Ένας από τους φύλακες της ουγγρικής φυλακής είχε δει τον Βάλτερ να παίζει στη Γερμανία και τους είπε ότι ο Βάλτερ δεν ήταν Γερμανός, αλλά από την περιοχή του Σάαρ.[7][8] Τον είχε παρακολουθήσει ως θεατής στον αγώνα των εθνικών ομάδων Γερμανίας - Ουγγαρίας του 1942. Έτσι, πρωτού φθάσει στον τελικό προορισμό, έπαψε αθόρυβα η κράτησή του και επέστρεψε στην πόλη του.[9]
Με την επιστροφή του το 1945 ο Βάλτερ, ο οποίος νόσησε από ελονοσία, ανάρρωσε και επανήλθε στην ομάδα του, οδηγώντας την στα γερμανικά πρωταθλήματα τις αγωνιστικές περιόδους 1950–51 και το 1952–53. Η ομάδα εξελίχθηκε στην πιο επιτυχημένη της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Από το 1948 έως το 1954 ήταν έξι φορές πρωταθλητής της Όμπερλιγκα Σουντβέστ, ενώ δύο ακόμα φορές έφτασε στον τελικό του πρωταθλήματος (1948, 1955).[10] Η ομάδα διέθετε ένα εξαιρετικό τρίο στην επίθεση με τον Φριτς Βάλτερ, τον αδερφό του Ότμαρ και τον Βέρνερ Μπάσλερ, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα 151 τέρματα της ομάδας σε 22 αγώνες της Όμπερλιγκα (τότε ανώτερης κατηγορίας) του 1948 και τα 157 σε 30 αγώνες του 1950.
Ο Χέρμπεργκερ τον επανέφερε στην εθνική ομάδα το 1951 και τον έχρισε αρχηγό κτίζοντας την εθνική γύρω από αυτόν.[11][12]
Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1954
Ήταν ο ηγέτης της ομάδας της Δυτικής Γερμανίας που κατέκτησε το πρώτο της Παγκόσμιο Κύπελλο το 1954, νικώντας στον τελικό την Ουγγαρία. Η συνεργασία του με τον προπονητή του αποδείχθηκε ότι ήταν καταλυτική για το γερμανικό ποδόσφαιρο: ο Βάλτερ, ως επικεφαλής και πηγή έμπνευσης για τους υπόλοιπους παίκτες, εφάρμοσε τέλεια τις οδηγίες στον αγωνιστικό χώρο.[13] Όταν ξεκίνησε η διοργάνωση η γερμανική ομάδα δεν συμπεριλαμβάνονταν στις πιθανές διεκδικήτριες του τίτλου καθώς ομάδες όπως η «Χρυσή Ομάδα» της Ουγγαρίας πρωτίστως, η παγκόσμια πρωταθλήτρια Ουρουγουάη και η Βραζιλία φαίνονταν σαφώς ανώτερες.[14] Μετά από δύο νίκες στον προκριματικό γύρο και την «τακτική» ήττα (κατά μία άποψη) με ορισμένους από τους θεωρούμενους ως αναπληρωματικούς εναντίον της πανίσχυρης Ουγγαρίας (3–8),[15][16] ένας εξαιρετικός Βάλτερ οδήγησε τους συμπαίκτες του με τη νίκη στα προημιτελικά επί της Γιουγκοσλαβίας (2–0) στους ημιτελικούς. Στον ημιτελικό η Δυτική Γερμανία έκανε την έκπληξη, καθώς διέλυσε με 6–1 την Αυστρία, η οποία πρόβαλε ως το φαβορί για να αντιμετωπίσει στον τελικό την Ουγγαρία. Σημείο κλειδί της αναμέτρησης υπήρξε η αντικατάσταση του βασικού τερματοφύλακα Κουρτ Σμιντ με τον Βάλτερ Τσέσμαν, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τα τέσσερα από τα έξι γκολ, προσφέροντας στους Δυτικογερμανούς το εισιτήριο για τον τελικό. Ο Βάλτερ επιβεβαιώσε την εξαιρετική κατάστασή του με δύο γκολ από το σημείο του πέναλτι.[17]
Στον τελικό με την Ουγγαρία η ομάδα στο Στάδιο Βάνκντορφ της Βέρνης βρέθηκε πίσω στο σκορ με 0–2 μετά τα πρώτα 8 λεπτά, αλλά ισοφάρισε στα επόμενα δέκα. Στο δεύτερο ημίχρονο η συνεχής βροχή ήταν οι συνθήκες παιχνιδιού που ο Βάλτερ προτιμούσε, μένοντας στην ιστορία ως Fritz Walter weather (καιρός Φριτς Βάλτερ)[10][18] και η κατάσταση του αγωνιστικού χώρου ευνοούσε τους σκληροτράχηλους Γερμανούς σε σύγκριση με τους τεχνίτες Μαγυάρους. Το 3–2 έγινε από τον Χέλμουτ Ραν έξι λεπτά πριν το τέλος του παιχνιδιού, το αουτσάιντερ έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής, αποτέλεσμα που έμεινε γνωστό ως «Θαύμα της Βέρνης» και οι παίκτες με επικεφαλής τον Φριτς Βάλτερ εθνικοί ήρωες.[19][20][21] Η γερμανική εταιρεία κατασκευής εξοπλισμού, των βιδωτών καρφιών ιδανικών για παιχνίδια στη δυνατή βροχή θεωρείται από ορισμένους σημαντικός παράγοντας στην επιτυχία.[22][23] Το αποτέλεσμα ήταν μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία των Παγκοσμίων Κύπελλων με την Ουγγαρία να διαθέτει ομάδα αήττητη για τέσσερα χρόνια και στη διοργάνωση είχε μόνο νίκες έχοντας σημειώσει μέχρι τον τελικό 25 τέρματα.[24] Τα αδέρφια Βάλτερ, έγιναν τα πρώτα που έπαιξαν σε μια ομάδα που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο, τα μόνα που σκόραραν σε μία διοργάνωση, ενώ ο Φριτς συμπεριλήφθηκε στη καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης.[25][26][27] Η υποδοχή 300.000 Γερμανών στο Μόναχο ήταν από ένα ενθουσιώδες πλήθος που ισοδυναμούσε με την αναγέννηση ενός έθνους ταπεινωμένου και διαιρεμένου από τον πόλεμο και αυτό ήταν γεγονός που μεταδίδοταν παγκόσμια μέσω της τηλεόρασης που πρώτη φορά κάλυπτε τη διοργάνωση.[5][13][28] Το «Θαύμα της Βέρνης» παραμένει για πολλούς Γερμανούς, το μεγαλύτερο αθλητικό επίτευγμα της χώρας τους. Κυρίως επειδή αντιπροσωπεύει πολύ περισσότερα από ένα παιχνίδι.[11]
Η νίκη των Δυτικογερμανών επισκιάστηκε από την υποψία χρήσης απαγορευμένων ουσιών αμέσως μετά τη λήξη του τελικού. Οκτώ από τους νέους παγκόσμιους πρωταθλητές νοσηλεύονται με ίκτερο, συμπεριλαμβανομένου και του Βάλτερ. Γίνεται λόγος για ντόπινγκ, μετά την ανακάλυψη φιαλιδίων στις τουαλέτες της γερμανικής ομάδας. Παρά τις επίσημες δηλώσεις των Γερμανών ηγετών (οι οποίοι υποστήριξαν ότι υπήρχαν μόνο γλυκόζη και βιταμίνη C στις φιάλες), υπήρχε η υποψία ότι κάποια άλλη ουσία ήταν το περιεχόμενο.[5][29][30][31] Η Γερμανική Ολυμπιακή Επιτροπή το 2010 αποκάλυψε ότι οι παίκτες είχαν ντοπαριστεί με περβιτίνη, μια μεθαμφεταμίνη επίσης γνωστή ως «φάρμακο του στρατιώτη».[32][33] Το 2013 έρευνα του Πανεπιστημίου του Βερολίνου επιβεβαίωσε την ύπαρξη ενός προγράμματος υψηλού κόστους που υποστηρίζονταν από τη γερμανική κυβέρνηση, το οποίο ξεκίνησε τη δεκαετία του 1940 και συνεχίστηκε για χρόνια.[34][35] Αξίζει να σημειωθεί ότι η FIFA καθιέρωσε τον έλεγχο στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966.[36]
Το 1956 μετά την καταστολή της Ουγγρικής Επανάστασης, η ουγγρική ποδοσφαιρική ομάδα απομακρύνθηκε από τη χώρα της και για δύο χρόνια ο Φριτς τους προσέφερε οικονομικό στήριγμα.[37] Έκανε την τελευταία του διεθνή εμφάνιση κατά τη διάρκεια του ημιτελικού κατά της Σουηδίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, συμπληρώνοντας 61 συμμετοχές και 33 τέρματα [6][38] υπέστη όμως τραυματισμό και έληξε η διεθνής του σταδιοδρομία, ενώ αποχώρησε από την ενεργό δράση το 1959.
Ονομάστηκε επίτιμος αρχηγός της γερμανικής εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου το 1958, στην 38η επέτειο των γενεθλίων του.[3][39]
Ο Βάλτερ διέθετε και ηγετικές και εκτελεστικές ικανότητες. Εξακολουθεί να κατέχει τα ρεκόρ για τα περισσότερα γκολ σε έναν αγώνα, τόσο του πρωταθλήματος (με 13 από το 1942), όσο και του Κυπέλλου (με 11 από το 1940). Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του σημείωσε πάνω από 770 τέρματα σε επίσημους και φιλικούς αγώνες,[40] από τα οποία τουλάχιστον 586 είναι σε 583 επίσημες συναντήσεις.[41]
Μετά το ποδόσφαιρο
Το γήπεδο του συλλόγου του μετονομάστηκε σε Fritz-Walter-Stadion το 1985.[42]
Το 1999 συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ενδεκάδα της Γερμανίας του 20ού αιώνα.[43] Ήταν το όνειρό του να δει το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2006 στην πόλη του, καθώς αυτή δεν είχε επιλεγεί στη διοργάνωση του 1974, αλλά απεβίωσε το 2002.
Τον Νοέμβριο του 2003, κατά τον εορτασμό της 50ής επετείου της UEFA, η Γερμανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία τον επέλεξε ως το «Χρυσό Παίκτη» των τελευταίων 50 ετών (από το 1954 έως το 2003).[44] Ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής που εισήχθη στην Αίθουσα Φήμης του γερμανικού ποδοσφαίρου.[38]
Τίτλοι και διακρίσεις
Γερμανικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου (2) : 1950–51 , 1952–53