Η φεμπουξοστάτη, που πωλείται μεταξύ άλλων με τις εμπορικές ονομασίες Uloric και Adenuric, είναι νέας γενιάς φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας λόγω των υψηλών επιπέδων ουρικού οξέος.[3] Γενικά συνιστάται μόνο για άτομα που δεν μπορούν να φάρμακο με αλλοπουρινόλη.[4][5] Κατά την αρχική έναρξη, συχνά συνιστώνται φάρμακα όπως τα ΜΣΑΦ για την πρόληψη των εξάρσεων της ουρικής αρθρίτιδας.[3][5] Η φεμπουξοστάτη λαμβάνεται από το στόμα.[3]
Οι συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν ηπατικά προβλήματα, ναυτία, πόνο στις αρθρώσεις και εξάνθημα.[3] Οι σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν αυξημένο κίνδυνο θανάτου σε σύγκριση με την αλλοπουρινόλη, το σύνδρομο Stevens-Johnson και την αναφυλαξία.[5][4]
Εγκρίθηκε για ιατρική χρήση στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2008 και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2009.[6][3] Μια γενική έκδοση αυτού του φαρμάκου εγκρίθηκε το 2019.[7][8]
Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της χρόνιας ουρικής αρθρίτιδας και της υπερουριχαιμίας.[9] Η φεμπουξοστάτη συνήθως συνιστάται μόνο σε άτομα που δεν μπορούν να ανεχθούν την αλλοπουρινόλη.[10] Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Κλινικής Αριστείας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φεμπουξοστάτη είναι πιο αποτελεσματική από τις τυπικές δόσεις αλλοπουρινόλης, αλλά όχι πιο αποτελεσματική από τις υψηλότερες δόσεις αλλοπουρινόλης.[9]
Παρενέργειες
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες -που σχετίζονται με τη θεραπεία με φεμπουξοστάτη- περιλαμβάνουν ναυτία, διάρροια, αρθραλγία, πονοκέφαλο, αυξημένα επίπεδα ηπατικών ενζύμων στον ορό και εξάνθημα.[11][12]
Η φεμπουξοστάτη είναι ένας μη εκλεκτικός αναστολέας της οξειδάσης της ξανθίνης.[11] Λειτουργεί αναστέλλοντας μη ανταγωνιστικά το κέντρο της πτερίνης του μολυβδαινίου, το οποίο είναι η ενεργή θέση της οξειδάσης της ξανθίνης.
Η οξειδάση της ξανθίνης απαιτείται για την διαδοχική οξείδωση της υποξανθίνης και της ξανθίνης σε ουρικό οξύ. Έτσι, η φεμπουξοστάτη αναστέλλει την οξειδάση της ξανθίνης, μειώνοντας έτσι την παραγωγή ουρικού οξέος. Η φεμπουξοστάτη αναστέλλει τόσο την οξειδωμένη όσο και την ανηγμένη μορφή της οξειδάσης της ξανθίνης λόγω της στενής δέσμευσής της στη θέση της πτερίνης του μολυβδαινίου.[12]