Με τον όρο φαντασία εννοείται εκείνη η ψυχική λειτουργία που εκδηλώνεται ως παραστατική λειτουργία της συνείδησης και έχει τη βιολογική της βάση στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Αποτελεί βασικό αντικείμενο έρευνας της κλασικής ψυχολογίας και κατέχει πρωτεύουσα θέση στις ανθρωπιστικές επιστήμες και τις νευροεπιστήμες[1]. Βοηθά στην παροχή νοήματος στην εμπειρία και κατανόησης στη γνώση. Είναι θεμελιώδης λειτουργία, μέσω της οποίας οι άνθρωποι αναζητούν νόημα στον κόσμο[2][3] και κατέχει ρόλο-κλειδί στη μαθησιακή διαδικασία. Με τη φαντασία δίνεται στο άτομο η δυνατότητα να ζωγραφίσει νέους κόσμους πέρα από τον χωροχρόνο.
Βάσεις της φαντασίας
Βιολογική
Βιολογική βάση της φαντασίας συνιστά το είκασμα η παράστασις ή εικονοπλασία ως όρος απόδοσης του imagery. Έχει προταθεί η άποψη ότι τα προϊόντα της φαντασίας προέρχονται από μια διαδικασία μετασχηματισμού της βασικής εικονοπλασίας ή παραστατικής λειτουργίας, της πηγής της φαντασίας. Ο ψυχολόγος Άλαν Λέσλι (Alan Leslie), εργαζόμενος στο Λονδίνο στη δεκαετία του '80, εισήγαγε τη θεωρία ότι η φαντασία αναπτύσσεται σε τρία διαδοχικά βήματα. Καταρχήν υφίσταται μια πρωταρχική αναπαράσταση, μια εικόνα με αληθείς σχέσεις με τον εξωτερικό κόσμο. Στη συνέχεια παράγεται μια δευτερεύουσα απεικόνιση. Τελικά η συνείδηση εισάγει αλλαγές στη δευτερεύουσα απεικόνιση παίζοντας ουσιαστικά με τις αληθείς σχέσεις της με τον εξωτερικό κόσμο, χωρίς ωστόσο να αλλάζει το περιεχόμενο της πρωταρχικής εικόνας[4].
Οποιοδήποτε ζώο με εγκέφαλο και προσαρτημένο κατάλληλο αισθητήριο όργανο είναι ικανό να παράγει την πρωταρχική απεικόνιση[5]. Ο περιβάλλων κόσμος γίνεται αντιληπτός εξαιτίας των ερεθισμάτων που εκπέμπει από τη συνείδηση, μέσω των θυρών επικοινωνίας του εγκεφάλου, των πέντε βασικών αισθήσεων, και την ανάλογη εγκεφαλική διέγερση. Οι εντυπώσεις που προκαλούνται από τα εξωτερικά ερεθίσματα διαμορφώνουν τις μνημονικές εικόνες. Η επεξεργασία των μνημονικών εικόνων στην περιοχή του Flechsig[6] παράγει τη σκέψη ή τον μη εξωτερικευμένο, «ενδιάθετο» λόγο[7].
Ψυχολογική
Η φαντασία ως προς την ψυχολογική βάση της είναι ψυχική λειτουργία. Αντλεί το υλικό της από παραστάσεις του παρελθόντος και παραστάσεις του παρόντος. Αυτές οι παραστάσεις διασπώνται στα βασικά τους στοιχεία και κατόπιν αναπλάθονται -δυνητικά σε άπειρους σχηματισμούς- παράγοντας νέες παραστατικές εικόνες. Όταν αναλύονται στα δομικά τους στοιχεία οι φανταστικές παραστάσεις είναι ταυτόχρονα και μνημονικές παραστάσεις, μη αναγνωρίσιμες ωστόσο καθώς εκδηλώνονται με πρωτότυπο και ασυνήθιστο τρόπο. Ο όρος φαντασία στην ψυχολογία καλύπτει το σύνολο της παραστατικής λειτουργίας της ψυχής και αντιστοιχεί στον αγγλ. όρο imagination, ενώ τα ίδια τα εικάσματα, τα πλάσματα της φαντασίας, αποκαλούνται φαντασιώσεις και αντιστοιχούν στον όρο fantasy[8].
Φιλοσοφική
Σύμφωνα με την πλατωνική αντίληψη η φαντασία είναι δημιουργική ικανότητα της ψυχής, που δημιουργεί «φαντάσματα», στηριγμένη σε στοιχεία της πραγματικότητας. Στον Φίληβο ο Πλάτων θέτει πιθανώς για πρώτη φορά το πλαίσιο της φαντασίας δια στόματος Σωκράτη, όταν αναφέρει όταν ο άνθρωπος λαμβάνει μέσω της όρασης ή κάποιας άλλης αίσθησης τις γνώμες και τα λεγόμενα και κρατά κατόπιν στον νου του τις εικόνες των γνωμών και των λεγομένων[9]. Ο Αριστοτέλης με τη σειρά του διαχωρίζει τη φαντασία από την αίσθηση και τη διάνοια, θεωρώντας επίσης ότι χωρίς τη φαντασία δεν υπάρχει σύλληψις[10]. Οι Επικούρειοι με τη σειρά τους ορίζουν ως φανταστικό εκείνο που έρχεται από έξω, ορίζοντας την νοητική εικόνα ως υλική ουσία της σκέψης. Αντίθετα οι Νεοπλατωνικοί και οι Στωικοί θεωρούν ότι το φανταστικό μπορεί να προέλθει εξίσου από το εξωτερικό περιβάλλον και τον ανθρώπινο ψυχισμό[11]. Κατά τον μεσαίωνα ο Πέτρος Αβελάρδος οριοθετεί τη φαντασία ως ακολουθούσα τις αισθήσεις αλλά όντας πάνω από αυτές εντυπώνει στην ψυχή τις μορφές των πραγμάτων σε μια συγκεχυμένη μορφή, την οποία ξεκαθαρίζει η νόηση[12].