Το σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι ένα ψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο όμηροι εκφράζουν συμπάθεια και συμπόνοια και έχουν θετικά συναισθήματα προς τους απαγωγείς τους, μερικές φορές σε σημείο που να υπερασπίζονται και ταυτίζονται με τους απαγωγείς. Αυτά τα συναισθήματα γενικά θεωρούνται παράλογα μέσα από το πρίσμα του κινδύνου ή του ρίσκου που υπέστησαν τα θύματα, τα οποία θεωρούν ουσιαστικά την έλλειψη κακοποίησης από τους απαγωγείς ως μια πράξη καλοσύνης.[1][2] Το Σύστημα Βάσεων Δεδομένων Ομήρων του FBI δείχνει ότι περίπου 8 τοις εκατό των θυμάτων παρουσιάζουν ενδείξεις συνδρόμου της Στοκχόλμης.[3]
Ονομασία
Ο όρος αυτός προήλθε μετά την ληστεία που έγινε σε υποκατάστημα της τράπεζας Kreditbanken στο Νόρμαλμστοργκ, στην κεντρική Στοκχόλμη της Σουηδίας, τον Αύγουστο του 1973. Δύο ένοπλοι άνδρες οι Γιαν-Έρικ Όλσσον και Κλαρκ Όλοφσον εισέβαλαν σε αυτήν και απήγαγαν 4 υπαλλήλους της τράπεζας, τους Ελίζαμπετ Όλντγκρεν, Κρίστιν Ένμαρκ, Μπιργκίτα Λούντμπλαντ και τον Σβεν Σάφστρομ, για 6 μέρες σε θησαυροφυλάκιο της τράπεζας Sveriges Kreditbank. Μετά τη σύλληψη των δραστών, οι όμηροι προσπάθησαν να συλλέξουν χρήματα, για να ενισχύσουν οικονομικά τον δικαστικό αγώνα των απαγωγέων τους και αρνήθηκαν μάλιστα να καταθέσουν εναντίον τους.[4]
Περιγραφή
Το σύνδρομο της Στοκχόλμης μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή τραυματικής συγκόλλησης, η οποία δεν απαιτεί απαραιτήτως ένα σενάριο ομηρείας, αλλά η οποία περιγράφει «ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς που αναπτύσσονται μεταξύ δύο ατόμων, όπου ένα πρόσωπο παρενοχλεί περιοδικά, χτυπάει, απειλεί, κακοποιεί, ή εκφοβίζει το άλλο.""[5] Μια συχνά χρησιμοποιούμενη υπόθεση για να εξηγήσει το φαινόμενο του συνδρόμου της Στοκχόλμης, βασίζεται στη φροϋδική θεωρία. Προτείνει ότι η σύνδεση (του θύματος με τον κακοποιό) είναι αντίδραση του ατόμου στο τραύμα του, αντίδραση στο να γίνει θύμα. Η ταύτιση με τον επιτιθέμενο είναι ένας τρόπος που το ίδιο το "εγώ" υπερασπίζεται τον εαυτό του. Όταν ένα θύμα πιστεύει τις ίδιες αξίες με τον επιτιθέμενο, αυτός παύει να γίνεται αντιληπτός ως απειλή.[6]
Κοινά συμπτώματα του «Συνδρόμου της Στοκχόλμης»
Θετικά συναισθήματα από το θύμα προς το θύτη (άτομο που το κακοποιεί ή το ελέγχει).
Αρνητικά συναισθήματα από το θύμα προς την οικογένειά του, τους φίλους ή τις αρχές.
Υποστηρικτική συμπεριφορά από το θύμα προς το θύτη.
Ανικανότητα του θύματος να καταστρέψει την "σχέση" του με το θύτη.[7]
↑Dutton, D.G and Painter, S.L. (1981) Traumatic Bonding: the development of emotional attachments in battered women and other relationships of intermittent abuse. Victimology: An International Journal, 1(4), pp. 139–155