Συνωμοσία του Σήφη Βλαστού

Η Συνωμοσία του Σήφη Βλαστού ήταν μια αποτυχημένη απόπειρα εξέγερσης ενάντια στη Δημοκρατία της Βενετίας στην υπερπόντια αποικία της Κρήτης κατά το 15ο αιώνα που πήρε το όνομά της από τον αρχηγό της. Ο Βλαστός και οι συνεργάτες του καταδόθηκαν στις βενετσιάνικες αρχές, οι οποίες τους συνέλαβαν και τους εκτέλεσαν με συνοπτικές διαδικασίες το 1454. Ένα σχέδιο για μια μικρότερης κλίμακας εξέγερση εναντίον της Βενετίας εξουδετερώθηκε το 1462.[1]

Ιστορικό

Η Κρήτη υπό τη Βενετία

Ενετικός χάρτης της Κρήτης.

Η Κρήτη βρισκόταν υπό ενετική κυριαρχία από το 1211, έχοντας πωληθεί στη Βενετία από τον Βονιφάτιο το Μομφερρατικό κατά τη διάρκεια της Δ΄ Σταυροφορίας. Λόγω της κεντρικής της θέσης κατά μήκος των εμπορικών οδών, του μεγέθους και των προϊόντων της, η Κρήτη είχε στρατηγική σημασία για την Βενετία στην Ανατολική Μεσόγειο.[2] Η κατεχόμενη Κρήτη χωρίστηκε σε φέουδα και ιδρύθηκε μια αποικία γνωστή ως το Βασίλειο της Κάντια (ιταλικά: Regno di Candia‎‎), έχοντας ως πρωτεύουσα την πόλη Κάντια (σημερινό Ηράκλειο). Η γη διανεμήθηκε σε Ενετούς αποίκους (ευγενείς αλλά και πολίτες) με την προϋπόθεση ότι πλήρωναν φόρους, επάνδρωναν ενετικά πολεμικά πλοία και υπερασπίζονταν την κτήση στο όνομα της Βενετίας. Η Κρήτη διοικούνταν από έναν Ενετό ευγενή εκλεγμένο από το Μεγάλο Συμβούλιο της Βενετίας, ο οποίος είχε τον τίτλο του Δούκα της Κάντια και επικουρούνταν από δύο Συμβούλους. Οι μεγάλες πόλεις διοικούνταν από τους Ρέκτορες που υπηρετούσαν υπό τον Δούκα. Οι Ενετοί κυβέρνησαν την Κρήτη κυρίως για το δικό τους συμφέρον, υποχρεώνοντας τους Κρητικούς σε καταναγκαστική εργασία ή στρατολογώντας τους για τους πολέμους της Δημοκρατίας.[3][4] Κατά τη διάρκεια των πέντε αιώνων της ενετικής κυριαρχίας, η Κρήτη γνώρισε πολλές εξεγέρσεις του γηγενή κρητικού πληθυσμού εναντίον της Βενετίας.

Ένωση της καθολικής και ορθόδοξης εκκλησίας

Απεικόνιση του συμβουλίου της Φλωρεντίας.

Στις αρχές του δέκατου πέμπτου αιώνα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης λόγω της επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ελπίζοντας να λάβει στρατιωτική βοήθεια από τη Δύση, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης VIII Παλαιολόγος ήταν πρόθυμος να συνάψει συμμαχία με την Λατινική Εκκλησία. Ως εκ τούτου, συμφώνησε με τον Πάπα Ευγένιο IV στη σύγκληση της Συνόδου της Φερράρας-Φλωρεντίας με στόχο να συζητηθεί η επανένωση. Μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις και πολιτική πίεση από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα, όλοι οι ανατολικοί επισκοπικοί εκπρόσωποι, εκτός από τον Μάρκο Ευγενικό, αποδέχτηκαν Δυτικά δόγματα όπως η παπική υπεροχή, το Φιλιόκβε και το Καθαρτήριο, και τον Ιούλιο του 1439 υπέγραψαν διακήρυξη με την οποία κηρύχθηκε η επανένωση της δυτικής και ανατολικής εκκλησίας. Ωστόσο, όταν οι ανατολικοί επίσκοποι επέστρεψαν στις πόλεις τους, διαπίστωσαν ότι η συμφωνία τους με τη Δύση δεν έχαιρε της αποδοχής του πληθυσμού και της συντριπτικής πλειοψηφίας των χαμηλόβαθμων κληρικών. Ως αποτέλεσμα, η ένωση που υπογράφηκε στη Φλωρεντία δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης δύο δεκαετίες αργότερα, η επανένωση έγινε αδύνατη καθώς οι Οθωμανοί ενθάρρυναν τους ανθενωτικούς, με στόχο να κρατήσουν τον Χριστιανισμό διχασμένο.

Η Ενετική Κρήτη κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα

Ανατολική Μεσόγειος περί το 1450.

Μετά τη βραχύβια Δημοκρατία Αγίου Τίτου που προέκυψε από την αποτυχημένη αποστασία του Αγίου Τίτου το 1363 και την καταστολή της επακόλουθης εξέγερσης των Καλλέργηδων το 1368, η Κρήτη γνώρισε μια αρκετά μακρά περίοδο ειρήνης. Παρόλο που η Βενετία επέτρεψε στους Ορθόδοξους Κρητικούς να ασκούν ελεύθερα την πίστη τους σύμφωνα με το Βυζαντινό τυπικό, αρνήθηκε να αποδεχτεί την εξάρτηση του Κρητικού Ορθόδοξου κλήρου από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Βενετία αντιλαμβανόταν την Ορθόδοξη πίστη των Κρητών ως εμπόδιο στην κυριαρχία της, και ως εκ τούτου επιθυμούσε να αποτρέψει οποιαδήποτε πολιτική παρέμβαση της βυζαντινής εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Αντί αυτού, οι Λατίνοι επίσκοποι και οι πρωτοπαπάδες, αξιωματούχοι πιστοί στο κράτος διορίστηκαν για τη διαχείριση θρησκευτικών υποθέσεων στην Κρήτη. Η απουσία ανώτερων ορθόδοξων κληρικών στην Κρήτη σήμαινε ότι οι Ορθόδοξοι που ήθελαν να χειροτονηθούν έπρεπε να φύγουν από το νησί για την Πελοπόννησο ή τα Ιόνια Νησιά.[3] Για να ενισχύσουν το ηθικό και την πίστη, Ορθόδοξοι επίσκοποι και έξαρχοι έφτασαν στην Κρήτη κατά το δεύτερο μισό του δέκατου τέταρτου και τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα. Σ' αυτούς περιλαμβάνονταν προσωπικότητες όπως ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Άνθιμος ο Ομολογητής και ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, που ένωσαν τις δυνάμεις τους με τοπικούς ανθενωτικούς θεολόγους όπως ο Νείλος Νταμιλάς και ο Ιωσήφ Φιλάγρης.

Από την άλλη πλευρά, ο Πάπας Ευγένιος IV έστειλε στην Κρήτη τον αρχιεπίσκοπο Φαντίνο Βαλαρέσο, ως πληρεξούσιο του, επιφορτισμένο με την εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνταν για την εφαρμογή της ένωσης των εκκλησιών. Οικουμενικοί Πατριάρχες όπως ο Μητροφάνης Β ' και ο διάδοχός του Γρηγόριος Γ' ενθάρρυναν την ένωση και δεν αντιτάχθηκαν στην ανάμειξη της Δύσης στις κρητικές εκκλησιαστικές υποθέσεις, αφού την αποδέχτηκαν ως το απαραίτητο τίμημα για την πιεστικά αναγκαία βοήθεια για την αντιμετώπιση των Οθωμανών. Σε αυτό το πλαίσιο, και από το 1439 και μετά, η θρησκευτική πολιτική των Βενετών ευθυγραμμίστηκε με εκείνη της Αγίας Έδρας και προσπάθησε να επιβάλει στην Κρήτη τους όρους της Συνόδου της Φερράρας-Φλωρεντίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ήταν ευπρόσδεκτο από τους Κρητικούς και αύξησε τη δυσαρέσκειά τους προς τη Βενετική διοίκηση.[3]

Συνωμοσία του Βλαστού

Το καλοκαίρι του 1454, λίγο μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου 1453, οι Βενετικές αρχές ενημερώθηκαν ότι ετοιμάζεται μια εξέγερση ενάντια στη Δημοκρατία. Οι πληροφοριοδότες τους ήταν ο Ιωάννης Λίμα, ένας Κρητικός ιερέας και ο Βενετός Αντρέα Νίγκρο, που υπέδειξαν το Σήφη Βλαστό ως τον επικεφαλής της συνωμοσίας. Αναζητώντας ερείσματα, οι συνωμότες προσέγγισαν τον Λίμα, ο οποίος αντί να τους βοηθήσει, ενημέρωσε σχετικά τους Βενετούς αξιωματούχους.[1]

Ο Σήφης Βλαστός (λατ. Siphius ή Sifi Vlasto) ήταν απόγονος της Κρητικής αρχοντικής οικογένειας των Βλαστών, που κατοικούσε στο Ρέθυμνο. Δεν είναι γνωστές περαιτέρω λεπτομέρειες για τη ζωή του, εικάζεται ωστόσο ότι έχοντας συλλάβει ένα τόσο τολμηρό σχέδιο και έχοντας καταφέρει να συγκεντρώσει σημαντικό αριθμό οπαδών, θα πρέπει να ήταν ένα σημαντικό πρόσωπο με μεγάλη επιρροή.

Η αιτία της συνωμοσίας ήταν πιθανότατα η αντίδραση κατά της καταπίεσης των Βενετών ηγετών και της διείσδυσης της Καθολικής Εκκλησίας. Έχει επίσης προταθεί από σύγχρονους ιστορικούς ότι ένας πιο φιλόδοξος στόχος ήταν να δημιουργηθεί ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, το οποίο θα συνέχιζε την κληρονομιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.[1] Αυτό υποστηρίζεται περαιτέρω από την αφήγηση του Ανδρέα Κορνάρο, σύμφωνα με την οποία οι συνωμότες σκόπευαν να κόψουν σε κομμάτια τους Βενετούς και να εγκαταστήσουν έναν άλλο κυβερνήτη. Επιπλέον, βενετσιάνικα έγγραφα που εντοπίστηκαν από τον Μανούσο Μανούσακα αναφέρουν ότι οι συνωμότες είχαν πλαστογραφήσει μια επιστολή υποστήριξης από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΧΙ Παλαιολόγο.[1]

Φοβούμενοι ότι αν ο Βλαστός και οι οπαδοί του κατάφερναν να πυροδοτήσουν μια εξέγερση, οι διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις στην Κρήτη θα ήταν αριθμητικά κατά πολύ υποδεέστερες των Κρητικών, οι Βενετικές αρχές υπό τον Δούκα της Κάντια, Μπενεντέτο Βιτούρι, αποφάσισαν να ενεργήσουν γρήγορα, χωρίς πρώτα να συμβουλευτούν τον Δόγη Φραντσέσκο Φόσκαρι. Έτσι, με τη βοήθεια των τοπικών φεουδαρχών, συνελήφθησαν συνολικά 39 συνεργοί, μεταξύ των οποίων οι ιερείς Μανασσής Αρκολέων (ή Αρκολέος) και Παύλος Καλύβας, καθώς και οι πολίτες Λεοντάκιος Τρουλλινός και Γεώργιος Καλλέργης. Οι συνωμότες εκτελέστηκαν με απαγχονισμό οι περιουσίες τους κατασχέθηκαν. Οι πληροφοριοδότες έλαβαν αμοιβές μεταξύ των οποίων κληρονομικές ετήσιες επιδοτήσεις που ανέρχονταν σε 1000 υπέρπυρα για κάθε έναν. Τους δόθηκε επίσης το δικαίωμα να συνοδεύονται από ένοπλους φρουρούς. Στον Λίμα προσφέρθηκε στη θέση του πρωτόπαπα της Κάντια, αλλά δεν την κατέλαβε ποτέ με το φόβο της λαϊκής αντίδρασης. Η προσφορά υλικών ανταμοιβών σε αντάλλαγμα πιστών υπηρεσιών στη Βενετία ήταν μια συνήθης πρακτική της Δημοκρατίας.[5] Ως περαιτέρω τιμωρία, το Συμβούλιο των Δέκα απαγόρευσε τη χειροτονία Ορθόδοξων ιερέων για πέντε χρόνια και διέταξε την ενίσχυση των φρουρών των Χανίων και του Ρεθύμνου.[1]

Η συνωμοσία του 1460–1462

Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης και την παρακμή του Δεσποτάτου του Μυστρά, Ορθόδοξοι ιερείς και μοναχοί κατέφυγαν στην Κρήτη, ενισχύοντας το εκεί ανθενωτικό συναίσθημα.[3] Οι θρησκευτικές εντάσεις συνεχίστηκαν, καθώς ενωτικοί όπως ο Λατίνος Πατριάρχης Ισίδωρος του Κιέβου έφτασαν επίσης στο νησί. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1460, προκηρύξεις κατά της ενετικής κυριαρχίας ρίχθηκαν έξω από το σπίτι του κρητικού ευγενούς Ιωάννη Μελισσηνού. Ο Μελισσηνός τις έστειλε στο Ρέκτορα του Ρεθύμνου, και σε αντίποινα δολοφονήθηκε στον ύπνο του την επόμενη νύχτα. Ο Ρέκτορας προσέφερε αμοιβή 1000 (την οποία αργότερα αύξησε σε 3000) υπέρπυρα για τη σύλληψη των δραστών.

Τον Φεβρουάριο του 1461, το Συμβούλιο των Δέκα εκδίωξε από την Κρήτη τον πρωτόπαπα του Ρεθύμνου Πέτρο Τσαγκαρόπουλο. Τον Οκτώβριο του 1461, ο Εβραίος έμπορος Δαυίδ Μαυρογόνατος υπέδειξε τον Ιωάννη Γαβαλά ως υπεύθυνο για την δολοφονία του Μελισσηνού. Ο Γαβαλάς ανακρίθηκε και εκτελέστηκε μαζί με μερικούς άλλους Κρητικούς στις αρχές του 1462. Είναι γνωστό σήμερα ότι ο ίδιος Ιωάννης Λίμα που πρόδωσε τον Βλάστο, πρόδωσε επίσης ανεξάρτητα τον Γαβαλά, αλλά δεν τόλμησε να ζητήσει ανταμοιβή, φοβούμενος την αντίδραση των Κρητών. Αργότερα, έχοντας επίσης υπηρετήσει ως κατάσκοπος για λογαριασμό της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη, ο Μαυρογόνατος έλαβε φορολογική απαλλαγή και το δικαίωμα να κυκλοφορεί δημόσια χωρίς να φέρει Εβραϊκό σήμα. Επίσης διεκδίκησε επιτυχώς ορισμένα προνόμια για ολόκληρη την εβραϊκή κοινότητα της Κρήτης. Η έρευνα του Μ. Μανούσακα[1] ξεκαθάρισε μια μακροχρόνια παρανόηση, που έγινε για πρώτη φορά από τον Ανδρέα Κορνάρο και υιοθετήθηκε από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς[5], σύμφωνα με την οποία θεωρείτο ότι ο Μαυρογόνατος συμμετείχε στην κατάδοση της συνωμοσίας του Βλαστού το 1454.

Προληπτικά, οι Ενετοί απέλασαν όλους τους μοναχούς και τους ιερείς που είχαν έρθει στην Κρήτη από την υπό οθωμανική κατοχή ελληνική ηπειρωτική χώρα.

Συνέπειες

Και οι δύο συνωμοσίες καταπνίγηκαν πριν προκαλέσουν οποιαδήποτε απτή βλάβη στα συμφέροντα της Βενετίας. Ωστόσο, οι αρχές παρέμειναν σε εγρήγορση και επέτειναν περαιτέρω τα μέτρα για την επανένωση των εκκλησιών. Η προώθηση της ένωσης από τη Βενετία επιδείνωσε τις υπάρχουσες θρησκευτικές εντάσεις στην κρητική κοινωνία, οι οποίες με τη σειρά τους βοήθησαν στην ανάπτυξη ορισμένων στοιχείων εθνικής συνείδησης μεταξύ των Κρητών. Αντιλαμβανόμενη την αποτυχία των πολιτικών της και προσδοκώντας να εξασφαλίσει την υποστήριξη των ντόπιων στην άμυνα της Κρήτης ενάντια στους Τούρκους καθώς ξέσπασαν οι Βενετοτουρκικοί πόλεμοι, η Βενετία υιοθέτησε μια πιο φιλική στάση απέναντι στην Ορθοδοξία μετά το πρώτο μισό του 16ου αιώνα.[1][3]

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Manousakas, Manousos I. (1960). Ἡ ἐν Κρήτῃ συνωμοσία τοῦ Σήφη Βλαστοῦ (1453-1454) καὶ ἡ νέα συνωμοτικὴ κίνησις τοῦ 1460-1462 [The Conspiracy of Sēphēs Vlastos in Crete (1453-1454) and the New Conspiratorial Attempt of 1460-1462] (PhD thesis). Αθήναι: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. 
  2. Jacoby, David (2014). «The Economy of Latin Greece». A Companion to Latin Greece. Brill. σελίδες 185–216. ISBN 9789004284104. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Maltezou, Chryssa (1991). «The historical and social context». Στο: Holton, David, επιμ. Literature and Society in Renaissance Crete. Cambridge University Press. σελίδες 17–48. ISBN 9780521325790. 
  4. Morris, Jan (1990). The Venetian Empire: A Sea Voyage. Penguin Books. ISBN 978-0140119947. 
  5. 5,0 5,1 O'Connell, Monique (2009). Men of Empire: Power and Negotiation in Venice's Maritime State. Baltimore: Johns Hopkins University Press. ISBN 9780801891458. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Strategi Solo vs Squad di Free Fire: Cara Menang Mudah!