Η συνάρτηση ωφελιμότητας Φρίντμαν-Σάβατζ είναι η θεωρία που ανέπτυξαν σε εργασία τους ο Μίλτον Φρίντμαν και ο Λέοναρντ Σάβατζ το 1948[1], η οποία υποστήριξε ότι η καμπυλότητα της συνάρτησης ωφελιμότητας ενός ατόμου διαφέρει με βάση το μέγεθος του πλούτου κάθε ατόμου. Αυτή η καμπύλη της συνάρτησης ωφελιμότητας θα μπορούσε έτσι να εξηγήσει γιατί ένα άτομο είναι δεκτικό στον κίνδυνο όταν έχει περισσότερο πλούτο (π.χ., αγοράζοντας λαχείο) ενώ αποστρέφεται τον κίνδυνο όταν είναι φτωχότερο (π.χ., αγοράζοντας ασφάλιση). Η συνάρτηση έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως, μεταξύ άλλων, στον τομέα της Οικονομικής Ιστορίας για να εξηγήσει γιατί το τζογάρισμα σε κοινωνικά πλαίσια δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η κοινωνία είχε τρελαθεί[2].
Προσθήκες
Τέσσερα χρόνια μετά τη δημοσίευση του αρχικού άρθρου, ο Χάρυ Μάρκοβιτς, πρώην φοιτητής του Φρίντμαν, υποστήριξε ότι μερικές από τις επιπτώσεις της συνάρτησης ωφελιμότητας Φρίντμαν-Σάβατζ ήταν παράδοξες[3]. Συγκεκριμένα, ο υπαινιγμός της ότι εκείνοι που βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο εσόδων ποτέ δεν θα αναλάμβαναν κινδύνους. Η λύση του ήταν να σχετίσει την καμπυλότητα της συνάρτησης ωφελιμότητας ενός ατόμου με τις αυξήσεις σε πλούτο. Αυτό περιλάμβανε τον ορισμό του «κανονικού» ατομικού επιπέδου εσόδων, ως καθοριστικό για τα κέρδη ωφέλειας από «ψυχαγωγικές επενδύσεις» (η ψυχολογική ωφέλεια που αποκτάται από την πράξη του τζόγου), και τη μέτρηση των αποκλίσεων από το αρχικό επίπεδο ωφέλειας στο «κανονικό» επίπεδο εισοδήματος.
Παραπομπές
|
---|
Ακαδημαϊκή καριέρα | |
---|
Έργα | |
---|
Οικογένεια | |
---|