Ο Συζέ (γαλλικά: Suger, λατινικά: Sugerius, περ. 1081 - 13 Ιανουαρίου 1151), αναφέρεται συνήθως ως αββάς Συζέ, ήταν Γάλλος ηγούμενος, πολιτικός και χρονικογράφος. Υπήρξε φίλος και έμπιστος σύμβουλος των βασιλέων της Γαλλίας Λουδοβίκου ΣΤ΄ και Λουδοβίκου Ζ´ και είναι γνωστός κυρίως για τις θεολογικές και καλλιτεχνικές φιλοδοξίες του που τον οδήγησαν στην ανοικοδόμηση της βασιλικής του Σαιν-Ντενί, της πρώτης κατασκευής γοτθικής αρχιτεκτονικής και τη γέννηση της Γοτθικής τέχνης.[8]
Βιογραφικά στοιχεία
Η καταγωγή της οικογένειας του Συζέ είναι άγνωστη. Αρκετές φορές στα γραπτά του αναφέρει ότι κατάγονταν από ταπεινή οικογένεια, αν και αυτό μπορεί να είναι απλώς μια σύμβαση αυτοβιογραφικής γραφής. Το 1091, σε ηλικία 10 ετών, ο Συζέ άρχισε την εκπαίδευσή του στο αββαείο του Σαιν Ντενί (Αγίου Διονυσίου), κοντά στο Παρίσι. Εκεί, ήταν συμμαθητής και φίλος με τον μελλοντικό βασιλιά Λουδοβίκο ΣΤ΄ της Γαλλίας. Από το 1104 έως το 1106, φοίτησε σε άλλο σχολείο, ίσως εκείνο που ήταν προσαρτημένο στο αβαείο του Σαιν-Μπενουά-συρ-Λουάρ. Το 1106 έγινε γραμματέας του ηγουμένου του Σαιν Ντενί. Την επόμενη χρονιά έγινε πρεσβύτερος του Μπέρνεβαλ στη Νορμανδία και το 1109 του Τουρί. Το 1118, ο Λουδοβίκος ΣΤ΄ τον έστειλε στην αυλή του Πάπα Γελάσιου Β’ στο Μαγκελόν (στο Μονπελιέ, στον κόλπο του Λέοντα) και έζησε από το 1121 έως το 1122 στο περιβάλλον του διαδόχου του Γελάσιου, Κάλλιστου Β΄.[9]
Κατά την επιστροφή του από το Μαγκελόν, ο Συζέ έγινε αββάς (ηγούμενος) του Σαιν Ντενί. Μέχρι το 1127, με θέση αντίστοιχη πρωθυπουργού ασχολήθηκε στη βασιλική αυλή με υποθέσεις του βασιλείου, ενώ την επόμενη δεκαετία αφοσιώθηκε στην αναδιοργάνωση και τη μεταρρύθμιση του Σαιν Ντενί. Το 1137, συνόδευσε τον μελλοντικό βασιλιά Λουδοβίκο Ζ΄ στην Ακουιτανία για τον γάμο του πρίγκιπα με την Ελεονώρα της Ακουιτανίας, και κατά τη διάρκεια της Β΄ Σταυροφορίας υπηρέτησε ως ένας από τους αντιβασιλείς του βασιλείου (1147–1149). Αντιτάχθηκε έντονα στο διαζύγιο του Λουδοβίκου Ζ, άντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο, ο βασιλιάς χώρισε τελικά μετά τον θάνατο του Συζέ. Αν και αποδοκίμασε τη Β΄ Σταυροφορία, ο ίδιος, τη στιγμή του θανάτου του, είχε αρχίσει να κηρύττει μια νέα σταυροφορία.[10]
Ο Συζέ υπηρέτησε ως φίλος και σύμβουλος τόσο του Λουδοβίκου ΣΤ΄ όσο και του Λουδοβίκου Ζ΄. Προέτρεψε τον βασιλιά να καταστρέψει τους απαιτητικούς φεουδάρχες, ήταν υπεύθυνος για τη βασιλική τακτική στην αντιμετώπιση κοινοτικών εξεγέρσεων και προσπάθησε να ρυθμίσει την απονομή δικαιοσύνης. Εμπλούτισε το αββαείο του, το οποίο διέθετε σημαντική περιουσία, με την κατασκευή μιας νέας εκκλησίας, τη Βασιλική Σαιν-Ντενί, που κατασκευάστηκε με τον πρωτοεμφανιζόμενο γοτθικό ρυθμό. Η υπόθεση Γάλλων συγγραφέων του 19ου αιώνα ότι ο Συζέ ήταν ο «σχεδιαστής» της βασιλικής του Σαιν Ντενί (και ως εκ τούτου ο εισηγητής της γοτθικής αρχιτεκτονικής) έχει αποκλειστεί από πιο σύγχρονους μελετητές. Αντ' αυτού, γενικά θεωρείται ότι ήταν ένας τολμηρός και ευφάνταστος προστάτης των τεχνών που ενθάρρυνε το έργο ενός καινοτόμου (αλλά άγνωστου πλέον) αρχιτέκτονα. [11]
Ο αββάς Συζέ, φίλος και έμπιστος σύμβουλος των Γάλλων βασιλέων Λουδοβίκου ΣΤ΄ και Λουδοβίκου Ζ΄, αποφάσισε περίπου το 1137 να ανοικοδομήσει τη μεγάλη Βασιλική Σαιν-Ντενί, τον ταφικό ναό των Γάλλων μοναρχών.[12]
Άρχισε με το δυτικό μέτωπο, ανακατασκευάζοντας την αρχική καρολίγγεια πρόσοψη με τη μονή πύλη του. Σχεδίασε την πρόσοψη του Σαιν Ντενί στα πρότυπα της Ρωμαϊκής Αψίδας του Κωνσταντίνου με την τριμερή διαίρεση και τρεις μεγάλες πύλες για να διευκολύνει το πρόβλημα της πολυκοσμίας. Ο ρόδακας πάνω από τη δυτική πύλη είναι ο παλαιότερος γνωστός, αν και προηγήθηκαν ρομανικά κυκλικά παράθυρα.
Με την ολοκλήρωση του δυτικού μετώπου το 1140, ο Συζέ προχώρησε στην ανακατασκευή του ανατολικού τμήματος. Σχεδίασε το χοροστάσιο με πλούσιο φως να εισχωρεί στο εσωτερικό. Για να πετύχει τους στόχους του, οι τεχνίτες του χρησιμοποίησαν πολλά νέα χαρακτηριστικά της αναδυόμενης γοτθικής αρχιτεκτονικής, που εξελίχθηκαν ή είχαν εισαχθεί από τη ρομανική αρχιτεκτονική: τις οξυκόρυφες αψίδες, τα μυτερά τόξα, τους ραβδωτούς θόλους, τους περιφερειακούς διαδρόμους, τα ακτινωτά παρεκκλήσια, τις πλευρικές αντηρίδες που στήριζαν νευρώσεις που ξεπηδούσαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις και τα ιπτάμενα στηρίγματα που επέτρεπαν την εισαγωγή μεγάλων χρωματιστών επιφανειών των υαλοστασίων (βιτρώ).[13]
Το νέο οικοδόμημα ολοκληρώθηκε και καθαγιάσθηκε στις 11 Ιουνίου 1144, παρουσία του βασιλιά. Η βασιλική του Σαιν Ντενί, που αναφέρεται ως το πρώτο κτήριο σε γοτθικό ρυθμό, έγινε έτσι το πρότυπο για τους περισσότερους γαλλικούς καθεδρικούς ναούς του 12ου αιώνα, μεταξύ των οποίων ο καθεδρικός ναός της Σαρτρ, ο καθεδρικός ναός του Σανλίς και η Παναγία των Παρισίων.
Ο Συζέ ήταν επίσης προστάτης των τεχνών. Μεταξύ των λειτουργικών σκευών που κατείχε είναι ένας επιχρυσωμένος αετός, το βάζο της Ελεονώρας της Ακουιτανίας, ένα χρυσό δισκοπότηρο και άλλα. Το δισκοπότηρο που κάποτε ανήκε στον Συζέ βρίσκεται τώρα στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης στην Ουάσινγκτον.
Συγγραφικό έργο
Ο αββάς Συζέ ήταν ο κορυφαίος χρονικογράφος-ιστορικός της εποχής του. Τα έργα του Ιστορία του Λουδοβίκου ΣΤ΄ (Vita Ludovici regis), οι Επιστολές του καθώς και η Ιστορία του Λουδοβίκου Ζ΄ (Historia gloriosi regis Ludovici) αποτελούν χρήσιμες πηγές πληροφόρησης.
Στο βιβλίο του Μνημόνιο για την ηγουμενία μου (Liber de Rebus in Administratione sua Gestis) και στα επόμενα Libellus Alter de Consecratione Ecclesiae Sancti Dionysii και Ordinatio, αναφέρεται στις βελτιώσεις που είχε κάνει στη Βασιλική Σαιν-Ντενί, περιγράφει τους θησαυρούς της εκκλησίας και δίνει έναν απολογισμό της ανοικοδόμησης.[14] Τα έργα του Συζέ σύντομα βρήκαν μιμητές μεταξύ των μοναχών και προκάλεσαν τη συγγραφή μιας μεγάλης σειράς επίσημων χρονικών.
↑Conrad Rudolph, Artistic Change at St Denis: Abbot Suger's Program and the Early Twelfth Century Controversy Over Art, Princeton University Press, 1990