Η πόλη της Σκύρου (ή Χώρα) είναι η πρωτεύουσα του ομώνυμου νησιού.[1] Ο πληθυσμός της, σύμφωνα με την απογραφή του 2021, είναι 1.725 κάτοικοι.[2] Η πόλη έχει κριθεί, από το 1967, ιστορικός διατηρητέος τόπος[3] και αποτελείται από παραδοσιακά σπίτια, με κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική, κτισμένα κοντά το ένα στο άλλο. Στη πόλη βρίσκεται το αρχαιολογικό μουσείο Σκύρου[4] και το λαογραφικό μουσείο Μάνου και Αναστασίας Φαλτάιτς[5]. Έχει αστυνομικό τμήμα, ταχυδρομείο, γυμνάσιο, λύκειο και δημοτικό σχολείο .[6]
Θέση
Η πόλη βρίσκεται κοντά στην ανατολική ακτή του νησιού, κτισμένη αμφιθεατρικά στη δυτική πλαγιά απότομου λόφου, ύψους 179 μέτρων, στην κορυφή του οποίου είναι το βυζαντινό κάστρο, το οποίο βρίσκεται στη θέση της αρχαίας ακρόπολης. Ο λόφος είναι απροσπέλαστος από τη βόρεια και ανατολική πλευρά και έχει χαρακτηριστεί ως αρχαιολογικός χώρος "για την προστασία της τειχισμένης αρχαίας ακρόπολης και των λειψάνων της που χρονολογούνται από τη Νεολιθική περίοδο και την εποχή του Χαλκού".[7]
Σε μικρή απόσταση δυτικά του κάστρου βρίσκεται η πηγή Αναβάλσα, της οποίας τα νερά σχηματίζουν τον Κηφισσό. Τα νερά χρησιμοποιούνται για την ύδρευση του οικισμού.[8] Στα ανατολικά του λόφου, παραθαλάσσια, βρίσκονται τα Μαγαζιά, όπου στο παρελθόν βρίσκονταν τα πατητήρια.[9]
Η Χώρα της Σκύρου συνδέεται με τη Λιναριά (το λιμάνι του νησιού) με ασφαλτοστρωμένο δρόμο μήκους 11 χιλιομέτρων.
Ιστορία
Η περιοχή του κάστρου, στην κορυφή του απότομου κωνικού λόφου, κατοικείται από την προϊστορία.[8] Δεν είναι γνωστό αν υπήρχαν άλλοι οικισμοί στη Σκύρο κατά τη διάρκεια των αρχαίων και μετέπειτα χρόνων, αν και υπάρχουν διάσπαρτα ίχνη κτισμάτων, όστρακα, τάφοι και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα σε όλη τη Σκύρο. Από τους περιηγητές, μόνο ο Tournefort επισκέφτηκε το νησί, το 1702, ο οποίος αναφέρει ότι στο νησί υπάρχει μόνο ένας οικισμός, κτισμένος κάτω από απόκρημνο βράχο με κωνική μορφή. Αναφέρει ότι ο πληθυσμός του ήταν 300 οικογένειες. Ακόμη και σήμερα, όπου έχουν αναπτυχθεί νέοι οικισμοί, η πλειονότητα των κατοίκων του νησιού κατοικεί στη Χώρα, η οποία είναι το διοικητικό και πολιτικό κέντρο του νησιού.[10]
Δεν είναι γνωστό πότε άρχισε να αναπτύσσεται ο οικισμός πέρα από τα όρια του κάστρου. Θεωρείται ότι οι σημερινές συνοικίες άρχισαν να δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου. Οι άρχοντες εγκαταστάθηκαν κοντά στα τείχη και πιο μακριά οι υπόλοιποι (γεωργοί, κτηνοτρόφοι).[10]
Αρχιτεκτονική
Τη Χώρα της Σκύρου διασχίζει ένας κεντρικός δρόμος, ο οποίος προέρχεται από τα Λιναριά και καταλήγει στο Κάστρο και αποτελεί την οικονομική και κοινωνική ραχοκοκκαλιά του οικισμού. Από αυτόν τον δρόμο ξεκινούν καλντερίμια και δρομίσκοι με σκαλιά. Τα σπίτια της Σκύρου είναι μικρά, ώστε να είναι όσο το δυνατότερο εγγύτερα στο Κάστρο, λευκά και εφάπτονται το ένα στο άλλο.[11] Λόγω της στενότητας του χώρου αναπτύσσονται κάθετα. Η είσοδος των σπιτιών βρίσκεται από την πλευρά του δρόμου. Για την εξοικονόμηση χώρου στο δρόμο, οι σκάλες πλαταίνουν προς τον εξώστη του ορόφου, ενώ οι γωνίες των εξωτερικών τοίχων είναι κομμένες και υπάρχουν και σκεπαστές διαβάσεις. Ανάμεσά τους βρίσκονται μικρές εκκλησίες. Τα κτίρια που σχετίζονται με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες βρίσκονται στις παρυφές του οικισμού. Μέσα στο Κάστρο βρίσκονται τα παράσπιτα, όπου φυλάσσονταν τα πολύτιμα αντικείμενα.[9]
Τα σπίτια της Σκύρου είναι ορθογώνια, με τις ελεύθερες επιφάνειες εξωτερικά και εσωτερικά περασμένες με λευκό ασβέστη. Το αρχοντικά διαφέρουν από τα υπόλοιπα σπίτια στην οικοσκευή και το μεγαλύτερο μέγεθος. Τα σπίτια είναι πέτρινα, ενώ το ξύλο χρησιμοποιείται για την κατασκευή της σκεπής και άλλες ξύλινες κατασκευές. Έχουν ρηχά θεμέλια και όπου είναι απαραίτητο ενισχύονται από αντηρίδες.[12] Οι τοίχοι έχουν πάχους 70 εκατοστά στο έδαφος και λεπταίνουν προς την κορυφή. Από τριών μεγεθών υλικά, τις μεγάλες πέτρες, τις μεσόπετρες, οι οποίες τοποθετούνται στα κενά και τέλους γέμιζαν τους αρμούς με λάσπη από μελάγκι, σκουρόχρωμα αργιλώδες χώμα με στεγανωτικές ιδιότητες. Σοβατίζονταν εσωτερικά και εξωτερικά.[13] Έχουν λίγα, ασύμμετρα ανοίγματα στους τοίχους. Πάνω από τις πόρτες μπορεί να υπάρχει ορθογωνισμένος, καφασωτός φεγγίτης.[12] Στην πλευρά του δρόμου μπορεί να υπάρχει μικρή αυλή η οποία οριοθετείται από χαμηλό πεζούλι. Στην αυλή μπορεί να βρίσκεται ο φούρνος, το παράσπιτο, αποθήκη και χώρος υγιεινής.[14] Εκεί όπου θα στηριχθεί η στέγη υπάρχει η λεγόμενη πατούρα, εσοχή στον τοίχο για να ακουμπούν τα δοκάρια.[13]
Η οροφή, γνωστή ως δώμα ή λιάκος είναι σκουρόχρωμη, στρωμμένη με μελάγκι. Η κατασκευή της άρχιζε με την τοποθέτηση του ξύλινου στύλου στο κέντρο του σπιτιού μέσα σε ειδικό πωρόλιθο για να μη σαπίζει. Στην κορυφή του στύλου βρίσκεται το προσκεφάλι, πάνω στο οποίο ισορροπεί το κορφάρι. Στην συνέχεια τοποθετούνται κάθετα στο κορφάρι τα δοκάρια σε απόσταση 40 εκατοστών το ένα από τα άλλο. Μετά λαμβάνει χώρα το καλάμωμα, η τοποθέτηση της καλαμωτής. Σπάνια τοποθετούσαν σανίδες στην οροφή εσωτερικά. Πάνω από την καλαμωτή τοποθετείται το σαμάκι, λεπτά ξεριά καλάμια, βούρλα ή λυγαριές με τα φύλλα τους πάχους 25 εκατοστών, και από πάνω της τοποθετούνταν ξερά φύκια, γνωστά ως κόμμος. Πάνω στον κόμμο τοποθετούνταν χώρα πάχους 5-7 εκατοστών, δημιουργώντας κλίση στο λιάκο, προς την υδρορροή, γνωστή ως ρίχτης. Τέλος, από πάνω τοποθετούταν το μελάγκι, το οποίο ανανεωνόταν κάθε τρία χρόνια.[13]
Στο εσωτερικό του σπιτιού, όπου το επέτρεπε το ύψος του, βρίσκεται ο μπουλμές, ένα ξύλινο διακοσμημένο διαχωριστικό ύψους 1,8 μέτρων, το οποίο καλύπτει το κάτω μισό του στύλου. Ο μπουλμές απομονώνει ένα τμήμα του σπιτιού, ενώ διαθέτει ξύλινο δάπεδο, δημιουργώντας ημιόροφο.[15] Στην κορυφή του μπουλμέ βρίσκονται ξύλινα κάγκελα ή φρίζα, δημιουργώντας χαμηλό στηθαίο. Γύρω από το υπόλοιπο άνοιγμα υπάρχει ξύλινη κορνίζα. Ένα λεπτό οριζόντιο δοκάρι, η κόρδα, βρίσκεται λίγο πάνω από το μέσο του ανοίγματος, και χρησιμοποιούνται για να κρεμιούνται αντικείμενα καθημερινής χρήσης ή στολίδια.[16] Ο μπουλμές χωρίζει το εσωτερικό της οικίας σε τρεις χώρους, οι οποίοι είχαν διαφορετική λειτουργία. Στο υπερυψωμένο δωμάτιο, γνωστό ως σοφάς, βρισκόταν η κρεβατοκάμαρα. Η πρόσβαση στο σοφά γίνεται με ξύλινη σκάλα (γνωστή ως ασκάλα) από το υπόλοιπο σπίτι ή το αποκρέβατο. Ο απομονωμένος χώρος από κάτω, το αποκρέβατο, ήταν η αποθήκη τροφίμων και μαγειρείο, με έμμεσο φωτισμό και στα αρχοντικά είχε και τζάκι. Ο υπόλοιπος χώρος είναι γνωστό μεγάλη σάλα ή σπίτι και είχε πολλαπλές χρήσεις.[17] Εκεί βρισκόταν το τζάκι, με καμινάδα κωνικού σχήματος. Εξωτερικά η καμινάδα καλύπτεται από ένα πυθάρι, γνωστό ως κολυπτές.[16] Στους τοίχους βρίσκονται εντοιχισμένα ντουλάπια και ράφια. Από κάτω από τα ράφια βρίσκονται καρφιά από τα οποία κρέμονται βαρύτερα σκεύη, τα οποία είναι γνωστά ως αλώνη ή αλούνη. Κινητά έπιπλα στο εσωτερικό του σπιτιού περιλαμβάνουν τη κρεβατσούλα (μικρός καναπές), το πάγκο, κασέλες, το τριπόδι, μικρές καρέκλες, το τραπέζι και το τραπεζάκι.[18]
Μνημεία-Αξιοθέατα
Ο Ναός της Αρχοντοπαναγιάς (Ναός Παναγίας του Τσελεπή) στην Πλατεία Σαρούς.[19]
Η Ιερά Μονή του Αι-Γιώργη (προστάτη του Νησιού) δίπλα στο Κάστρο που κτίστηκε το 960 επί Νικηφόρου Φωκά.[20]
Το κτίριο του πρώην Δημοτικού Νοσοκομείου Σκύρου "διότι εξωτερικά παρουσιάζει σχετικώς δυσεύρετο δείγμα νοσοκομειακής αρχιτεκτονικής".[21]
Διοικητικά
Η Χώρα αναφέρεται επίσημα με την ονομασία Σκύρος, μετά την Επανάσταση του 1821, το 1835 να ορίζεται έδρα του νεοϊδρυθέντα Δήμου Σκυρίων και στη συνέχεια το 1912 στο ΦΕΚ 245Α - 16/08/1912 να αποσπάται από το δήμο Σκυρίων (Σκύρου) και να ορίζεται έδρα της κοινότητας Σκύρου.[22]