Καθώς βρίσκεται κοντά στις κορυφές των Αιγκίγ Ρουζ και κυρίως της πλέον σημαντικής Αιγκίγ ντι Μιντί, το Σαμονί είναι ένα από τα παλαιότερα θέρετρα σκι στη Γαλλία. Η βόρεια πλευρά της κορυφής του Μον Μπλαν και συνεπώς η ίδια η κορυφή είναι τμήμα του χωριού του Σαμονί. Προς τη νότια πλευρά η κατάσταση είναι διαφορετική ανάλογα με τη χώρα. Η Ιταλία θεωρεί ότι το σύνορο περνά από την κορυφή. Η Γαλλία θεωρεί ότι το σύνορο διατρέχει τη βραχώδη περιοχή Τουρνέτ κάτω από την κορυφή οριοθετώντας την κορυφή στη γαλλική επικράτεια. Η νότια πλευρά αποδίδεται στην κοινότητα Σεν-Ζερβέ-λε-Μπεν που μοιράζεται την κορυφή με το γειτονικό της Σαμονί.
Η κοινότητα του Σαμονί είναι ιδιαίτερα γνωστή και αγαπητή στους σκιέρ και τους λάτρεις του βουνού, που μπορούν να προσεγγίσουν μέσω τελεφερίκ την Αιγκίγ ντι Μιντί και τη διάσημη εκτός πίστας διαδρομή Vallée Blanche. Με έκταση 245 τ.χλμ., το Σαμονί είναι η τέταρτη μεγαλύτερη κοινότητα της ηπειρωτικής Γαλλίας.
Γεωγραφία
Η κοινότητα Σαμονί-Μον-Μπλαν περιλαμβάνει 16 χωριά και κωμοπόλεις. Από βορρά προς νότο: Λε Τουρ 1,462 m (4,797 ft)[7], Μοντρόκ, Λε Πλανέ, Αρζεντιέρ 1,252 m (4,108 ft)[7], Λε Σοσαλέ, Λε Λαβανσέ, Λε Τιν, Λε Μπουά, Λε-Πρα-ντε-Σαμονί 1,060 m (3,478 ft)[7], Σαμονί-Μον-Μπλαν, Λε Πεκλ, Λε Μουϊγιέ, Λε Μπαρά, Λε Πελερεν, ΛεΓκαϊλάντ και Λε Μποσόν 1,012 m (3,320 ft)[7].
Ιστορία
Η κοιλάδα πρωτοαναφέρθηκε το 1091, όταν δόθηκε από τον Κόμητα της επαρχίας Ζενεβουά στον μεγάλο οίκο των Βενεδικτίνων του Σεν Μισέλ ντελά Κλουζ, κοντά στο Τορίνο, το οποίο στις αρχές του 13ου αι. είχε εγκαταστήσει εκεί μονή[8]. Ωστόσο, το 1786 οι κάτοικοι εξαγόρασαν την ελευθερία τους με βάση τους νομοκανονισμούς του Σαλάνς, στο οποίο είχε μεταφερθεί η μονή το 1519.
Το 1530, οι κάτοικοι απέκτησαν το προνόμιο από τον Κόμη του Ζενεβουά να κάνουν δύο παζάρια τον χρόνο, ενώ την κοιλάδα φέρεται ότι επισκέπτονταν αξιωματούχοι και επίσκοποι της Γενεύης (πρώτη καταγεγραμμένη επίσκεψη το 1411). Ωστόσο, οι ταξιδιώτες αναψυχής ήταν σπάνιοι στην περιοχή.
Η ανάπτυξη του τουρισμού στις αρχές του 19ου αιώνα οδήγησε στη δημιουργία του Συνδέσμου Οδηγών του Σαμονί το 1821, για τη ρύθμιση της πρόσβασης στις πλαγιές του βουνού (εκτάσεις κοινοτικές). Ο σύνδεσμος διατήρησε μονοπώλιο για την καθοδήγηση στην πόλη, έως ότου έσπασε το μονοπώλιο με ρύθμιση η γαλλική κυβέρνηση το 1892. Από τότε οι οδηγοί ήταν υποχρεωμένοι να κατέχουν δίπλωμα από επιτροπή δημοσίων υπαλλήλων και ήσαν μάλλον μέλη της Γαλλικής Αλπικής Λέσχης παρά ντόπιοι.
Από τα τέλη του 19ου αι. η τουριστική ανάπτυξη κυριαρχήθηκε από διεθνείς και εθνικές πρωτοβουλίες παρά τοπικούς παράγοντες, αν και η τοπική κοινότητα ενεπλάκη με αυξανόμενο ρυθμό στην τουριστική βιομηχανία, από την οποία εξαρτάται σήμερα.
Η κοινότητα επεδίωξε επιτυχημένα να αλλάξει το όνομά της από Σαμονί σε Σαμονί-Μον-Μπλαν το 1916. Ο Σύνδεσμος, παρόλο που έχασε το αρχικό μονοπώλιο, ξανασχηματίστηκε ως σύνδεσμος τοπικών οδηγών και διατήρησε σημαντικό ρόλο στην τοπική κοινότητα. Πολλά από τα μέλη του συνδέσμου κατά τον 20ό αιώνα εξελίχθηκαν σε αξιοσημείωτους ορειβάτες και εκλαϊκευτές του ορεινού τουρισμού, για παράδειγμα ο μυθιστοριογράφος Ροζέ Φριζόν-Ρος, το πρώτο μέλος του Συνδέσμου που δεν είχε γεννηθεί στο Σαμονί.
Η διενέργεια των πρώτων χειμερινών ολυμπιακών αγώνων στο Σαμονί το 1924 αύξησε ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον των τουριστών, αλλά και το προφίλ του Σαμονί ως διεθνή τουριστικού προορισμού.
Από τη δεκαετία του 1960 η γεωργία εξελίχθηκε σε περιθωριακή ενασχόληση στην περιοχή, ενώ ο αριθμός των διαθέσιμων τουριστικών κλινών αυξήθηκε στο αριθμό των 60.000 περίπου προς το τέλος του 20ού αιώνα με 5 εκατομμύρια επισκέπτες ανά έτος.
↑ 8,08,1The Development of the Appreciation of Mountain Scenery in Modern Times, Walter Woodburn Hyde, Geographical Review, Vol. 3, No. 2 (February 1917), pp. 107–118