Είναι μέχρι στιγμής ο μοναδικός που έχει εκλεγεί ως πρόεδρος και αντιπρόεδρος σε δύο διαφορετικές περιόδους, αλλά και ο μόνος πρόεδρος που παραιτήθηκε από τη θέση του. Η παραίτησή του ήρθε ως συνέχεια του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ, σε μια απόπειρα να αποφύγει την καθαίρεσή του από το αξίωμα του Προέδρου. Η θητεία του συνδέθηκε τόσο με την κλιμάκωση του πολέμου στο Βιετνάμ, όσο και με την αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από εκεί το 1973.
Τον αντικατέστησε ο δεύτερος αντιπρόεδρός του, Τζέραλντ Φορντ, ο οποίος και του απέδωσε χάρη για οποιοδήποτε αδίκημα διέπραξε επί θητείας του, από τις 20 Ιανουαρίου 1969 έως τις 9 Αυγούστου 1974.[1]
Βιογραφία
Ο Ρίτσαρντ Μίλχαουζ Νίξον, γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1913, στην Γιόρμπα Λίντα (μια προαστιακή πόλη της κομητείας Όραντζ) της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ. Μεγάλωσε σε φτωχή οικογένεια Κουακέρων και ήταν γιος του Φράνσις Νίξον και της Χάνα Μίλχαουζ. Τα πρώτα του χρόνια, μεγάλωσε στην Γιόρμπα Λίντα, και στη συνέχεια από το 1922 και έπειτα στο Ουίτιερ του Λος Άντζελες. Αποφοίτησε από το Λύκειο «Whittier High School» το 1930. Με την αποφοίτησή του από το Λύκειο, έλαβε υποτροφία για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, όμως παρέμεινε στην γενέτειρά του για να σπουδάσει, προκειμένου να εργάζεται στο κατάστημα της μητέρας του.
Σπούδασε Ιστορία στο Κολλέγιο Ουίτιερ στο Ουίτιερ της Καλιφόρνιας, και έλαβε πτυχίο (BA) το 1934 με διάκριση. Το ίδιο έτος με την αποφοίτησή του από το Κολλέγιο Ουίτιερ, έγινε δεκτός στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Ντιούκ στην Βόρεια Καρολίνα, στο οποίο σπούδασε Νομική, λαμβάνοντας πτυχίο (LLB), το 1937, και αποφοίτησε τρίτος με διάκριση.[2]
Καριέρα
Αρχικά, όταν αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Ντιούκ, επιδίωκε να ενταχθεί στο FBI, όμως δεν έλαβε απάντηση και έτσι επέστρεψε πίσω στην Καλιφόρνια, προκειμένου να πραγματοποιήσει πρακτική άσκηση δικηγορίας. Από το 1938 έως το 1942, εργάστηκε ως δικηγόρος.[3][4]
Ανταποδίδοντας στο Δημοκρατικό Κόμμα την ήττα του το 1960 από τον Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι με μία από τις μικρότερες διαφορές στην αμερικανική ιστορία, ο Ρίτσαρντ Μίλχαουζ Νίξον εκλέχθηκε πρόεδρος των Η.Π.Α. στις 5 Νοεμβρίου του 1968 "μετά δραματικόν εις διακυμάνσεις και στήθος προς στήθος μέχρι της τελευταίας σχεδόν στιγμής αγώνα", όπως σημείωσε ο Τύπος της εποχής, με διαφορά μόλις 335 χιλιάδων ψήφων από τον αντίπαλό του, Χιούμπερτ Χάμφρι. Αντιπρόεδρος εκλέχθηκε για πρώτη φορά ένας Ελληνοαμερικανός, ο κυβερνήτης του ΜέριλαντΣπύρο Άγκνιου (Αναγνωστόπουλος), ο οποίος καταγόταν από τους Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας. Η προεκλογική εκστρατεία του 1968 καθορίστηκε από δύο, κυρίως, γεγονότα: την απόφαση του Λύντον Τζόνσον να μη διεκδικήσει την προεδρία και τη δολοφονία του Ρόμπερτ Κένεντι την ημέρα που είχε κατακτήσει ουσιαστικά το χρίσμα των Δημοκρατικών. Ωστόσο, ο υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος, ο αντιπρόεδρος Χιούμπερτ Χάμφρι, αποδείχθηκε ιδιαίτερα σκληρός αντίπαλος, ενώ σε αστάθμητο παράγοντα, ως τρίτος υποψήφιος, αναδείχθηκε ο ρατσιστής κυβερνήτης της Αλαμπάμα, Τζορτζ Ουάλας. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν Νίξον 43,6%, Χάμφρι 43%, Ουάλας 13%. Για πολλούς στις Η.Π.Α. ο Νίξον, ακόμα και την ημέρα του θριάμβου του, παρέμενε ένα ερωτηματικό. Ωστόσο, σε ανύποπτο χρόνο ο Λύντον Τζόνσον είχε εξηγήσει: "Θα δείτε, στο τέλος θα κάνει κάποιο τρομερό σφάλμα. Πάντοτε κάνει".[9]
Στις 20 Ιανουαρίου του 1969, ο Ρίτσαρντ Νίξον έδωσε τον νενομισμένο όρκο προ του αρχιδικαστού Ερλ Ουόρεν και ανέλαβε τα καθήκοντά του ως 37ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ ταυτόχρονα η Ουάσινγκτον συγκλονιζόταν από τεράστιες αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Παρόντες στην τελετή η σύζυγός του Πατ Νίξον, ο δημοκρατικός υποψήφιος Χιούμπερτ Χάμφρι και ο απερχόμενος πρόεδρος Λύντον Τζόνσον.[10] Αντιπρόεδρος ορκίστηκε στην ίδια τελετή ο ελληνικής καταγωγής Σπύρο Άγκνιου.
Ένα μήνα αργότερα, στις 23 Φεβρουαρίου, ο Νίξον αναχώρησε για τη Δυτική Ευρώπη, όπου και πραγματοποίησε περιοδεία-αστραπή, επισκεπτόμενος πέντε χώρες σε οκτώ ημέρες, αρχής γενομένης από τις Βρυξέλλες, όπου είχε επαφές με τη βελγική κυβέρνηση και, κυρίως, την ηγεσία του ΝΑΤΟ.
Τις πολιτικά μάλλον εύκολες μονοήμερες επισκέψεις στο Λονδίνο, τη Βόννη και το Δυτικό Βερολίνο για την καθιερωμένη επίσκεψη στο Τείχος του Βερολίνου διαδέχτηκε, στις 27 Φεβρουαρίου, η Ρώμη. Οι επαφές με την ιταλική πολιτική ηγεσία δεν έκρυβαν καμία έκπληξη, ωστόσο στους δρόμους δεν υπήρξε το θερμό κλίμα των προηγούμενων επισκέψεων. Χιλιάδες αριστεροί υποδέχτηκαν τον πρόεδρο των Η.Π.Α. με βίαιες αντιαμερικανικές διαδηλώσεις όπου κυριάρχησαν γιγαντιαίες αφίσες του Μάο Τσετούνγκ και του Χο Τσι Μιν και σημειώθηκαν αιματηρότατες συγκρούσεις με την αστυνομία. Από τη Ρώμη, ο Νίξον έφτασε την 1η Μαρτίου στο Παρίσι όπου το πολιτικό κλίμα προμηνυόταν εξαιρετικά ψυχρό. Η συνάντησή του με τον Σαρλ ντε Γκωλ αποδείχθηκε κατά κοινή ομολογία απρόσμενα εγκάρδια, ίσως γιατί ο Αμερικανός πρόεδρος φρόντισε να κολακέψει ιδιαίτερα τον στρατηγό λέγοντας ότι αποτελεί γι' αυτόν "μεγάλη τιμή να πατά σε γαλλικό έδαφος" και αποκαλώντας τον ίδιο "σοφό και διορατικό γίγαντα και επικό ηγέτη, όμοιο του οποίου σπανίως γνωρίζει ο κόσμος"[11]. Επί της ουσίας, ωστόσο, όπως σημείωσε ο προεδρικός σύμβουλος επί θεμάτων εθνικής ασφαλείας, Χένρυ Κίσινγκερ, ο στρατηγός παρέμεινε αμετακίνητος στις απόψεις του για το ρόλο της Γαλλίας και των Η.Π.Α. στην Ευρώπη. Τελευταίος σταθμός της περιοδείας ήταν το Βατικανό, στο οποίο ο Νίξον έφτασε με ελικόπτερο απ' ευθείας από το αεροδρόμιο της Ρώμης για να αποφύγει νέες διαδηλώσεις εναντίον του. Το ίδιο βράδυ αναχώρησε για την Ουάσινγκτον.