Οι πυθωνίδες (Pythonidae) είναι οικογένεια από μη δηλητηριώδη φίδια, που απαντώνται στην Αφρική, την Ασία και την Αυστραλία. Μεταξύ των ειδών που ανήκουν στην οικογένεια συγκαταλέγονται μερικά από τα μεγαλύτερα φίδια που υπάρχουν. Σήμερα ταξινομούνται στις πυθωνίδες 10 γένη and 42 είδη[1], που ονομάζονται ομαδικά ανεπισήμως και «πύθωνες».
Τα περισσότερα είδη της οικογένειας είναι ενεδρεύοντες θηρευτές, μένοντας συνήθως ακίνητα σε καλυμμένη θέση και πέφτοντας αιφνίδια σε λεία που περνά κοντά τους. Οι επιθέσεις τους εναντίον ανθρώπων, αν και είναι γνωστό ότι συμβαίνουν[3][4], είναι εξαιρετικά σπάνιες.
Οι πύθωνες έχουν μυτερά και καμπυλωμένα προς τα πίσω δόντια, σε 4 σειρές στην άνω σιαγόνα και 2 σειρές στην κάτω σιαγόνα. Με αυτά συγκρατούν τη λεία τους, την οποία κατόπιν σκοτώνουν με σύσφιγξη, τυλιγόμενοι γύρω της. Αντίθετα με τη διαδεδομένη άποψη, ακόμα και τα μεγαλύτερα είδη όπως ο Malayopython reticulatus, δεν συνθλίβουν τη λεία τους, στην οποία δεν έχει ποτέ παρατηρηθεί καν ανιχνεύσιμη παραμόρφωση τη στιγμή που την καταπίνουν. Η ταχύτητα με την οποία τυλίγουν το θύμα τους είναι εντυπωσιακή και η δύναμη που ασκούν μεγάλη, αλλά ο θάνατος της λείας προκαλείται από καρδιακή ανακοπή.[5][6]
Τα μεγαλύτερα σε μέγεθος είδη τρώνε συνήθως ζώα που έχουν περίπου το μέγεθος μιας κατοικίδιας γάτας, αλλά είναι γνωστό ότι κάποιες φορές τρώνε σαφώς μεγαλύτερα ζώα. Π.χ. κάποια μεγάλα ασιατικά είδη έχουν παρατηρηθεί να επιτίθενται σε ενήλικα ελάφια, ενώ ο αφρικανικός πύθωνας των βράχων (Python sebae) επιτίθεται κάποτε σε αντιλόπες. Το 2017 ένας άνθρωπος κατασπαράχθηκε από πύθωνα στο Σουλαουέζι της Ινδονησίας.[7] Η λεία καταπίνεται ολόκληρη και μπορεί να χρειασθούν αρκετές ημέρες, ακόμα και εβδομάδες, για την πλήρη πέψη της.
Αναπαραγωγή
Οι πυθωνίδες είναι ωοτόκα ζώα και σε αυτό ξεχωρίζουν από τους βόες, οι περισσότεροι των οποίων είναι ωοζωοτόκα. Αφού γεννήσουν τα αβγά τους, οι θηλυκές πυθωνίδες τα επωάζουν μέχρι που να εκκολαφθούν, στα περισσότερα είδη. Αυτό το επιτυγχάνουν, παρότι ψυχρόαιμα ζώα, προκαλώντας «τρέμουλο» στους ισχυρούς μυς τους, κάτι που υψώνει τη θερμοκρασία του σώματός τους, μεταδίδοντας έτσι θερμότητα στα αβγά. Η διατήρηση των αβγών σε σταθερή θερμοκρασία είναι ουσιώδης για την κανονική ανάπτυξη των εμβρύων. Κατά την περίοδο της επωάσεως τα θηλυκά δεν τρώνε και αφήνουν για λίγο την επώαση προκειμένου να λιαστούν όπως τα περισσότερα ερπετά, ώστε να υψώσουν τη θερμοκρασία του σώματός τους.