Η Ελλάδα υπήρξε μία από τις πρώτες χώρες που εφάρμοσε τον Προσκοπισμό. Το 1910 ο Αθανάσιος Λευκαδίτης ιδρύει την πρώτη ομάδα προσκόπων. Λίγους μήνες μετά τη δημιουργία της πρώτης ομάδας Προσκόπων από μαθητές του Λυκείου Μακρή ανέλαβαν το έργο της οργάνωσης του ελληνικού προσκοπισμού μαζί με τον Αθανάσιο Λευκαδίτη οι Κ. Μελάς, Νικ. Πασπάτης, Φ. Χρυσοβελόνης και Γ. Πανάς. Αυτοί οι πέντε θεωρούνται ιδρυτές της Κίνησης του Προσκοπισμού στην Ελλάδα. Από το 1910 μέχρι σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες ελληνόπουλα έγιναν Πρόσκοποι και μεγαλώνοντας διακρίθηκαν σε όλους τους τομείς της ζωής της ελληνικής κοινωνίας.
Μέσω της Ελλάδας ο Προσκοπισμός επεκτάθηκε και στην Κύπρο. Ηγετικές μορφές του υπήρξαν καθηγητές και διευθυντές σχολείων. Οι Ομάδες της Κύπρου υπάγονταν στο Σώμα Ελλήνων Προσκόπων (ΣΕΠ). Το 1931 λόγω της εξέγερσης των Ελλήνων του νησιού και τα αυστηρά μέτρα που λήφθηκαν, υποχρεώθηκαν να υπαχθούν στο Βρετανικό Σώμα. Μετά την ανεξαρτησία του νησιού (1960) λειτουργούν ως ανεξάρτητο Σώμα, με την επωνυμία Σώμα Προσκόπων Κύπρου (ΣΠΚ).
Ο Αθανάσιος Λευκαδίτης γεννήθηκε το 1872 στην Αθήνα. Το 1899 λαμβάνει το δίπλωμα Καθηγητή Γυμναστικής. Διετέλεσε διευθυντής του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου και καθηγητής της γυμναστικής στο Μαράσλειο Διδασκαλείο και το Ελληνικό Εκπαιδευτήριο.
Το 1908 με την ευκαιρία των 4ων Ολυμπιακών Αγώνων στο Λονδίνο της Αγγλίας, ως μέλος της Ελληνικής Αντιπροσωπείας, συνάντησε σ' ένα κατάστημα ένα μικρό παιδί που φορούσε την Προσκοπική του στολή. Τον ρώτησε τι είναι Πρόσκοπος. Εκείνο πρόθυμα του εξήγησε ότι Πρόσκοπος είναι ένα παιδί που είναι πάντα έτοιμο να βοηθάει τους άλλους και να κάνει μια καλή πράξη κάθε μέρα. Η ωραία αυτή απάντηση του Άγγλου Προσκόπου έδωσε την αφορμή στον Αθανάσιο Λευκαδίτη να μελετήσει τον Προσκοπισμό και να τον μεταφέρει και στην Ελλάδα.
Τον Νοέμβριο του 1910 ίδρυσε με μαθητές του Λυκείου Μακρή, όπου δίδασκε ως καθηγητής, την πρώτη ομάδα Ελλήνων Προσκόπων.
Πέθανε στις 18 Ιουνίου 1944 στην Αθήνα.[2]
Το Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας κατελήφθη από τον ελληνικό στρατό στις 14 Μαΐου 1919. Έναν μήνα μετά ο ελληνικός στρατός δέχτηκε επίθεση από Τούρκους Τσέτες και αναγκάστηκε να υποχωρήσει εγκαταλείποντας την πόλη για τρεις ημέρες, κατά τις οποίες ακολούθησε σφαγή του πληθυσμού και των τοπικών σωμάτων των προσκόπων της πόλης. Πάνω από 3.000 Έλληνες χριστιανοί εξοντώθηκαν.[5]
Συγκεκριμένα τον Ιούνιο του 1919, Τούρκοι Τσέτες συνέλαβαν 31 προσκόπους μαζί με τον Τοπικό Έφορο Νίκο Αυγερίδη και τους αρχηγούς τους. Επειδή αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν εκτελέστηκαν από τους Τούρκους με βασανισμούς, στις 18 Ιουνίου 1919, σε έναν ελαιώνα κοντά στην πόλη στις όχθες του Εύδωνα ποταμού. Οι Τούρκοι αρχικά τύφλωσαν και εκτέλεσαν τον Αυγερίδη, στη συνέχεια τους άλκιμους Φιλοκτήτη Αργυράκη και Μίνωα Βεϊνόγλου και ακολούθως όλους τους προσκόπους.[6][7][8]. Συνολικά αναφέρονται 31 πρόσκοποι ανάμεσα στους σφαγιασθέντες Έλληνες του Αϊδινίου.[9][10]
Η σφαγή στα Σώκια της Μικράς Ασίας
Παρόμοια τραγωδία με αυτή του Αϊδινίου, επαναλήφθηκε τρία χρόνια μετά στην πόλη Σώκια της Ιωνίας. Στα Σώκια του νομού Σμύρνης κατά την περίοδο 1919-22 που βρισκόταν υπό ιταλική διοίκηση, εξαφανίστηκαν 78 πρόσκοποι που μαζί με προκρίτους της περιοχής είχαν φυλακίσει αναίτια οι Τούρκοι επί μήνες. Παρά τις παρακλήσεις των γονέων τους, οι Ιταλοί δεν ενδιαφέρθηκαν για την τύχη τους. Στις 8 Απριλίου του 1922, ενώ πλησίαζε ο ελληνικός στρατός, οι Τσέτες έσυραν τα παιδιά μαζί τους στα βουνά όπου χάθηκαν τα ίχνη όλων των φυλακισμένων και ουδείς απέμεινε να δώσει μαρτυρία για τις συνθήκες θανάτου των τραγικών αυτών παιδιών.[8][11][12][13]
Η σφαγή στην Κάτω Παναγιά της Μικράς Ασίας
Ένα τρίτο περιστατικό σφαγής προσκόπων αναφέρεται στο χωριό Κάτω Παναγιά στην περιοχή της Ερυθραίας της Μικράς Ασίας, τον Αύγουστο του 1922, κατά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία. Στο χωριό εισέβαλαν τουρκικά σώματα αφήνοντας πίσω τους 800 νεκρούς, ανάμεσά τους και τους 13 νεαρούς πρόσκοπους.[12]