Οι προεδρικές εκλογές των Ηνωμένων Πολιτειών του 1980 (αγγλικά: 1980 United States presidential election) ήταν οι 49ες προεδρικές εκλογές των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες διεξήχθησαν την Τρίτη, 4 Νοεμβρίου 1980.
Ο Ρόναλντ Ρήγκαν, επικράτησε λαμβάνοντας 489 εκλεκτορικές ψήφους, και 50.8% της λαϊκής ψήφου (43.903.230 ψήφοι), έναντι 49 εκλεκτορικών ψήφων και 41.0% της λαϊκής ψήφου (35.481.115 ψήφοι) του Τζίμι Κάρτερ. Επίσης, υποψήφιος για την προεδρία ήταν και ο ανεξάρτητος υποψήφιος από την πολιτεία του Ιλινόι, και μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Τζον Άντερσον, ο οποίος δεν κατάφερε να αποσπάσει καμία εκλεκτορική ψήφο, όμως έλαβε το 6.6% της λαϊκής ψήφου (5.719.850 ψήφοι).[1]
Ιστορικό
Διαδικασία
Το Άρθρο Δύο του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών, ορίζει ότι για να υπηρετήσει ένας άνθρωπος στη θέση του προέδρου, πρέπει να είναι γεννημένος πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών, ηλικίας τουλάχιστον 35 ετών και κάτοικος των Ηνωμένων Πολιτειών για τουλάχιστον 14 χρόνια. Οι υποψήφιοι για την προεδρία πρέπει να αναδειχθούν από κάποιο από τα διάφορα πολιτικά κόμματα των Ηνωμένων Πολιτειών, τα οποία συνήθως επιλέγουν τους υποψήφιους με προκριματικές εκλογές. Οι προκριματικές συνήθως διεξάγονται με έμμεση εκλογική διαδικασία, στην οποία οι εκλογείς εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους (από την λίστα ενός κόμματος), και αυτοί με τη σειρά τους εκλέγουν τον υποψήφιο που θα εκπροσωπήσει το κόμμα στις προεδρικές εκλογές. Ο υποψήφιος για την προεδρία πρέπει να επιλέξει έναν συνυποψήφιο για την αντιπροεδρία, ώστε να καταρτιστεί η λίστα υποψηφίων του κόμματος, η οποία στη συνέχεια πρέπει να επικυρωθεί από τους αντιπροσώπους.
Στις γενικές εκλογές του Νοεμβρίου η εκλογική διαδικασία είναι έμμεση, και οι ψηφοφόροι εκλέγουν τα μέλη του Εκλογικού Κολεγίου, τους εκλέκτορες που εκλέγουν τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο με άμεσες εκλογές. Εάν κανένας υποψήφιος δεν συγκεντρώσει τις απαιτούμενες 270 ψήφους εκλεκτόρων που απαιτούνται για να κερδίσει τις εκλογές, τότε η Βουλή των Αντιπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών, θα ορίσει ως πρόεδρο τον έναν από τους τρεις υποψηφίους που συγκέντρωσαν τις περισσότερες ψήφους εκλεκτόρων, και ομοίως η Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, θα επιλέξει τον αντιπρόεδρο με πλειοψηφικά κριτήρια.[2]
Η 22η τροπολογία του Συντάγματος ορίζει ότι ένα άτομο δεν μπορεί να εκλεγεί στην προεδρία για περισσότερες από δύο φορές.[3]
Σκιαγράφηση των εκλογών
Οι συγκεκριμένες εκλογές, θεωρήθηκαν πολύ σημαντικές, διότι ανέδειξαν στην επιφάνεια την πολιτική αναδιάταξη που είχε δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια. Η άνοδος του Ρόναλντ Ρήγκαν στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών, χαρακτηρίστηκε ως «συντηρητική επανάσταση» με την πεντηκονταετία του προοδευτικού New Deal (του προέδρου Ρούζβελτ) και της Great Society (του προέδρου Τζόνσον), να βρίσκεται προς το τέλος της, σημαίνοντας μια νέα πολιτική εποχή.[4]
Ο Τζίμι Κάρτερ, είχε μια μάλλον αδύναμη προεδρία και στο τέλος της πρώτης (και μοναδικής) θητείας του, ήταν αντιδημοφιλής και στερούνταν δυναμικής, η οποία έμοιαζε απαραίτητη για την επίλυση προβλημάτων όπως η χαμηλή ανάπτυξη, ο υψηλός πληθωρισμός, η υψηλή ανεργία, η Ιρανική Επανάσταση (1979) και η κρίση των ομήρων στο Ιράν του 1979. Επίσης, ο Κάρτερ, επιχείρησε να επανεκλεγεί με παρόμοιες μεθόδους που εξελέγη στις εκλογές του 1976 απέναντι στον Τζέραλντ Φορντ.[5] Από την άλλη, ο Ρόναλντ Ρήγκαν, πραγματοποίησε μία πολύ πιο επιτυχημένη εκστρατεία και ο ίδιος προσωπικά θεωρείτο χαρισματικός ομιλητής και δυναμικότερος (εν αντιθέσει με τον Κάρτερ) κάτι το οποίο αποδείχθηκε πολύ σημαντικό κατά την διεξαγωγή των προεδρικών debate. Ο Ρήγκαν, υποστήριζε την αύξηση των αμυντικών δαπανών, την εφαρμογή των οικονομικών της προσφοράς, ισορροπημένο προϋπολογισμό, και ήταν υπέρμαχος του laissez-faire.[6]