Στην αρχαιότητα οι Ανάνες κατοικούσαν στην περιοχή δυτικά του Πάδου, ανάμεσα στους ποταμούς Τρεβία και Τάρο, ήταν μια φυλή που ανήκε στην Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία.[1] Ο Πολύβιος έγραψε ότι κατοικούσαν πριν από αυτούς στην πεδιάδα οι Ετρούσκοι.[2] Η Πιατσέντσα και η Κρεμόνα έγιναν Ρωμαικές επαρχίες (219 π.Χ.) μετά τη μεγάλη νίκη των Ρωμαίων απέναντι στους Κέλτες (218 π.Χ.). Με την κήρυξη του πολέμου απέναντι στην Αρχαία Καρχηδόνα την άνοιξη του 218 π.Χ. η Γερουσία αποφάσισε να δώσει στους νέους εποίκους περιθώριο 30 ημερών ώστε να εμφανιστούν και να δηλώσουν τα νέα τους εδάφη. Σε κάθε νέα αποικεία εγκαταστάθηκαν 6.000 Ρωμαίοι πολίτες, είχαν τα ίδια Λατινικά δικαιώματα με τις υπόλοιπες Ρωμαικές επαρχίες.[3] Η αντίδραση των Γαλατών που κατοικούσαν στην περιοχή ήταν άμεση, εκδίωξαν τους νέους εποίκους από τα εδάφη τους. Οι νέοι Ρωμαίοι έποικοι ζήτησαν στρατιωτική βοήθεια, η Σύγκλητος έστειλε δύο Λεγεώνες υπό την ηγεσία του Γάιου Ατίλιου. Ο Λούσιους Μάνλιος με τους νέους έποικους έφτασαν στην Πιατσέντσα και την Κρεμόνα, οικοδόμησαν κάστρα έκτασης 480 τετραγωνικών μέτρων με στόχο την ίδρυση της πόλης.
Η Πιατσέντσα οχυρώθηκε αμέσως όπως φαίνεται από το γεγονός ότι τον Δεκέμβριο μετά τη Μάχη του ποταμού Τρεβία (218 π.Χ.) οι οχυρώσεις ήταν ολοκληρωμένες. Η Πιατσέντσα ήταν η 53η αποικεία των Ρωμαίων, η πρώτη που ιδρύθηκε στην κοιλάδα του Πάδου.[4]. Μετά τη μάχη του Τρεβία όπου ο Αννίβας είχε υπό τον έλεγχο του την ενδοχώρα, ιδρύθηκε στην Πιατσέντσα ένας εμπορικός σταθμός. Ο Χασντρουμπάλ διέσχισε τις Άλπεις και πολιόρκησε την πόλη (209 π.Χ.) αλλά στάθηκε ανίκανος να την καταλάβει και οπισθοχώρησε.[5] Οι Κέλτες ωστόσο πολιόρκησαν την Πιατσέντσα, την έκαψαν και πούλησαν τους κατοίκους της δούλους (200 π.Χ.).[6] Μετά το γεγονός αυτό η Ρωμαϊκή δημοκρατία ανέκτησε την πόλη και επανέφερε τους 2.000 κατοίκους (200 π.Χ.). Μια στρατιωτική δύναμη από Κέλτες και Λίγυρες λεηλάτησε ξανά την περιοχή (198 π.Χ.). Ο λαός δεν είχε συνέλθει από τη λεηλασία των Κελτών, ζήτησε βοήθεια από τη Ρώμη, η Γερουσία αποφάσισε την αποστολή 3.000 νέων εποίκων (190 π.Χ.).[7] Τη δεκαετία του 180 π.Χ. κατασκευάστηκε η Αιμιλία Οδός, με τον τρόπο αυτό αποκτήθηκε πρόσβαση στα λιμάνια της Αδριατικής βελτιώνοντας σημαντικά το εμπόριο.
Μεσαίωνας
Η Πιατσέντσα λεηλατήθηκε πολλές φορές, παρόλα αυτά ανέκαμψε, τον 6ο αιώνα μ.Χ. ο ιστορικός Προκόπιος την αποκαλεί "πρωτεύουσα της Αιμιλίας".[8] Ο πρώτος επίσκοπος της Πιατσέντσας Σαν Βιττόριο (322 - 357) ανακύρηξε τον στρατιώτη της Θηβαικής Λεγεώνας Σαίντ Αντωνίνο της Πιατσέντσας πολιούχο Άγιο της πόλης, οικοδόμησε την πρώτη Βασιλική προς τιμή του (324). Η Βασιλική του Σαίντ Αντωνίνο ανακαινίστηκε πολλές φορές (903, 1101, 1562), υπάρχει μέχρι και σήμερα.[9] Τα οστά του Αγίου βρίσκονται κάτω από το ιερό, το πρόσωπο του Αγίου Αντωνίνου έχει γίνει θέμα σε πολλούς καλλιτέχνες. Η Πιατσέντσα λεηλατήθηκε στους Γοτθικούς πολέμους (535 - 554) αλλά ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α´ την ανακατέλαβε από τους Λομβαρδούς και την εισήχθη στο Βυζαντινό Εξαρχάτο της Ραβέννας. Τον 9ο αιώνα μ.Χ. την κατέλαβαν οι Φράγκοι και χάραξαν τον Δρόμο Φραντσίτζενα ο οποίος είχε συνδέσει την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με τη Ρώμη. Μετά το 1000 εξελίχθηκε σημαντικά και αναπτύχθηκε η φεουδαρχία. Το 1095 πραγματοποιήθηκε η ομώνυμη Σύνοδος της Πλακεντίας επί Πάπα Ουρβανού Β'. Κατά την περίοδο της Φεουδαρχίας περιήλθε σε πολλούς χωροδεσπότες. Στον Μεσαίωνα απετέλεσε Δουκάτο που περιήλθε στους Βισκόντι. Το 1447 καταλήφθηκε από τον Φρ. Σφόρτσα και το 1545 ενώθηκε πολιτικά με την Πάρμα.
Νεότερα χρόνια
Στις 16 Ιουνίου του 1746 στην περίφημη μάχη της Πλακεντίας ο πρίγκιπας του Λίχτενσταϊν νίκησε τους Γάλλους και Ισπανούς Το 1796 την Πλακεντία κατέλαβαν οι Γάλλοι και στη συνέχεια ο Ναπολέων την περιέλαβε στην Αυτοκρατορία του. Ακολούθως την κατέλαβαν οι Αυστριακοί υπό τους οποίους και παρέμεινε μέχρι το 1859. Στο μεταξύ το 1848, ένα δημοψήφισμα σηματοδότησε την είσοδο της πόλης στο Βασίλειο της Σαρδηνίας. Αργότερα στην ένωση με την Ιταλία ο Βασιλεύς τη χαρακτήρισε ως "πρωτογέννητο έδαφος του Βασιλείου".
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η πόλη δέχθηκε πολλούς συμμαχικούς βομβαρδισμούς από τους οποίους καταστράφηκαν σχεδόν όλες οι γέφυρες του Πάδου, αλλά ευτυχώς διασώθηκαν τα ιστορικά κτίρια της πόλης. Το στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου υπό την κωδική ονομασία "Veano PG-29" ήταν σε αυτή την πόλη. Ο σημερινός πληθυσμός της ανέρχεται περίπου στους 102.871 κατοίκους. Η πόλη είναι περισσότερο γνωστή στους Έλληνες (ιδίως στους Αθηναίους) από τον πύργο της δούκισσας της Πλακεντίας που βρίσκεται στην Πεντέλη. Εδώ γεννήθηκε ο Πάπας Γρηγόριος Ι΄. Από την Πιατσέντσα επίσης κατάγονται ο γνωστός σχεδιαστής Τζιόρτζιο Αρμάνι καθώς και ο διεθνής ποδοσφαιριστής Φίλιπο Ιντζάγκι.
↑Προκόπιος, History of the Wars Book VII chapter XIII
↑Townsend, George Henry (1877). The manual of dates: a dictionary of reference to all the most important events in the history of mankind to be found in authentic records (5 ed.). London: Frederick Warne. σ. 752
Πηγές
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια τομ. Κ΄, σελ.258 (Πλακεντία)
Potter, T. W. (1990). Roman Italy. Vol. 1 (reprint ed.). University of California Press.
Taylor, Isaac (1882). Words and Places: Or, Etymological Illustrations of History, Ethnology and Geography. London: Macmillan and Co
Townsend, George Henry (1877). The manual of dates: a dictionary of reference to all the most important events in the history of mankind to be found in authentic records (5 ed.). London: Frederick Warne.