Αυτό το λήμμα παρουσιάζει το θέμα από ελληνική οπτική γωνία ή δίνει δυσανάλογο βάρος στην ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου θέματος. Προσπαθήστε να το ανασκευάσετε ή και να προσθέσετε πληροφορίες έτσι ώστε να καλύπτει πληρέστερα και περισσότερο ουδέτερα το θέμα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος.
Σύμφωνα με την Εθνική Απογραφή της Τανζανίας, κατά το 2002, ο πληθυσμός στην Περιοχή Μπόζι (Mbozi District), ήταν 515.270 άτομα.[6] Η περιοχή έχει έκταση 967.900 εκτάρια (2.391.733 στρέμματα).[5]
Ο Επαρχιακός Επίτροπος στην Περιοχή Μπόζι (Mbozi District) είναι ο Erick Ambakisye[2]
Τμήματα
Η Επαρχία Μπόζι (Mbozi District) διαιρείται διοικητικά σε 18 Τμήματα (σε παρένθεση, ο πληθυσμός εκάστου Τμήματος - κατά το 2012):[Σημ. 1][5][3]
Αστικά Τμήματα
Vwawa (56.256)
Αγροτικά Τμήματα
Bara (20.106)
Halungu (27.151)
Igamba (34.822)
Ihanda (21.355)
Ipunga (9.367)
Isandula (14.549)
Isansa (42.891)
Itaka (21.032)
Iyula (30.784)
Mlangali (19.539)
Mlowo (38.016)
Msia (27.361)
Myovizi (15.738)
Nambinzo (25.951)
Nanyala (8.914)
Nyimbili (Nyambili) (23.903)
Ruanda (8.604)
Αποικισμός των πρώτων Ευρωπαίων στην ευρύτερη περιοχή του Μπόζι
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρχικά εγκαταστάθηκαν πολλοί Γερμανοί, που διατηρούσαν αγροκτήματα με σιτηρά, αραβόσιτο, φασόλια, Ευρωπαϊκά οπωροφόρα δέντρα και αρκετά με ζώα. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτοί οι Γερμανοί συνελήφθησαν και εστάλησαν σε Στρατόπεδα αιχμαλώτων και μετά την λήξη του, στη Γερμανία· και τα κτήματά τους αφού αρχικά τέθηκαν υπό την μεσεγγύηση της Μεγάλη Βρετανίας, στη συνέχεια ενοικιάστηκαν σε άλλους Ευρωπαίους.[7] Κατά το 1949, τα Γερμανικά αυτά κτήματα, πωλήθηκαν σε Ευρωπαίους αποίκους, αυτό άλλωστε συνέβη και με τα περισσότερα άλλα Γερμανικά κτήματα της τότε Τανγκανίκα.[7]
Οι πρώτοι Έλληνες άποικοι
Το ενδιαφέρον είναι ότι σε άλλα μέρη του κόσμου οι περισσότεροι Έλληνες στη διασπορά, δημιούργησαν την καριέρα τους στο εμπόριο και στις επιχειρήσεις εστίασης (ξενοδοχεία και εστιατόρια).[8] Στην Τανγκανίκα όμως, η πλειοψηφία των Ελλήνων έγιναν κατασκευαστές σιδηροδρόμων και αργότερα διευθυντές φυτειών, ιδιοκτήτες φυτειών σε σχοινοκτήματα στην Τάνγκα (Tanga) και στο Μορογκόρο (Morogoro), ξεκίνησαν τις φυτείες του καφέ και τις μικτές φυτείες πέριξ του Μόσι (Moshi) και της Αρούσα (Arusha) ή την καλλιέργεια του καπνού στην Ιρίνγκα (Iringa).[8] Αυτοί οι Έλληνες διεκδικούν τη δική τους θέση στην αποικιακή κοινωνία, εκμεταλλευόμενοι τη ρευστότητα και την ασάφεια των αποικιακών ιεραρχιών, οι οποίες διαδραματίζουν διαφορετικές αξιώσεις ότι είναι είτε Ευρωπαίοι, είτε Έλληνες είτε άνθρωποι που είναι ικανότεροι να κατανοήσουν και να συνεργαστούν με τους Αφρικανούς[Σημ. 2] απ' ότι οι Γερμανοί, οι Άγγλοι και οι Ινδοί, λόγω της έλλειψης των φυλετικών διακρίσεων και της κατανόησής των στην εκτεταμένη οικογενειακή ζωή.[8]
Από τους πρώτους Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στο Μπόζι ήταν ο Ηλίας Γερ. Κρούσος (εκ Κεφαλληνίας) μετά της μητρός του.[9]
↑ Χάριν της μετάφρασης, προτιμήθηκε να διατηρηθούν τα τμήματα με την Αγγλική-Σουαχίλι γραφή έναντι της Ελληνικής τους γραφής. Ο λόγος που γίνεται αυτό, είναι διότι ορισμένες ονομασίες δεν μπορούν να αποδοθούν 100% με την Ελληνική γραφή, π.χ. τόσο η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία Igamba όσο και η ονομασία Igaba, στα Ελληνικά γράφονται ως «Ιγκάμπα». Η αναγραφή λοιπόν της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, μας βοηθά στη συγκεκριμένη περίπτωση, να δούμε ότι η Ελληνική ονομασία προφέρεται ως «Ι-γκά-μ(ου)-μπα» και όχι ως «Ι-γκά-μπα» (γιατί δεν είναι Igaba αλλά Igamba). Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, οπότε η παράλληλη παράθεση της Αγγλικής-Σουαχίλι ονομασίας, διευκολύνει στην Ελληνική ανάγνωση της ονομασίας. Επιπλέον, όπου υπάρχει ονομασία σε Ελληνική γραφή, παρατίθεται απαραιτήτως (εντός παρενθέσεως) και η Αγγλική-Σουαχίλι ονομασία, ώστε να διευκολυνθεί περαιτέρω, ο μη εξοικειωμένος (με τις Σουαχίλι ονομασίες) αναγνώστης.
↑Εδώ θα πρέπει να τονισθεί και η εχθρική στάση των ιθαγενών προς τους Ευρωπαίους. Κατά τα πρώτα είκοσι χρόνια της αποικιακής ιστορίας της Γερμανίας ... οι ιθαγενείς είχαν υποστεί σκληρή μεταχείριση και άγρια εκμετάλλευση. Οι αποικιακοί τους τυχοδιώκτες, οι επίσημες ή εμπορικές εταιρείες, τους έκλεψαν τα εδάφη, τις οικίες, την ελευθερία και συχνά απρόσεκτα και σκληρά ακόμη και τη ζωή τους. Οι συνεχείς και έντονες εξεγέρσεις των, ήσαν οι μοναδικοί τραγικοί μάρτυρες της αθλιότητας και της αδυναμίας των.[Παρ. Σημ. 1]
Παραπομπές σημειώσεων
↑John Iliffe (2008) [1969]. «Chapter I, THE ARGUMENT». Tanganyika Under German Rule 1905-1912 (Ψηφιακή έκδοση). Cambridge CB2 8RU, UK: Cambridge University Press. σελίδες 2& 3 (Townsend, Rise and fall of Germany's colonial empire, p. 273.). ISBN978-0-521-05371-6.