Η Περάνθη είναι ένα χωριό του Δήμου Νικολάου Σκουφά με 326 μόνιμους κατοίκους (απογραφή 2011),[1] στον κάμπο της Άρτας. Το χωριό βρίσκεται κοντά στον ποταμό Άραχθο και απέχει από την πόλη περίπου 12 χιλιόμετρα.
Το παλαιό όνομα του χωριού ήταν Άνω Μπάνι. Ο Παναγιώτης Αραβαντινός στο έργο του «Χρονογραφία της Ηπείρου» μας ενημερώνει ότι, με βάση τον κατάλογο της απογραφής του 1845, η Περάνθη, από πλευρά ιδιοκτησίας, ήταν ιδιόκτητο χωριό και κατοικούσαν 37 χριστιανικές οικογένειες.[3]
Αναφορά στο χωριό κάνει και ο Ιφικράτης Κοκκίδης στο έργο του «Οδοιπορικά Ηπείρου και Θεσσαλίας» που εξέδωσε το ελληνικό Υπουργείο Στρατιωτικών (Αθήνα 1880) και μας δίνει την πληροφορία ότι στο χωριό κατοικούσαν περίπου 500 άνθρωποι. Ο Ι. Κοκκίδης μας ενημερώνει ότι η επαρχία Άρτας χωριζόταν σε 2 περιοχές: την περιοχή Άρτας και την περιοχή Πρεβέζης. Η περιοχή της Άρτας χωριζόταν με τη σειρά της σε 7 τμήματα: τμήμα Ποταμιάς, τμήμα Βρύσεως, τμήμα Ραδοβυζίου, τμήμα Τζουμέρκων, τμήμα Κάμπου, τμήμα Καρβασαρά και τμήμα Λάκκας. Η Περάνθη αποτελούσε μέρος του τμήματος Βρύσεως.[4]
Στο «Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης & Πρεβέζης» (εκδ.1884) του Σεραφείμ Ξενόπουλου, μητροπολίτη Άρτας, γίνεται αναφορά στην Περάνθη. Σύμφωνα με αυτή την πηγή, την εποχή της επίσκεψης του Μητροπολίτη Άρτας, στο χωριό διέμεναν περίπου 80 οικογένεις. Οι κάτοικοι εκκλησιάζονταν στο ναό των Ταξιαρχών, στον οποίο ιερουργούσαν 2 εφημέριοι. Το χωριό υπήρξε ιδιοκτησία ενός Οθωμανού με το όνομα Μπανιάς και μετά το θανατό του, πέρασε στην κατοχή του Χρήστου Μπίτζινου. Ο Μητροπολίτης Άρτας αναφέρει επίσης ότι στην υπήρχε σχολείο όπου φοιτούσαν 40 μαθητές. Ο Ξενόπουλος μας πληροφορεί ότι κοντά στο χωριό υπήρχε ιαματική πηγή την οποία οι κάτοικοι ονόμαζαν «Βρωμόνερο».[5]
Η οριστική απελευθέρωση της Περάνθης έλαβε χώρα το 1881, όπου ορίστηκε ως σύνορο του Ελληνικού κράτους, ο ποταμός Άραχθος.
↑Χρονογραφία της Ηπείρου : των τε ομόρων ελληνικών και ιλλυρικών χωρών διατρέχουσα κατά σειράν τα εν αυταίς συμβάντα από του σωτηρίου έτους μέχρι του 1854. / Συντεταγμένη υπό Παναγιώτου Αραβαντινού, σελ.320, εκδ.1856.
↑Οδοιπορικά Ηπείρου και Θεσσαλίας / υπό του παρά τω Υπουργείω των Στρατιωτικών Επιτελικού Γραφείου, Ι.Κοκίδης, Αθήνα 1880.
↑Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης και Πρεβέζης(εκδ.1884).