Η παπική απόφαση, είναι ένας τύπος δημόσιου διατάγματος, απονομής τίτλου ή καταστατικού που εκδίδεται από έναν πάπα της Καθολικής Εκκλησίας. Πήρε το όνομά του από τη μολυβένια σφραγίδα (bulla), που παραδοσιακά προσαρτάτο στο άκρο για να επικυρωθεί η γνησιότητά της.
Οι παπικές βούλες χρησιμοποιούνται τουλάχιστον από τον 6ο αι., αλλά η φράση χρησιμοποιήθηκε μόλις στα τέλη του 13ου αι., και στη συνέχεια μόνο εσωτερικά για ανεπίσημους διοικητικούς σκοπούς. Ωστόσο έγινε επίσημο από τον 15ο αι., όταν ένα από τα γραφεία της Αποστολικής Καγκελαρίας ονομάστηκε «μητρώο βουλών» («registrum bullarum»).[1]
Με την άνοδο του Πάπα Λέοντα Θ΄ το 1048, αναπτύχθηκε μία σαφής διάκριση μεταξύ δύο τάξεων βουλών μεγαλύτερης και λιγότερο σοβαρής. Η πλειονότητα των «μεγάλων βουλών» που υπάρχουν στην εποχή του, έχουν χαρακτήρα επιβεβαιώσεων περιουσίας ή καταστατικά προστασίας, που παρέχονται σε μοναστήρια και θρησκευτικά ιδρύματα. Σε μία εποχή που υπήρχε μεγάλη παραγωγή τέτοιων εγγράφων, εκείνοι που προμηθεύονταν βούλες από τη Ρώμη, ήθελαν να διασφαλίσουν ότι η αυθεντικότητα ης βούλας τους ήταν υπεράνω υποψίας. Μία παπική επιβεβαίωση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επαρκής απόδειξη του τίτλου, σε περιπτώσεις όπου η αρχική πράξη είχε χαθεί ή καταστραφεί.[1]
Από τον 12ο αι., οι παπικές βούλες έφεραν μία μολύβδινη σφραγίδα με τα κεφάλια των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στη μία πλευρά και το όνομα του πάπα στην άλλη. Οι παπικές βούλες είχαν εκδοθεί αρχικά από τον πάπα για πολλά είδη επικοινωνίας δημόσιας φύσης, αλλά μέχρι τον 13ο αι. οι παπικές βούλες χρησιμοποιούντο μόνο για τις πιο επίσημες ή σοβαρές περιπτώσεις.[2] Ο πάπυρος φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε σχεδόν ομοιόμορφα ως υλικό για αυτά τα έγγραφα μέχρι τα πρώτα χρόνια του 11ου αι., μετά τον οποίο γρήγορα αντικαταστάθηκε από ένα τραχύ είδος περγαμηνής.[1]
Οι σύγχρονοι μελετητές έχουν χρησιμοποιήσει αναδρομικά τη λέξη «βούλα», για να περιγράψουν κάθε περίτεχνο παπικό έγγραφο, που εκδίδεται με τη μορφή διατάγματος ή προνομίου, επίσημου ή απλού, και σε ορισμένα λιγότερο περίτεχνα που εκδόθηκαν με τη μορφή επιστολής. Πιο απλά το όνομα χρησιμοποιείται για κάθε παπικό έγγραφο, που περιέχει μεταλλική σφραγίδα.
Σήμερα η βούλα είναι η μόνη γραπτή ανακοίνωση, στην οποία ο πάπας αναφέρεται στον εαυτό του ως «Επίσκοπος, Υπηρέτης των Υπηρετών του Θεού» (Episcopus Servus Servorum Dei).[3]
Ενώ οι παπικές βούλες έφεραν πάντα μία μεταλλική σφραγίδα, τώρα το κάνουν μόνο στις πιο επίσημες περιπτώσεις. Η παπική βούλα είναι σήμερα ο πιο επίσημος τύπος δημόσιου διατάγματος ή απονομής τίτλου, που εκδίδεται από την Καγκελαρία του Βατικανού στο όνομα του πάπα.
Η μορφή του κειμένου
Η μορφή μίας βούλας ξεκινούσε παλαιότερα με μία γραμμή με υψηλά, μακρόστενα γράμματα, που περιείχε τρία στοιχεία: το όνομα του πάπα, τον παπικό τίτλο «Επίσκοπος, Υπηρέτης των Υπηρετών του Θεού» (Episcopus Servus Servorum Dei) και την αρχή (incipit) αυτής, δηλ. οι πρώτες λίγες λατινικές λέξεις από τις οποίες η βούλα παίρνει τον τίτλο της για λόγους τήρησης αρχείων, αλλά που μπορεί να μην είναι άμεσα ενδεικτικές του σκοπού της βούλας.
Το σώμα του κειμένου δεν είχε συγκεκριμένες συμβάσεις για τη μορφοποίησή του. Ήταν συχνά πολύ απλό στη διάταξη. Το τελευταίο τμήμα αποτελείτο από ένα σύντομο «δεδομένο» (datum), που ανέφερε τον τόπο έκδοσης, την ημέρα του μήνα και το έτος της αρχιερατείας του Πάπα από τον οποίο εκδόθηκε, και υπογραφές, κοντά στις οποίες επισυναπτόταν η σφραγίδα.
Για τις πιο επίσημες βούλες, ο πάπας υπέγραφε ο ίδιος το έγγραφο, οπότε χρησιμοποιούσε τον τύπο «Εγώ ο ... Επίσκοπος της Καθολικής Εκκλησίας» (Ego... Catholicae Ecclesiae Episcopus). Μετά την υπογραφή, σε αυτή την περίπτωση θα ακολουθούσε ένα περίτεχνο μονόγραμμα, οι υπογραφές τυχόν μαρτύρων και μετά η σφραγίδα. Σήμερα, ένα μέλος της Ρωμαϊκής Κουρίας υπογράφει το έγγραφο εκ μέρους του πάπα, συνήθως ο καρδινάλιος Υπουργός Εξωτερικών, και έτσι το μονόγραμμα παραλείπεται.
Η σφραγίδα (bulla)
Το πιο χαρακτηριστικό χαρακτηριστικό μίας βούλας ήταν η μεταλλική σφραγίδα (bulla), η οποία ήταν συνήθως κατασκευασμένη από μόλυβδο, αλλά σε πολύ επίσημες περιπτώσεις ήταν κατασκευασμένη από χρυσό, όπως ήταν στις Αυτοκρατορικές αποφάσεις (χρυσόβουλα) στην Κωνσταντινούπολη. Στην εμπρόσθια όψη απεικόνιζε, αρχικά κάπως χοντροκομμένα, τους πρώτους Πατέρες της Εκκλησίας της Ρώμης, τους ΑποστόλουςΆγιο Πέτρο και Παύλο, που προσδιορίζονται ως Sanctus PAulus και Sanctus PEtrus (δηλ. με τα γράμματα SPA • SPE ή SPASPE). Ο Άγιος Παύλος, στα αριστερά, φαινόταν με κυματίζουσα μακριά, μυτερή γενειάδα που αποτελείται από καμπύλες γραμμές, ενώ ο Άγιος Πέτρος, στα δεξιά, φαινόταν με σγουρά μαλλιά και μία πιο κοντό γένειο από ανάγλυφες βούλες (globetti). Κάθε κεφάλι περιβαλλόταν από έναν περίγραμμα από βούλες, με τα δύο περιγράματα να χωρίζονται από έναν σταυρό και η όλη εικόνα περιβαλλόταν από έναν πρόσθετο δακτύλιο από τέτοιες βούλες.[4]
Στην οπίσθια όψη ήταν το όνομα του πάπα που εξέδιδε την απόφαση στην ονομαστική, στα λατινικά, με τα γράμματα "PP", δηλ. Pastor Pastorum («Ποιμένας των Ποιμένων»). Στη συνέχεια ο δίσκος της βούλας προσαρτάτο στο έγγραφο είτε με κορδόνια από κάνναβη, στην περίπτωση επιστολών δικαιοσύνης και εκτελεστικών επιστολών, είτε με κόκκινο και κίτρινο μετάξι, στην περίπτωση των γραμμάτων χάρης, τα οποία κορδόνια περνούσαν μέσα από σχισμές στο κάλυμμα του εγγράφου. Ο όρος "bulla" προέρχεται από το λατινικό bullire (βράζω) και παραπέμπει στο γεγονός ότι, είτε από κερί, από μόλυβδο ή χρυσό, το υλικό από το οποίο θα αποτελείτο ο δίσκος της βούλας έπρεπε να λιώσει, για να μαλακώσει και να αποτυπωθεί η σφραγίδα.
Το 1535 ο Φλωρεντινός χαράκτης Μπενβενούτο Τσελίνι πληρώθηκε με 50 σκούδα για να αναδημιουργήσει τη μεταλλική μήτρα, που θα χρησιμοποιούσε για να εκτυπώσει τις μολύβδινες βούλες του Πάπα Παύλου Γ΄. Ο Τσελίνι διατήρησε τα βασικά εικονογραφικά στοιχεία όπως τα πρόσωπα των δύο Αποστόλων, αλλά τα σκάλισε με πολύ μεγαλύτερη προσοχή στη λεπτομέρεια και καλλιτεχνική ευαισθησία από ό,τι είχαν προηγουμένως αποδοθεί. Στην πίσω όψη της σφραγίδας πρόσθεσε πολλά κρινάνθεμα, μία εραλδική διακόσμηση της οικογένειας Φαρνέζε, από την οποία κατάγεται ο Πάπας Παύλος Γ΄.
Από τα τέλη του 18ου αι. η μολύβδινη βούλα έχει αντικατασταθεί με μία σφραγίδα με κόκκινο μελάνι των Αγίων Πέτρου και Παύλου με το όνομα του βασιλεύοντος Πάπα να περικυκλώνει την εικόνα, αν και πολύ επίσημα γράμματα, όπως π.χ. η βούλα του Πάπα Ιωάννη ΚΒ΄ που συγκαλεί τη Β' Σύνοδο του Βατικανού, λαμβάνει ακόμη τη μολύβδινη σφραγίδα.
Οι αρχικές παπικές βούλες υπάρχουν σε ποσότητα μόνο μετά τον 11ο αι. και μετά, όταν έγινε η μετάβαση από τον εύθραυστο πάπυρο στην πιο ανθεκτική περγαμηνή. Καμία δεν σώζεται ολόκληρη πριν από το 819. Ορισμένες πρωτότυπες μολύβδινες βούλες, ωστόσο, εξακολουθούν να επιβιώνουν ήδη από τον 6ο αι.
Περιεχόμενο
Ως προς το περιεχόμενο, η βούλα είναι απλώς η μορφή, με την οποία εμφανίζεται ένα διάταγμα του πάπα. Οποιοδήποτε θέμα μπορεί να αντιμετωπιστεί με βούλα, και πολλές εκδόθηκαν και υπάρχουν, συμπεριλαμβανομένων των καταστατικών διαταγμάτων, των επισκοπικών διορισμών, των αφέσεων, των αφορισμών, των αποστολικών συνταγμάτων, των αγιοποιήσεων και των συγκλήσεων.
Η βούλα ήταν η αποκλειστική μορφή επιστολών από το Βατικανό μέχρι τον 14ο αι., όταν εμφανίστηκε η παπική περίληψη (papal brief). Η περίληψη είναι η λιγότερο τυπική μορφή παπικής επικοινωνίας και επικυρώνεται με ένα κέρινο αποτύπωμα, τώρα με κόκκινο μελάνι, του Δακτυλίου του Αλιέως. Δεν υπήρξε ποτέ ακριβής διάκριση της χρήσης μεταξύ μίας βούλας και μίας περίληψης, αλλά σήμερα οι περισσότερες επιστολές, συμπεριλαμβανομένων των εγκυκλίων, εκδίδονται ως περιλήψεις.