Ουί Αιμάρ
Οι Ουί Αιμάρ ή Δυναστεία του Άιβαρ ήταν μια Νορβηγική δυναστεία που βασίλευσε στην Ιρλανδική θάλασσα, το βασίλειο του Δουβλίνου, τις δυτικές ακτές της Σκωτίας μαζί με τις Εβρίδες και τμήματα της βόρειας Αγγλίας στα μέσα του 9ου αιώνα. Η δυναστεία απέκτησε τον έλεγχο της Γιορκ στα μέσα του 10ου αιώνα αλλά βασίλευσε και σε άλλες περιοχές σε αόριστους χρόνους όπου οι βασιλείς ισχυρίζονταν ότι ήταν απόγονοι του Αιμάρ. Η έλλειψη πηγών έχει δυσκολέψει το έργο των ιστορικών αλλά είναι βέβαιο ότι κάποιο διάστημα 30 - 40 ετών ήταν βασιλείς στη Σκωτία.[1]
Βασίλευσαν επιπλέον στο Στραθκλάιντ και αργότερα για σύντομο χρονικό διάστημα στην Ιρλανδική επαρχία του Μύνστερ και στη Μερκία, στα δυτικά η δυναστεία των Ουί Αιμαρ ανέβασε τουλάχιστον δυο βασιλείς στο Λίμερικ από το οποίο έκαναν προσπάθειες να κατακτήσουν ξανά το Μύνστερ.
Στον θηλυκό κλάδο δυο μέλη ονομάστηκαν βασίλισσες της Ιρλανδίας στα Ιρλανδικά Χρονικά ανώ αναφέρεται άλλη μια βασίλισσα του Λένστερ, στα Νορβηγικά Χρονικά αναφέρεται άλλη μια βασίλισσα της Νορβηγίας και μια βασίλισσα της Μπρέγκα. Το όνομα "ουί Αιμάρ" στα αρχαία Νορβηγικά μεταφράζεται ως "εγγονός" ή "απόγονος" του Αιμάρ αλλά η δυναστεία επίσημα περιλαμβάνει μόνο τον ίδιο και τους τρεις γιους του. Τα Ιρλανδικά Χρονικά περιγράφουν τον Αιμάρ σαν αδελφό του Αμλάιμπ Κονούνγκ και του Αουίσλ, τα Χρονικά του Ούλστερ περιγράφουν τον θάνατο του το 873 με τη φράση "Ο Αιμάρ βασιλεύς των Νορβηγών της Ιρλανδίας και της Βρετανίας τελείωσε τη ζωή του".[2] Σαν αρχηγός του Μεγάλου Στρατού της Δανίας ταυτίστηκε με τον Άιβαρ τον Ασπόνδυλο γιο του θρυλικού Ράγκναρ Λόθμπροκ κάτι που δείχνει ότι η δυναστεία είχε επεκτείνει τις εξουσίες του στην Ανατολική Αγγλία.[3]
Ιστορικές αναφορές
Ο ιστορικός Άλεξ Γουλφ (γεν. 1963) αναφέρει ότι είναι λάθος να βλέπουμε την ηγεμονία της δυναστείας σαν μια "ενωμένη αυτοκρατορία".[4] Η ηγεμονία της δυναστείας περιοριζόταν σε ανεξάρτητα ενωμένα βασίλεια τα οποία όταν οι συνθήκες μπορούσαν να επιτρέψουν θα μπορούσαν να ενωθούν για πολιτικούς λόγους. Τα πρώτα χρόνια ο μεγάλος πλούτος της δυναστείας δημιουργήθηκε από το εμπόριο σκλάβων και την ψηλή φορολογία που τους έκανε εξαιρετικά αντιδημοφιλείς, σε αυτό βασίστηκε το Ιρλανδικό επικό ποίημα του 12ου αιώνα με τίτλο "Ο πόλεμος των Ιρλανδών" που θεωρείται υπερβολικό.[5] Την εποχή της παντοδυναμίας τους είχαν απόλυτη κυριαρχία στα Βρετανικά νησιά.[6] Η βασιλεία τους παρόλα αυτά ήταν σύντομη, δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τον πλούτο του για να έχουν σημαντικό οικονομικό και πολιτικό ρόλο για μεγάλο χρονικό διάστημα όπως η αντίπαλη δυναστεία των Ρουρικιδών στα ανατολικά.[7]
Μερικοί ιστορικοί ισχυρίζονται ότι ο Αιμάρ και ο Άιβαρ ο Ασπόνδυλος είναι το ίδιο πρόσωπο, άλλοι ιστορικοί ισχυρίζονται αντίθετα ότι πρόκειται για διαφορετικές προσωπικότητες. Τα Ιρλανδικά Χρονικά γράφουν ότι ο Αιμάρ ήταν γιος του Γκοφράιντ βασιλιά του Λοχλάν, οι Ιρλανδοί εκείνη την εποχή είχαν ταυτίσει πολλές φορές το Λοχλάν με μια περιοχή στη Νορβηγία, από τον 11ο αιώνα ο όρος έγινε ταυτόσημος με τη Νορβηγία.[8] Η άλλη θεωρία έλεγε ότι το Λοχλάν βρισκόταν στη Σκωτία των Βίκινγκ. Το όνομα του αδελφού του Αμλαίμπ Κουαράν ήταν ευρύτατα διαδεδομένο στη Νορβηγική δυναστεία κάτι που οδήγησε στην άποψη ότι ο Αιμάρ και τα αδέλφια του ήταν μέλη της Νορβηγικής δυναστείας και δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή της Σκωτίας.[8]
Ταυτοποίηση του γενάρχη με τον Άιβαρ τον Ασπόνδυλο
Ο Νορβηγός ιστορικός Κιμ Χζαρντάρ και ο αρχαιολόγος Βεγκάρντ Βίκ ισχυρίστηκαν ότι ο Αιμάρ ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον Αιβάρ τον Ασπόνδυλο, ο ίδιος και ο Νορβηγός οπλαρχηγός Αμλάιμπ Κονούνγκ έφτασαν στην Ιρλανδία σαν αρχηγοί των Βίκινγκ με στόχο τη μόνιμη εγκατάσταση στο νησί. Τα Ιρλανδικά Χρονικά ονομάζουν τον Αιμάρ και τον Αμλάιμπ Κονούγκ αδελφούς αντίθετα οι Χζαρντάρ και Βίκ ισχυρίστηκαν ότι η έννοια ήταν μεταφορική, στην πραγματικότητα η σχέση τους ήταν "αδελφοί στα όπλα".[9]
Ο βασιλικός κατάλογος στηρίχτηκε μόνο στα Ιρλανδικά χρονικά και σε άλλες κατά το ήμισυ αξιόπιστες πηγές και δεν είναι ολοκληρωμένος, πολλοί ιστορικοί αναφέρουν ότι ο Έρικ Χάραλντσον ανήκε στη δυναστεία των Ουί Αιμάρ.[10]
Ο ιστορικός Τζέιμς Χένθορν Τοντ (1805 - 1869) ανέφερε πρώτος (1867) ότι οι βασιλείς της δυναστείας κατάγονταν από μια κόρη του ιδρυτή Αιμάρ, την άποψη αυτή υποστήριξαν αργότερα και άλλοι ιστορικοί όπως ο Άλεξ Γουλφ και η Κλάρ Ντάουυχαμ.[11][12]
Παραπομπές
- ↑ Ó Corráin 1998
- ↑ Annals of Ulster, ed. & tr. Seán Mac Airt and Gearóid Mac Niocaill (1983). The Annals of Ulster (to AD 1131). Dublin: DIAS. Lay summary – CELT (2008).
- ↑ Woolf (2007), p. 71
- ↑ Woolf, Alex (2002) "Age of Sea-Kings: 900-1300", in: Donald Omand (ed.), The Argyll Book, Edinburgh: Birlinn, pp. 95-96.
- ↑ ed. & tr. James Henthorn Todd (1867)
- ↑ The dynasty may have retained influence in their Scandinavian homelands, and also held some in Normandy. For both these areas our sources are very poor.
- ↑ Ó Corráin, Downham, Woolf, Valante
- ↑ 8,0 8,1 https://celt.ucc.ie//Vikings%20in%20Scotland%20and%20Ireland.pdf
- ↑ Kim Hjardar & Vegard Vike, Vikings at War, p.224-226.
- ↑ Downham 2004, passim; 2007, passim
- ↑ Todd 1867
- ↑ Woolf (2007) p. 131; Downham (2007) p. 34. The latter speculates that the known grandsons of Ímar, who lack a patronymic, and are referred to as "ua Ímair", may have been the "children of a daughter (or daughters) of Ívarr". She provides a note that "Alex Woolf has put forward this idea in conversation".
Πηγές
- Downham, Clare (2004). "Eric Bloodaxe - axed? The Mystery of the Last Viking King of York", in Mediaeval Scandinavia 1: 51–77.
- Downham, Clare (2007). Viking Kings of Britain and Ireland: The Dynasty of Ívarr to A.D. 1014. Edinburgh: Dunedin Academic Press.
- Duffy, Seán (1992). "Irishmen and Islesmen in the Kingdom of Dublin and Man 1052-1171".
- Forte, Angelo, Richard Oram, & Frederik Pedersen (2005). Viking Empires. Cambridge: U. P.
- Holman, Katherine (2007). The Northern Conquest: Vikings in Britain and Ireland. Signal Books
- Hudson, Benjamin T. (2005). Viking Pirates and Christian Princes: Dynasty, Religion, and Empire in the North Atlantic. Oxford
- Jaski, Bart (1995). "The Vikings and the Kingship of Tara", in Peritia 9: 310–53. BREPOLS
- Larsen, Anne-Christine (ed.) (2001). The Vikings in Ireland. Roskilde: The Viking Ship Museum.
- Loyn, H. R., (1977). The Vikings in Britain. London: B. T. Batsford. (Rev. ed. Oxford: Blackwell, 1994.)
- Maund, K. L. (ed.) (2006), Gruffudd ap Cynan: A Collaborative Biography. Boydell Press.
- Ní Mhaonaigh, Máire (1996). "Cogad Gáedel Re Gallaib and the Annals: A Comparison", in Ériu 47: 101–26. JSTOR
- Ó Corráin, Donnchadh (undated). "General: Vikings in Ireland". UCC: Corpus of Electronic Texts.
- Ó Corráin, Donnchadh (1998), "The Vikings in Scotland and Ireland in the Ninth Century" (PDF), Peritia, 12: 296–339, retrieved 15 January 2011
- Ó Cróinín, Dáibhí (1995), Early Medieval Ireland 400–1200, Longman History of Ireland, London: Longman
- Thornton, David E. (2006), "The Genealogy of Gruffudd ap Cynan", in K. L. Maund (ed.) (2006), Gruffudd ap Cynan: A Collaborative Biography. Boydell Press. pp. 79–108.
- Todd, James Henthorn (ed. & tr.) (1867). Cogadh Gaedhel re Gallaibh: The War of the Gaedhil with the Gaill. London: Longmans, Green, Reader, and Dyer.
- Woolf, Alex (2002). "Age of Sea-Kings: 900-1300", in Donald Omand (ed.), The Argyll Book. Edinburgh: Birlinn; pp. 94–109.
- Woolf, Alex (2007), From Pictland to Alba, 789–1070, The New Edinburgh History of Scotland, Edinburgh: Edinburgh University Press,
- Valante, Mary A. (2008). The Vikings in Ireland: Settlement, Trade and Urbanization. Four Courts Press.
- Hjardar, Kim; Vike, Vegard (2001). Vikings at war. Oslo: Spartacus.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
|
|