Κατά τις πληροφορίες του περίπλου της Ερυθράς Θάλασσας, η Οπώνη βρισκόταν στους πρόποδες του όρους Ελέφας (το οποίο μάλλον ταυτίζεται με το σημερινό Όρος Μπαχάγια) και καθώς διέθετε μόνο ένα δρόμο κατά την περίοδο κακοκαιρίας τα εμπορικά πλοία συνήθως κατέφευγαν βορειότερα προς την πόλη των Τάβων ή Πανῶν κώμη κατά τον Κλαύδιο Πτολεμαίο (γνωστή στους Άραβες ως Ρας Μπάνα). Από την πόλη των Ταβών έως την Οπώνη, η απόσταση ήταν 400 στάδια (74 χλμ.) και η διαδρομή τερματίζονταν στην χερσόνησο όπου βρισκόταν η πόλη, η οποία αποτελούσε και το τέλος του εμπορικού δρόμου της αρωματοφόρας περιοχής. Η περιοχή δεν φαίνεται να ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες παρά μόνο κατά τους πρώτους αιώνες μ.Χ., καθώς ως κύρια πηγή αρωμάτων εμπορεύονταν με τους Άραβες.[7]
Εκτιμάται πως αποτελούσε σημαντική εμπορική πόλη, με κύριες περιόδους δραστηριότητας τον 1ο αιώνα π.Χ. και μετέπειτα τον 3ο έως 5ο αιώνα μ.Χ.,[5] ενώ από πάρα πολύ παλιά αποτελούσε την πηγή των μπαχαρικών τα οποία έφταναν ως τις ακτές της Λιβύης στην βόρεια Αφρική, και ήταν γνωστή για το λιβάνι, κάσσια, και κανέλα που εμπορεύονταν, καθώς και για τους σκλάβους (Δουλικὰ κρείσσονα) κυρίως για την αιγυπτιακή αγορά, και τα υψηλής ποιότητας καβούκια χελωνών.[7]