Ο Νικολάς Ροντρίγκες Πένια (ισπανικά: Nicolás Rodriguez Peña, 1775, Μπουένος Άιρες – 1853, Σαντιάγο) ήταν Αργεντινός πολιτικός. Γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες τον Απρίλιο του 1775 και εργάστηκε στο εμπόριο, γεγονός που του επέτρεψε να συγκεντρώσει σημαντική περιουσία. Μεταξύ των πολλών επιτυχημένων επιχειρήσεών του, είχε μια συνεργασία σε εργοστάσιο σαπουνιού με τον Χιπόλιτο Βιέιτες, το οποίο αποτέλεσε κέντρο συνωμοτών κατά τη διάρκεια της επανάστασης κατά της ισπανικής κυριαρχίας. Το 1805 ήταν μέλος της «Στοάς της Ανεξαρτησίας», μιας μασονικής στοάς, μαζί με άλλους εξέχοντες επαναστάτες πατριώτες, όπως ο Χουάν Χοσέ Καστέλι και ο Μανουέλ Μπελγράνο. Η ομάδα αυτή συνήθιζε να συναντάται στο ράντσο του, που βρισκόταν τότε στη σημερινή πλατεία Ροντρίγκες Πένια στο Μπουένος Άιρες.[3]
Υπήρξε μέλος της τοπικής πολιτοφυλακής κατά τις βρετανικές εισβολές στο Ρίο ντε λα Πλάτα (1806 και 1807), και αφού συμμετείχε ως υποστηρικτής και χρηματοδότης της επανάστασης του Μαΐου, συνεργάστηκε στο σχηματισμό της Πριμέρα Χούντα. Ήταν γραμματέας του Καστέλι και πήγε μαζί του στην εκστρατεία του απελευθερωτικού στρατού στην Κόρδοβα, όπου ενέκρινε τον θάνατο με τυφεκισμό του προηγούμενου αντιβασιλέα Σαντιάγο ντε Λινιέ. Αφού πολέμησε στη μάχη της Σουιπάτσα, εισήλθε στο Άνω Περού, όπου διετέλεσε για σύντομο χρονικό διάστημα κυβερνήτης της Λα Πας.[4]
Επιστρέφοντας στο Μπουένος Άιρες τον Φεβρουάριο, πήρε τη θέση του Μαριάνο Μορένο στην Πρώτη Χούντα (Primera Junta). Καθαιρέθηκε από την επανάσταση του Απριλίου 1811 και φυλακίστηκε στην επαρχία Σαν Χουάν. Ο Ροντρίγκες Πένια επέστρεψε αργότερα το ίδιο έτος στο Μπουένος Άιρες, επιστρέφοντας και πάλι στο εμπόριο. Εντάχθηκε στην τεκτονική στοά Logia Lautaro, υπό τη διεύθυνση του Κάρλος Μαρία ντε Αλβεάρ. Λόγω της επανάστασης του Οκτωβρίου 1812, εξελέγη μέλος της Δεύτερης Τριανδρίας, μιας κυβέρνησης που μόλις είχε δημιουργηθεί από το Συνταγματικό Κογκρέσο.[4]
Όταν διαλύθηκε η Τριανδρία, ο Ανώτατος Διοικητής, ο Γερβάσιο Αντόνιο ντε Ποσάδας, τον επέλεξε για να προεδρεύσει του Κρατικού Συμβουλίου (Consejo de Estado). Επίσης, τοποθετήθηκε ως συνταγματάρχης στον στρατό. Το 1814 διορίστηκε πρώτος εντεταλμένος κυβερνήτης της Ανατολικής Επαρχίας (σημερινή Ουρουγουάη), θέση την οποία κατείχε μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα.[3]
Μετά την πτώση του διοικητή Αλβεάρ, του απαγγέλθηκαν κατηγορίες, δικάστηκε και εξορίστηκε, ενώ του επετράπη να ζήσει στο Σαν Χουάν. Το 1816 επέστρεψε στο Μπουένος Άιρες, αλλά ο νέος Ανώτατος Διοικητής, ο Χουάν Μαρτίν ντε Πουεϊρεδόν, τον ανάγκασε να επιστρέψει στην εξορία στο Σαν Χουάν, όπου βοήθησε τον Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν να οργανώσει τη Στρατιά των Άνδεων για το πέρασμα στη Χιλή.[4]
Μετά τη μάχη του Τσακαμπούκο αυτοεξορίστηκε στο Σαντιάγο της Χιλής, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του τον Δεκέμβριο του 1853. Η σορός του ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Λα Ρεκολέτα στο Μπουένος Άιρες.[4]
Παραπομπές