Έμεινε γνωστός κυρίως για το γεγονός ότι υπήρξε διορισμένος πρόεδρος της Κύπρου για οκτώ ημέρες από τους Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριους πραξικοπηματίες της 15ης Ιουλίου του 1974 όταν αυτοί ανέτρεψαν τον Πρόεδρο Μακάριο.
Το πραξικόπημα απετέλεσε την αφορμή για την τουρκική εισβολή που πραγματοποιήθηκε πέντε ημέρες αργότερα. Για την ενέργεια του να αποδεχτεί τον διορισμό του στην προεδρία από τις πραξικοπηματικές δυνάμεις, ο Σαμψών καταδικάστηκε το 1976 από την δικαιοσύνη σε εικοσαετή φυλάκιση, από την οποία εξέτισε μικρό μέρος[4] καθώς αργότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου αποφάσισε την αποφυλάκισή του[5]. Ενδιάμεσα, είχε παραμείνει για αρκετά χρόνια στο εξωτερικό.
Τα πρώτα χρόνια και η συμμετοχή στην ΕΟΚΑ
Ο Νικόλαος Σαμψών Γεωργιάδης[6] γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου του 1935 στη Λευκωσία[7][8] (άλλοι αναφέρουν ως τόπο γέννησής του την Αμμόχωστο[9]). Εργάστηκε από νεαρή ηλικία ως δημοσιογράφος σε διάφορες εφημερίδες όπως ο «Φιλελεύθερος», «Η Αλήθεια», η «Cyprus Mail» και οι «Times Of Cyprus» και παράλληλα εντάχθηκε στον ενωτικό, απελευθερωτικό και αντιαποικιακό αγώνα της ΕΟΚΑ καταγράφοντας ιδιαίτερα έντονη δράση κατά τη διάρκεια της άνοιξης και του θέρους του 1956[10]. Μνημονεύεται κυρίως για τη δημιουργία του λεγομένου «μιλίου του θανάτου», στην οδό Λήδρας στην παλιά πόλη της Λευκωσίας, σημείο όπου αρκετοί Βρετανοί στρατιώτες εκτελέστηκαν από την ΕΟΚΑ[11] και μεταξύ άλλων διακρίθηκε για την απελευθέρωση των Αργύρη Καραδήμα και Παναγιώτη Γεωργίου στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας στις 15 Αυγούστου[12] του 1956, για τη συμμετοχή του στην αιματηρή συμπλοκή την 31η Αυγούστου του 1956 στο ίδιο νοσοκομείο που είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη[13][14], για την εκτέλεση του λοχαγού Ουίλσον (υπεύθυνος του Βρετανικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και εξάδελφος της συζύγου του κυβερνήτη Χάρντινγκ) την 21η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους[15], την εκτέλεση λίγες ημέρες αργότερα δύο Βρετανών υπαξιωματικών της αστυνομίας στην οδό Λήδρας[16][17] κλπ. Μελανό σημείο της δράσης του στα πλαίσια της ΕΟΚΑ απετέλεσε η εκτέλεση του Βρετανού δημοσιογράφου Μακ Ντόναλντ, πράξη για την οποία επικρίθηκε και από την ηγεσία της οργάνωσης[18].
Για τη δράση του συλλαμβάνεται την 30ή Ιανουαρίου του 1957[19], έπειτα από προδοσία[20], στο Δάλι όπου είχε καταφύγει μετά από αποτυχημένη απόπειρα επίθεσης σε Τουρκοκύπριο αστυνομικό, βασανίζεται και καταδικάζεται δις εις θάνατον[21] με την ποινή να μετατρέπεται τελικά σε ισόβια κάθειρξη[22][23]. Μετήχθη στις φυλακές της Μεγάλης Βρετανίας για να εκτίσει την ποινή που του επιβλήθηκε αλλά μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου και την ίδρυση του κυπριακού κράτους, χορηγήθηκε γενική αμνηστία και το 1960 επέστρεψε στην Κύπρο αφού πρώτα παρέμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην Ελλάδα μαζί με άλλους απελευθερωθέντες αγωνιστές της ΕΟΚΑ.
Από την ανεξαρτησία μέχρι την εισβολή
Δραστηριότητες την περίοδο 1960-1963
Λίγο καιρό μετά την επιστροφή του από την εξορία και συγκεκριμένα την 24η Οκτωβρίου του 1960, ο Σαμψών προβαίνει στην έκδοση της εφημερίδας «Μάχη», η κυκλοφορία της οποίας χαιρετίζεται μεταξύ άλλων και από τους Μακάριο και Γρίβα[24]. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους μετατρέπει την «Μάχη» από εβδομαδιαία σε καθημερινή ενώ τον Ιούλιο του 1961 ιδρύει την εβδομαδιαία εφημερίδα «Θάρρος»[25]. Παράλληλα, το 1962 δημιουργεί πολιτικό φορέα υπό την ονομασία «Οργάνωσις Προστασίας Ελλήνων Κύπρου»[26] αλλά και τη δική του ένοπλη παραστρατιωτική ομάδα έπειτα από έγκριση του Μακαρίου (παρόμοια άδεια έλαβε από τον τότε προκαθήμενο της κυπριακής εκκλησίας αλλά και πρόεδρο της κυπριακής δημοκρατίας και ο Βάσος Λυσσαρίδης)[27][28].
Διακοινοτικές Συγκρούσεις και δράση στην Ομορφίτα
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται.Πιθανότατα παρουσιάζει κάποια γεγονότα ή απόψεις μονομερώς ή με δυσανάλογη ισορροπία σε σχέση με την αντίστοιχη βαρύτητά τους. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος.
Με την έναρξη των Διακοινοτικών Συγκρούσεων τα Χριστούγεννα του 1963, ο Σαμψών ηγήθηκε του δικού του ένοπλου τμήματος με υπαρχηγό τον Νεοπτόλεμο Γεωργίου-Λεφτή. Διεδραμάτισε μάλιστα σημαντικό ρόλο στις συγκρούσεις στην Ομορφίτα, οι οποίες ξέσπασαν όταν οι Ελληνοκύπριοι που κατοικούσαν στο στρατηγικής σημασίας προάστιο της Λευκωσίας, το οποίο κατοικείτο κυρίως από Τουρκοκύπριους, δέχτηκαν σφοδρή επίθεση από τουρκοκυπριακές ένοπλες δυνάμεις[29].
Ο Σαμψών και η διλοχία του[30], που αποτελείτο από περίπου 60 άνδρες, χάρη και στην ενίσχυση από τους άνδρες του Βάσου Λυσσαρίδη[31] και του Ρένου Κυριακίδη ανέλαβαν το κύριο βάρος της επίθεσης[32] επιτυγχάνοντας να καταλάβουν τις αντίπαλες θέσεις και να εκκαθαρίσουν έπειτα από σκληρή μάχη το προάστιο από τους Τουρκοκύπριους ενόπλους[33][34]. Ακολούθως, γύρω στα 800 γυναικόπαιδα της τουρκοκυπριακής κοινότητας απομακρύνθηκαν από την πεδίο των μαχών, παραδόθηκαν στις αρχές και φιλοξενήθηκαν εντός ελληνικού σχολείου[35] (κατ' άλλη εκδοχή, κρατήθηκαν εκεί ως όμηροι[36]) για να παραδοθούν στη συνέχεια στον Ερυθρό Σταυρό και να μεταφερθούν με ασφάλεια στον τουρκοκυπριακό τομέα της Λευκωσίας. Η δράση του αποσπάσματος Σαμψών στην Ομορφίτα και η καθοριστική συμβολή του στην έκβαση της μάχης είχε ως αποτέλεσμα την αποθέωση του ιδίου και των ανδρών του από τον ελλαδικό και κυπριακό τύπο[37]. Αντιθέτως, λόγω των ιδίων γεγονότων, ο Σαμψών εξελίχθηκε σε μισητή προσωπικότητα για τους Τούρκους[38]. Σε αυτό, πέραν της καθοριστικής συμβολής του στην έκβαση της μάχης[39], διαδραμάτισε ρόλο το ότι η ομάδα Σαμψών θεωρείτο η πιο εξτρεμιστική από όλες τις κυπριακές παραστρατιωτικές ομάδες, ενώ διάφοροι συγγραφείς κάνουν λόγο για δράση και κατά αμάχων[40][41][42]. Μάλιστα, η τουρκική πλευρά εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο τις φήμες αυτές κατά του Σαμψών, στον οποίο και απέδωσε το προσωνύμιο «ο χασάπης της Ομορφίτας»[43], ενώ ξένα περιοδικά όπως το «Newsweek», τον παρουσίαζαν ως «φονιά με την αθώα παιδική μορφή»[44].
Πολιτικές και λοιπές δραστηριότητες
Εκείνη την εποχή, ο Σαμψών διέθετε μεγάλο έρεισμα στους κόλπους της κυπριακής νεολαίας[45] ενώ από Ελλαδίτη δημοσιογράφο που επισκέφτηκε την Κύπρο και τον συνάντησε χαρακτηρίζεται ως απροσάρμοστος, πεισματάρης, αναρχικός, πατριώτης και ισχυρογνώμων[46].
Ο Σαμψών, αρχικά υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του Μακαρίου και η εφημερίδα του, «Μάχη», διακρινόταν για την έντονη αντιβρετανική, αντιαμερικανική και αντινατοϊκή αρθρογραφία της ενώ από το 1967 και μετά υιοθετεί φιλοχουντική στάση[47]. Το 1969 εμπλέκεται ενεργά στην πολιτική ως συναρχηγός της φιλομακαριακής Προοδευτικής Παρατάξεως. Κατά την περίοδο 1969 - 1970 διατελεί πρόεδρος του κόμματος[48] ενώ το 1970 θα επιτύχει να εκλεγεί βουλευτής στη Βουλή των Αντιπροσώπων στις γενικές εκλογές όντας πρώτος σε προτιμήσεις ψήφου στην επαρχία Αμμοχώστου[49], από το 1973 όμως αρχίζει να συγκλίνει προς τη γριβική παράταξη με αποτέλεσμα την ανεξαρτητοποίησή του το 1974[50], για την οποία καθοριστικός παράγοντας υπήρξε η συναισθηματικά φορτισμένη παρουσία του, η οποία από πολλούς συσχετιζόταν με άλλα κίνητρα[51], στην κηδεία του Γρίβα τον Ιανουάριο του ίδιου έτους στη Λεμεσό.
Ο Σαμψών δεν ήταν άγνωστος στα ελληνικά πολιτικά δρώμενα της προ-πραξικοπιματικής περιόδου. Συγκεκριμένα, ήταν ένας από τους βασικότερους μάρτυρες κατηγορίας στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Στη δίκη της υπόθεσης αυτής, έπειτα από τις συνεχείς ερωτήσεις του δικηγόρου υπεράσπισης Νικηφόρου Μανδηλαρά, ο Σαμψών υποστήριξε ότι δεν θυμόταν τι έγραφε στις εφημερίδες που διεύθυνε, και παρά την προστασία που του παρείχε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποδείχτηκε τελικά η ψευδομαρτυρία του[52].
Συν τοις άλλοις, σύμφωνα με δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας «Washington Post» και με μαρτυρία του πράκτορα της NSA Ουίσλοου Πεκ, ο Σαμψών ήταν όργανο της CIA από τις αρχές της δεκαετίας του 1960[53] κάτι το οποίο αρνήθηκε κατηγορηματικά ο Σαμψών[54].
Ιούλιος του 1974
Πραξικόπημα και ανάληψη της προεδρίας
Κατά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974, στη Κύπρο, το οποίο είχε οργανώσει ο Δημήτριος Ιωαννίδης, τότε αφανής επικεφαλής της χούντας στην Αθήνα, οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, συνεπικουρούμενες από μέλη της ΕΟΚΑ Β' , έφεδρους αξιωματικούς και άλλες αντιμακαριακές δυνάμεις μετά την αρχική επικράτηση του πραξικοπήματος, έπειτα από σύντομες αλλά σφοδρές μάχες σε ολόκληρη την Κύπρο[55], ανέτρεψαν τον Μακάριο ο οποίος κατέφυγε αρχικά στην Πάφο και από εκεί μετέβη στο εξωτερικό. Το όλο εγχείρημα της ανατροπής του Μακαρίου, είχε, κατά τα φαινόμενα, την ενθάρρυνση της CIA και του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών υπό τον Χένρυ Κίσινγκερ[56][57].
Αν και το όνομα του Σαμψών δεν συμπεριλαμβανόταν ανάμεσα σε αυτά των υποψηφίων αντικαταστατών του Μακαρίου[58], η εξαφάνιση του Γλαύκου Κληρίδη με το που ξεκίνησαν οι πρώτες μάχες[59], η απουσία στο εξωτερικό του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Μιχαλάκη Τριανταφυλλίδη και η άρνηση του Ζήνωνα Σεβέρη, οδήγησαν τον ταξίαρχο Γεωργίτση να αναθέσει, βιαστικά[60], στον Σαμψών την προεδρία της Κύπρου[61]. Δύο χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της δίκης του, ο Σαμψών υποστήριξε ότι δέχτηκε να αναλάβει την προεδρία επειδή νόμιζε πως ο Μακάριος ήταν νεκρός, όπως άλλωστε είχε διαδοθεί, μετά την σφοδρή επίθεση των πραξικοπηματιών εναντίον του Προεδρικού Μεγάρου το πρωί της 15ης Ιουλίου[62].
Η επιλογή του Σαμψών από τους πραξικοπηματίες δεν ήταν τυχαία, αφού ο ίδιος απολάμβανε της πλήρους εμπιστοσύνης τους καθώς είχε, από χρόνια, αναπτύξει στενές επαφές με στελέχη της χούντας των Αθηνών, με πράκτορες της ΚΥΠ αλλά και με Ελλαδίτες αξιωματικούς που υπηρετούσαν στην Κύπρο. Εξάλλου, εκείνη την ημέρα, μετά τις πρώτες συγκρούσεις, οπότε και κατέστη σαφές ποια πλευρά θα επικρατούσε, μετέβη, όπως άλλωστε και άλλοι αντιμακαριακοί παράγοντες, στην έδρα του ΓΕΕΦ με σκοπό να συνδράμει τους πραξικοπηματίες. Μάλιστα, φέρεται να αναζήτησε για λογαριασμό τους κάποια από τα πρόσωπα που προορίζονταν για αντικαταστάτες του Μακαρίου[63].
Ο Σαμψών ορκίστηκε την ίδια ημέρα από τον, καθαιρεμένο από την Μείζονα Ιερά Σύνοδο, Γεννάδιο[64] και στη συνέχεια προχώρησε σε διάγγελμα προς τον λαό[65] όπου μεταξύ άλλων κατηγορούσε τον Μακάριο, δικαιολογούσε το πραξικόπημα ισχυριζόμενος ότι ο στρατός αναγκάστηκε να επέμβει λόγω εσωτερικών πολιτικών ανωμαλιών ενώ τόνιζε ότι αναλάμβανε με ιδιαίτερη υπερηφάνεια τα νέα του καθήκοντα και πως στόχος του ήταν η αποκατάσταση του νόμου και της τάξεως, η ηρεμία στους κόλπους της κυπριακής εκκλησίας, η άμεση αντιμετώπιση των προβλημάτων όλων των κοινωνικών τάξεων, η συνέχιση της διαδικασίας επίλυσης του Κυπριακού μέσω ενισχυμένων διακοινοτικών συνομιλιών καθώς και η προκήρυξη ελεύθερων εκλογών σε ορίζοντα ενός έτους[66][67].
Αμέσως μετά την οριστική επικράτηση των πραξικοπηματιών, ο Σαμψών εκμεταλλευόμενος τη θέση του πέτυχε να προστατεύσει αρκετούς υποστηρικτές του Μακαρίου αποτρέποντας ακόμα και δολοφονίες[68] ενώ κατά τις παραμονές της εισβολής και με τον πόλεμο να πλανάται πάνω από την Κύπρο πρότεινε γενική επιστράτευση η οποία όμως απορρίφθηκε από τον ταξίαρχο Γεωργίτση με το σκεπτικό να μην προκληθεί η Τουρκία[69]. Παράλληλα, προσπάθησε να κατευνάσει τους φόβους της διεθνούς κοινής γνώμης για τις εξελίξεις[70] καθώς και να πείσει την τουρκοκυπριακή κοινότητα πως το καθεστώς δεν αποτελούσε απειλή για αυτούς, με την ελπίδα πως με αυτόν τον τρόπο θα απέκλειε το ενδεχόμενο τουρκικής επέμβασης[71].
Όμως, με την εκδήλωση της τουρκικής εισβολής φάνηκε ότι η στηριζόμενη και επιβαλλόμενη από τις πραξικοπηματικές δυνάμεις, κυβέρνηση Σαμψών, δεν ενέπνεε την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη που θα χρειαζόταν σε περίοδο εθνικής κρίσης. Συγκεκριμένα, αρκετοί αρνήθηκαν να πάρουν τα όπλα ενώ άλλοι, κυρίως τις πρώτες ώρες, είδαν την εισβολή ως ευκαιρία για να καταρρεύσει η πραξικοπηματική κυβέρνηση[72]. Συν τοις άλλοις, ο Σαμψών ως προσωπικότητα δεν διέθετε κύρος στο εξωτερικό και η τοποθέτησή του στη θέση του προέδρου χαρακτηρίστηκε προκλητική[73]: στην Αγγλία λόγω της έντονης δράσης του την περίοδο του αγώνα της ΕΟΚΑ είχε τη φήμη του δολοφόνου και εκτελεστή Άγγλων ενώ ήταν για τους Τούρκους μισητή προσωπικότητα[74] κυρίως εξαιτίας των γεγονότων στην Ομορφίτα τον Δεκέμβριο του 1963[75].
Τελικά, την 23η Ιουλίου, με τα τουρκικά στρατεύματα να κατέχουν την Κερύνεια, την Εθνική Φρουρά και την ΕΛΔΥΚ να έχουν αποτύχει να εξαλείψουν τον ισχυρό θύλακα Κιόνελι - Αγύρτας και την συμφωνία κατάπαυσης του πυρός σε ισχύ[76] (συμφωνία την οποία όμως δεν σεβάστηκε η τουρκική πλευρά συνεχίζοντας τις επιχειρήσεις[77][78]) ο Σαμψών αναγκάστηκε, υπό το βάρος των εξελίξεων, να παραιτηθεί και να παραδώσει την προεδρία στον πρόεδρο της βουλής των αντιπροσώπων, Γλαύκο Κληρίδη, ως νόμιμο αναπληρωτή μέχρι την επιστροφή του Μακάριου[76] (την ίδια ημέρα κατέρρεε και στην Αθήνα η χούντα των Συνταγματαρχών και αποφάσιζε να παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς). Μετά την παραίτησή του, ο Σαμψών, προχώρησε μέσω ραδιοφώνου σε νέο διάγγελμα προς τον κυπριακό λαό όπου τόνιζε μεταξύ άλλων πως μέσω της «επανάστασης» (όπως χαρακτήρισε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου) έπεσε το προσωποπαγές καθεστώς του Μακαρίου, αποκάλεσε την τουρκική εισβολή άνανδρη και ισχυρίστηκε πως ανέλαβε την προεδρία όχι από προσωπική φιλοδοξία αλλά για να αποτρέψει τον εμφύλιο και να ενώσει ψυχικά τον λαό. Τέλος, ανέφερε πως είχε τη συνείδησή του ήσυχη και πως η παραίτησή του ήταν προέκταση της όλης προσφοράς του[79][80].
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Σαμψών θεωρείτο από τους πραξικοπηματίες προσωρινή λύση ανάγκης[81][82], ενώ ταυτόχρονα η θέση του επιβαρυνόταν και από τις αρνητικές αναφορές από τα ξένα ΜΜΕ[59].
Μετά την Εισβολή
Η σύλληψη και η δίκη του Σαμψών
Μετά την επιστροφή του Μακαρίου στην Κύπρο, τον Δεκέμβριο του 1974, ο Σαμψών δεν δικάστηκε άμεσα καθώς ίσχυε η προφορική αμνηστεία την οποία παραχώρησε ο Κύπριος ιεράρχης και πολιτικός[83]. Παρόλα αυτά, την 30ή Οκτωβρίου του 1975, εγκρίθηκε ψήφισμα[84], βάση του οποίου θα διώκονταν οι «αμετανόητοι» για τα γεγονότα του πραξικοπήματος αλλά και όσοι συνέχιζαν τη δράση τους (όπως π. χ. η ΕΟΚΑ Β', η οποία υφίστατο μέχρι και το 1978[85]). Οι δηλώσεις του Σαμψών κατά τη διάρκεια του δευτέρου ετήσιου μνημόσυνου του Γρίβα τον Ιανουάριο του 1976 απετέλεσαν την αφορμή για την έναρξη ποινικής δίωξης εναντίον του με αποτέλεσμα αρχικά την κλήση του από την Αστυνομία και την επιβολή απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα (3 Φεβρουαρίου)[86][87] και εν συνεχεία τη σύλληψή του στις 16 Μαρτίου του 1976[88][89].
Στις 27 Απριλίου το επαρχιακό δικαστήριο της Λευκωσίας αποφάσισε την απευθείας παραπομπή του σε κακουργιοδικείο έπειτα από εισήγηση της εισαγγελίας για αποφυγή της διαδικασίας της προανάκρισης, κάτι που δέχτηκε και ο ίδιος ο Σαμψών[90][91], ο οποίος παρουσιάστηκε στη δίκη χωρίς συνήγορο αφού κανένας δικηγόρος δεν είχε δεχτεί να αναλάβει μέχρι εκείνη τη στιγμή την υπεράσπισή του[92]. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός πως κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, έξω από τον χώρο των δικαστηρίων σημειώθηκαν άγριες συμπλοκές μεταξύ υποστηρικτών και αντιπάλων του κατηγορουμένου[93] ενώ η αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη πέντε υποστηρικτών (οι τέσσερις εκ των οποίων ήταν γυναίκες) του Σαμψών με την κατηγορία ότι συμπεριφέρθηκαν απρεπώς και ότι εξύβρισαν τον πρόεδρο της δημοκρατίας, Μακάριο[94].
Η δίκη του Σαμψών, την υπεράσπιση του οποίου ανέλαβε τελικά ο Μανώλης Χριστοφίδης[95], συνεχίστηκε από την 21η Ιουλίου στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, το οποίο εξέδωσε κατά την 31η Αυγούστου1976 την ετυμηγορία του, τονίζοντας πως ο κατηγορούμενος δεν δικαζόταν για τα πιστεύω του αλλά για τις πράξεις του[96]: το δικαστήριο απεφάνθη πως ο Νίκος Σαμψών κρίθηκε ένοχος για συνεργασία σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και για σφετερισμό του αξιώματος του προέδρου της δημοκρατίας κατά το διάστημα από τις 15 μέχρι και τις 23 Ιουλίου του 1974, κατηγορίες τις οποίες είχε αποδεχτεί και ο ίδιος, και του επιβλήθηκε εικοσαετής ποινή φυλάκισης με βάση τα άρθρα 20, 21 και 40 του ποινικού κώδικα[97] ενώ η απόφαση δεν εφεσιβλήθη[98]. Νωρίτερα, ο Σαμψών είχε δηλώσει στο δικαστήριο πως δεν μετάνιωνε για τις πράξεις του και πως έδρασε με γνώμονα την εξυπηρέτηση της πατρίδας[96].
Μετάβαση και παραμονή στο εξωτερικό
Περίπου τρία χρόνια αργότερα, στις 21 Απριλίου του 1979, με διάταγμα του τότε προέδρου της κυπριακής δημοκρατίας, Σπύρου Κυπριανού, πραγματοποιήθηκε προσωρινή αναστολή της ποινής του Σαμψών για λόγους υγείας. Συγκεκριμένα, έπειτα από εξέταση στην οποία υποβλήθηκε από γιατρούς από την Ελλάδα, τις ΗΠΑ και την Κύπρο, διαγνώστηκε επιδείνωση της υγείας του (ο Σαμψών υπέφερε από αιμοπτύσεις) και κρίθηκε απαραίτητη η άμεση μετάβασή του σε κλινική του εξωτερικού για θεραπεία[99].
Η αναστολή της ποινής είχε αρχικά εξάμηνη διάρκεια, η οποία στην πορεία διπλασιάστηκε[100], και έγινε αφού πρώτα ο Σαμψών υπέγραψε δήλωση με την οποία υποχρεούτο μετά την απόλυσή του από τις φυλακές να εγκαταλείψει άμεσα την Κύπρο και να μην επανέλθει μέχρι την αποπεράτωση της θεραπείας και να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του με την επιστροφή του από το εξωτερικό, μετά την αποθεραπεία[101][102].
Ο Σαμψών μετέβη αρχικά για ιατρική παρακολούθηση στο Μόναχο της Δυτικής Γερμανίας[103] και αργότερα στη Γαλλία όπου και παρέμεινε ως το 1990 παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού είχε άρει από τον Δεκέμβριο του 1980 το διάταγμα της προσωρινής αναστολής που του είχε παρασχεθεί το 1979 και ταυτόχρονα τον καλούσε να επιστρέψει στην Κύπρο για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της η κυπριακή κυβέρνηση, ο Σαμψών στο διάστημα της μέχρι τότε απουσίας του όχι μόνο δεν είχε υποβληθεί σε θεραπεία[104] αλλά ταυτόχρονα συνδεόταν (σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς της κυπριακής κυβέρνησης) και με παράνομες δραστηριότητες[105].
Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο, ο Σαμψών τέθηκε υπό κράτηση. Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1991, το Ανώτατο Δικαστήριο θα αποφασίσει την αποφυλάκισή του[5], έτσι στις 22 Μαρτίου1992 του απονεμήθηκε χάρη του υπολοίπου της ποινής του, από τον τότε Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιώργο Βασιλείου. Μετά την αποφυλάκισή του, επέστρεψε στον δημοσιογραφικό χώρο συνεχίζοντας την έκδοση των εφημερίδων του, που είχε ξεκινήσει από παλαιότερα, δύο ημερησίων, της «Μάχης» και της «Νίκης», και μίας εβδομαδιαίας, του «Θάρρους».
Θάνατος
Απεβίωσε σε ηλικία 66 ετών, την Τετάρτη 9 Μαΐου2001 έπειτα από πολύχρονη αντιμετώπιση καρκίνου, σε κλινική της Λευκωσίας όπου νοσηλευόταν[107]. Η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στα γραφεία της εφημερίδας «Μάχη», γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του ΑΚΕΛ που με ανακοίνωση υποστήριξε πως ο Σαμψών λόγω της συμπεριφοράς του κατά το πραξικόπημα δεν άξιζε την τιμή λαϊκού προσκυνήματος[108]. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε την 12η Μαΐου στον Ι. Ν. της Παναγίας Ευαγγελίστριας στην Παλλουριώτισσα υπό την παρουσία πλήθους κόσμου ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν ο πρόεδρος του ΔΗΣΥΝίκος Αναστασιάδης καθώς και αρκετοί βουλευτές και στελέχη του κόμματος ενώ στη νεκρώσιμο ακολουθία χοροστάτησε ο τότε αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Α'[109].
Ήταν παντρεμένος με τη Βέρα Φεσσά[31] με την οποία απέκτησε έναν γιο και μια κόρη. Ο γιος του Σωτήρης Σαμψών είναι αντιπρόεδρος του ΔΗΣΥ και πρώην βουλευτής Αμμοχώστου[110].
↑ 5,05,1Εφημερίδα Καθημερινά Νέα Τρίπολης, 6 Σεπτεμβρίου 2011.
↑Αργότερα, άλλαξε το επίθετό του σε «Σαμψών», λόγω του ότι το «Γεωργιάδης» αποτελεί κοινό επίθετο στην Κύπρο (βλ. Ρίχτερ Χάιντς Α., Ιστορία της Κύπρου, τόμος Β' , 1950 - 1959, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011, σελ. 565 - 566. ).
↑Πενήντα χρόνια κυπριακού κοινοβουλίου - Οι αντιπρόσωποι του λαού, Λευκωσία, Οκτώβριος 2010, σελ. 215
↑Αυτή η οργάνωση ενισχύθηκε από τον Ευάγγελο Αβέρωφ ( βλ. Παπαγεωργίου Σπύρος, Καραμανλής και Κύπριακόν, Νέα Θέσις, β' έκδοσις, Αθήνα 1988, σελ. 271. )
↑Γιάννης Κ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού, Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2004, Λευκωσία 2004, σελ. 103
↑Μακάριος Δρουσιώτης - Ahmet An - Desmond Fernandes - Iskender Ozden, Το βαθύ κράτος: Τουρκία - Ελλάδα - Κύπρος, εκδόσεις Αλφάδι, Δεκέμβριος 2004, σελ. 43.
↑James Ker-Lindsay, Britain and the Cyprus Crisis 1963-64, (2004), σελ 24.
↑Brendan O' Malley - Ian Craig, Η συνωμοσία της Κύπρου - ΗΠΑ, κατασκοπία και η τουρκική εισβολή, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2002, σελ 178.
↑Κατά τον Ι. Γ. Μπήτο, ο Σαμψών έδρασε στην Ομορφίτα έπειτα από εντολή του Γιωρκάτζη ( βλ. Ι. Γ. Μπήτος, Από την Πράσινη Γραμμή στους δύο Αττίλες, β' έκδοση, Αθήνα 1998, σελ. 69. ). Από την άλλη, ο Σπύρος Παπαγεωργίου υποστηρίζει πως ο Σαμψών ανέλαβε την εκκαθάριση της Ομορφίτας με δική του πρωτοβουλία και πως ο Γιωρκάτζης απλά συναίνεσε (βλ. Παπαγεωργίου Σπύρος, Από την Ζυρίχη εις τον Αττίλαν, εκδόσεις Επιφανίου, τόμος Α', σελ. 239. )
↑ Παπαγεωργίου Σπύρος, Από την Ζυρίχη εις τον Αττίλαν, τόμος Α', σελ. 239 - 244.
↑Εφημερίδα Ταχυδρόμος Αιγύπτου, 3 Μαρτίου 1964, σελ. 4. Το πιο γνωστό έγκλημα κατά αμάχων που έχει αποδοθεί στον Σαμψών και τους άνδρες του είναι η κατηγορία για τη δολοφονία της γυναίκας και των παιδιών του στρατιωτικού ιατρού της ΤΟΥΡΔΥΚ, Νιχάτ Ιλχάν συνοδευόμενη και από φωτογραφία( βλ. Ιός: Όταν η Λευκωσία έγινε Σεράγεβο, γ' μέρος ). Ο Κώστας Γενναρης αντικρούει τον ισχυρισμό αυτό επικαλούμενη μαρτυρία του φωτογράφου της περίφημης εικόνας που έκανε το γύρο του κόσμου, Αχμέτ Μπαράν, στον δημοσιογράφο Κώστα Γεννάρη. Σύμφωνα με τον Μπαράν, το έγκλημα αυτό διαπράχτηκε από τον ευρισκόμενο σε κατάσταση αμόκ Νιχάτ Ιλχάν. Σύμφωνα με τον Κώστα Γενναρη, ο τόπος του εγκλήματος δεν ήταν η Ομορφίτα όπως υποστήριζε η τουρκική πλευρά, αλλά το κέντρο της τουρκικής συνοικίας της Λευκωσίας, σημείο στο οποίο δεν μπορούσαν να πλησιάσουν οι Ελληνοκύπριοι ένοπλοι (βλ. Κώστας Γεννάρης, Εξ ανατολών και Κίνηση για Ελευθερία & Δικαιοσύνη στην Κύπρο, Αιματηρή αλήθεια - Bloody truth 1955-1974, σελ. 66 - 69 ).
↑Κατά τον Άντρο Παυλίδη, η συμπεριφορά του Σαμψών στην κηδεία του Γρίβα, κατά την οποία έφτασε μέχρι το σημείο να αφήσει πάνω στη άψυχη σορό του Γρίβα ένα τεύχος της εφημερίδας «Μάχη», οφειλόταν σε προσπάθειά του ( είτε με δική του πρωτοβουλία είτε έπειτα από παραίνεση του προσωπικού του φίλου Ιωαννίδη ) να προσεγγίσει την ΕΟΚΑ Β' ( βλ. Άντρος Παυλίδης, 1983, σελ. 631 - 632 ).
↑Jon V. Kofas, Under the eagle's claw - exceptionalism in postwar U.S.-Greek relations, Greenwood Publishing Group, 2003, ISBN 0-275-97623-8, σελ 128 - 129
↑William Mallinson, Cyprus: a modern history, σελ. 80 - 81.
↑Γιάννης Κ. Λάμπρου, 2004, σελ. 478. Δώδεκα χρόνια αργότερα, στην κατάθεσή του στη Βουλή των Ελλήνων στις 2 Ιουλίου1986, ο Γεωργίτσης υποστήριξε ότι ο Σαμψών ορίστηκε ως πρόεδρος από μερίδα αξιωματικών που βρίσκονταν στο ΓΕΕΦ χωρίς να ζητήσουν την δική του άποψη ( βλ. Βουλή των Αντιπροσώπων, Πόρισμα για το φάκελο της Κύπρου, Λευκωσία, Απρίλιος 2011, σελ. 100) .
↑Ανδρέα Λοΐζου, Το Πραξικόπημα, οι πραξικοπηματίες και το Δίκαιο στο συλλογικό έργο Κύπρος, Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, επιμέλεια Γιώργος Τενεκίδης - Γιάννος Κρανιδιώτης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, δεύτερη έκδοση, Μάιος 2000, σελ. 525.
↑Πόρισμα για το φάκελο της Κύπρου, Λευκωσία, Απρίλιος 2011, σελ. 103 - 105.
↑ 76,076,1Ανδρέα Λοΐζου, Το Πραξικόπημα, οι πραξικοπηματίες και το Δίκαιο στο Κύπρος, Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, επιμ. Γιώργος Τενεκίδης - Γιάννος Κρανιδιώτης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Μάιος 2000, σελ. 511.
↑Αντώνιος Κακαράς, Οι Έλληνες στρατιωτικοί, Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί στη μεταπολεμική Ελλάδα, τόμος δεύτερος, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2006, σελ 252
↑Γιώργου Κ. Τενεκίδη, Διεθνοποίηση και αποδιεθνοποίηση του Κυπριακού πριν και μετά την Εισβολή , Κύπρος, Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, επιμ. Γιώργος Τενεκίδης - Γιάννος Κρανιδιώτης, Μάιος 2000, σελ. 248.
↑Ανδρέα Λοΐζου, Το Πραξικόπημα, οι πραξικοπηματίες και το Δίκαιο, Κύπρος, Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, επιμ. Γιώργος Τενεκίδης - Γιάννος Κρανιδιώτης, 2000, σελ. 526.
↑Ανδρέα Λοΐζου στο συλλογικό έργο Κύπρος, Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, επιμ. Γιώργος Τενεκίδης - Γιάννος Κρανιδιώτης, 2000, σελ 526 - 527.
Δρουσιώτης Μακάριος - An Ahmet An - Fernandes Desmond - Ozden Iskender, Το βαθύ κράτος: Τουρκία - Ελλάδα - Κύπρος, εκδόσεις Αλφάδι, Δεκέμβριος 2004 ISBN 9963-631-07-X.
Κακαράς Αντώνιος, Οι Έλληνες στρατιωτικοί, Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί στη μεταπολεμική Ελλάδα, τόμος δεύτερος, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2006 ISBN 960-02-1971-0.
Κάππος Κώστας, Έγκλημα εναντίον της Κύπρου, εκδόσεις Γνώσεις, Αθήνα 1992 ISBN 960-252-006-Χ.
Κρεμμύδας Γ. Θ., Οι Άνθρωποι της χούντας μετά τη Δικτατορία, Εξάντας 1984.
Λοΐζου Ανδρέα, Το Πραξικόπημα, οι πραξικοπηματίες και το Δίκαιο στο συλλογικό έργο Κύπρος, Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, επιμέλεια Γιώργος Τενεκίδης - Γιάννος Κρανιδιώτης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, δεύτερη έκδοση, Μάιος 2000
Λάμπρου Γιάννης Κ.,Ιστορία του Κυπριακού, Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2004, Λευκωσία 2004.
Μπήτος Ι. Γ., Από την Πράσινη Γραμμή στους δύο Αττίλες, β' έκδοση, Αθήνα 1998.
Παναγιωτάκου Κωνσταντίνου Π. , Κύπρος - Ο φάκελος της μεγάλης προδοσίας, εκδόσεις Φιλιππότη, β' έκδοση, Αθήνα 1986.
Παπαγεωργίου Σπύρος, Από την Ζυρίχη εις τον Αττίλαν, εκδόσεις Επιφανίου,τόμος Α'.
Παπαγεωργίου Σπύρος, Καραμανλής και Κύπριακόν, Νέα Θέσις, β' έκδοσις, Αθήνα 1988.
Παπαδημήτρη Παναγιώτη - Νεοφύτου Ανδρέα, Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, Ο Χουντίνι της ΕΟΚΑ, τόμος 2.
Παπαδημήτρη Π. - Πετρίδη Π., Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, εκδόσεις Κ. Επιφανίου, Α' έκδοση, Λευκωσία 1979 - 1980.