Ο Μόσκοβας (ρωσ. Москва-река) είναι ποταμός της δυτικής Ευρωπαϊκής Ρωσίας, παραπόταμος του Οκά. Με μήκος 503 χιλιόμετρα, είναι γνωστός από το ότι διαρρέει την πρωτεύουσα της Ρωσίας, τη Μόσχα.
Ετυμολογία
Στη ρωσική γλώσσα Μοσκβά είναι η λέξη τόσο για τον ποταμό, όσο και για τη Μόσχα. Ο ποταμός έδωσε το όνομά του στην πόλη και όχι το αντίστροφο. Η προέλευση του ονόματος είναι άγνωστη, αν και υπάρχουν αρκετές απόψεις. Μία άποψη είναι ότι πρόκειται για σύνθεση των λέξεων Μος και Γκοβ: Η λέξη Μος ήταν πολύ συνηθισμένη σε τοπωνύμια κατά τον 9ο και τον 10ο αιώνα μ.Χ. (ίσως από γερμανο-νορμανδική επιρροή). Η λέξη Γκοβ ή γκάου (говъ) σήμαινε αρχικώς ένα τμήμα ποταμού στο οποίο αυτός είναι πλωτός, π.χ. Τσέρνιγκοφ.
Υδρολογία
Ο Μόσκοβας πηγάζει περίπου 145 χλμ. δυτικά της Μόσχας και ρέει σε γενικές γραμμές προς τα ανατολικά, διασχίζοντας την Περιφέρεια Σμολένσκ και την Περιφέρεια Μόσχας. Αφού περάσει μέσα από τη Μόσχα, περίπου 110 χλμ. νοτιοανατολικά της, στην πόλη Κολόμνα, χύνεται στον ποταμό Οκά, ο οποίος με τη σειρά του είναι παραπόταμος του Βόλγα.
Τα άκρα του ρου του Μόσκοβα έχουν υψομετρική διαφορά μόλις 155 μέτρα. Η λεκάνη απορροής του έχει έκταση 17.600 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το μέγιστο βάθος του πριν τη Μόσχα είναι 3 μέτρα, ενώ μετά την πόλη φθάνει και τα 6 μέτρα[2]. Συνήθως ο Μόσκοβας παγώνει τον Νοέμβριο ή τον Δεκέμβριο και οι πάγοι αρχίζουν να λιώνουν στα τέλη Μαρτίου. Μέσα στη Μόσχα το ποτάμι παγώνει λιγότερο: κατά τον ασυνήθιστα ήπιο χειμώνα του 2006–2007, ο πάγος άρχισε να λιώνει στις 25 Ιανουαρίου. Η στάθμη του νερού του στο κέντρο της Μόσχας, σε ένα μέσο όρο των καλοκαιριών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι 120,0 μέτρα πάνω από τη μέση στάθμη της θάλασσας, ενώ η ιστορικά υψηλότερη στάθμη, 127,25 μέτρα, σημειώθηκε κατά την πλημμύρα του 1908.[3]
Προέλευση των νερών
Οι κυριότεροι παραπόταμοι του Μόσκοβα είναι οι Ρούζα, Ίστρα, Γιαούζα, Παχρά και Σεβέρκα. Το νερό του προέρχεται σύμφωνα με μία εκτίμηση κατά 61% από το λιώσιμο των χιονιών, κατά 12% από τη βροχή και μόλις κατά 27% από πηγές. Από την ολοκλήρωση της Διώρυγας της Μόσχας το 1937 και μετά, ο Μόσκοβας δέχεται και μία ποσότητα νερού από τον άνω ρου του Βόλγα. Η διώρυγα επέτρεψε την αξιόπιστη εμπορική ναυσιπλοΐα, η οποία προγενέστερα διακοπτόταν από θερινές ξηρασίες (παλαιότερα φράγματα, που κατασκευάσθηκαν τα έτη 1785, 1836 και 1878, δεν ήταν αποτελεσματικά). Η μέση παροχή του Μόσκοβα, μαζί με τα νερά του Βόλγα που δέχεται, κυμαίνεται από 38 κυβικά μέτρα ανά δευτερόλεπτο κοντά στο Ζβενίγκοροντ μέχρι 250 στη συμβολή του με τον Οκά. Η ταχύτητα του ρεύματός του εξαρτάται από την εποχή του έτους και κυμαίνεται από 0,1 μέτρο ανά δευτερόλεπτο (χειμώνας, φράγματα κλειστά) μέχρι 1,5 ή 2,0 μέτρα ανά δευτερόλεπτο (Μάιος, φράγματα ανοικτά).
Πόλεις
Εκτός από τη Μόσχα, ο ποταμός ρέει μέσα από τις πόλεις Μοζαΐσκ, Ζβενίγκοροντ, Ζουκόφσκι, Μπρόνιτσι, Βασκρεσένκ και Κολόμνα. Το έτος 2007 υπήρχαν 49 γέφυρες επάνω από τον Μόσκοβα και τα κανάλια που σχηματίζει μέσα στη Μόσχα. Η πρώτη πέτρινη γέφυρα, η Μπαλσόι Καμένι Μοστ (= «Μεγάλη Πέτρινη Γέφυρα»), κτίσθηκε το 1692. Μέσα στη Μόσχα ο ποταμός έχει πλάτος 120 ως 200 μέτρα, με το στενότερο σημείο να βρίσκεται κάτω από τα τείχη του Κρεμλίνου της Μόσχας. Η Μόσχα υδρεύεται από 5 σταθμούς υδροληψίας στον Μόσκοβα, καθώς και από τις λίμνες του άνω Βόλγα.
Νησίδες
Διώρυγες που κατασκευάσθηκαν μέσα στα όρια της πόλεως της Μόσχας έχουν δημιουργήσει μερικές νησίδες, κάποιες ανώνυμες. Οι μεγαλύτερες μόνιμες νησίδες (από τα δυτικά προς τα ανατολικά) είναι οι εξής:
Σερεμπριάνι Μπορ: δημιουργήθηκε κατά τη δεκαετία του 1930.
Τατάρσκαγια Πόιμα, γνωστή κοινώς ως Μνιοβνίκι: δημιουργήθηκε κατά τη δεκαετία του 1930.
Μπαλτσούγκ ή Νήσος Μπαλότνυ (= «βαλτονήσι»), ακριβώς απέναντι από το Κρεμλίνο: δημιουργήθηκε κατά τη δεκαετία του 1780 από την κατασκευή του καναλιού Βαντουτβόντνυ και επισήμως είναι ανώνυμη.
Μία ακατοίκητη νησίδα βόρεια του Ναγκατίνσκι Ζατόν.
Τρεις ακατοίκητες νησίδες ανατολικά του Ναγκατίνσκι Ζατόν, που συνδέονται με το σύστημα φραγμάτων του Περέρβα.
Φωτογραφίες
Εικόνες κατά μήκος του ποταμού μέσα στην πόλη της Μόσχας