Στην Κίνα, τα πρώτα γνωστά ιπτάμενα παιχνίδια αποτελούνταν από φτερά στην άκρη μιας ράβδου, η οποία περιστρεφόταν γρήγορα μεταξύ των χεριών και απελευθερωνόταν στον αέρα ώστε να πετάξει. «Ενώ η Κινεζική σβούρα δεν ήταν κάτι παραπάνω από ένα παιχνίδι, πιθανώς είναι η πρώτη απτή συσκευή η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως ελικόπτερο.»[1]
Το βιβλίο Baopuzi (抱樸子 «Δάσκαλος που εκφράζει την απλότητα») του Ταοϊστή λόγιου Γκε Χονγκ (περ. 317) αναφέρεται σε ένα ιπτάμενο όχημα το οποίο ο Τζόζεφ Νίντχαμ αποκαλεί «ένα πραγματικά εκπληκτικό απόσπασμα».[2]
Μερικοί έφτιαξαν ιπτάμενες άμαξες [feiche 飛車] με ξύλο από το εσωτερικό μέρος του δέντρου ζουζούμπε, χρησιμοποιώντας δέρμα βοδιού (λωρίδες) στερεωμένο σε περιστρεφόμενες λεπίδες έτσι ώστε να θέσουν την μηχανή σε κίνηση [huan jian yi yin chiji 環劍以引其機]. Άλλοι είχαν την ιδέα να κατασκευάσουν πέντε φίδια, έξι δράκους και τρία βόδια, ώστε να αντιμετωπίσουν τον «δυνατό άνεμο» [gangfeng 罡風] να ιππεύσουν σε αυτό, και να μην σταματήσουν μέχρι να ανέβουν σε ύψος σαράντα λι. Η περιοχή αυτή ονομάζεται [Taiqing 太清] (η πιο αγνή του κενού χώρου). Εκεί το κι είναι εξαιρετικά ισχυρό, τόσο πολύ που μπορεί να καταβάλει ανθρώπους. Όπως λέει ο Δάσκαλος: «Ο αετός (πουλί) πετά ψηλότερα και ψηλότερα σπειροειδώς, και έπειτα χρειάζεται να εκτείνει απλά τα δύο φτερά του, χωρίς να υπερβαίνει πλέον τον αέρα, ώστε να προχωρά μπροστά από μόνος του. Αυτό συμβαίνει επειδή αρχίζει να αιωρείται (για την ακρίβεια καβαλάει) τον 'δυνατό άνεμο' [gangqi 罡炁]. Για παράδειγμα, πάρτε τους δράκους: αρχικά όταν ανυψώνονται χρησιμοποιούν τα σύννεφα ως σκαλοπάτια, και αφού φτάσουν σε ύψος σαράντα λι τότε κινούνται γρήγορα προς τα μπροστά χωρίς κόπο (για την ακρίβεια αυτόματα) (αιώρηση).» Αυτή η έκθεση προέρχεται από τους έμπειρους [xianren 仙人], και μεταδίδεται προς τους κοινούς ανθρώπους, αλλά δεν είναι πιθανό να το κατανοήσουν.[2]
Ο Νίντχαμ καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο Γκε Χονγκ περιέγραφε τις σβούρες ελικόπτερα επειδή «οι περιστρεφόμενες λεπίδες, δύσκολα μπορούν να σημαίνουν κάτι άλλο, ειδικά σε στενή σχέση με μια ταινία ή λουρί και υπαινίσσεται πως τα «φίδια», οι «δράκοι», και τα «βόδια» υποδηλώνουν τα σχέδια των αετών ανύψωσης ανθρώπων.[3] Άλλοι μελετητές ερμηνεύουν αυτό το απόσπασμα του Baopuzi μυθολογικά αντί για κυριολεκτικά, στη βάση πως το περιεχόμενο του αναφέρει φανταστικές πτήσεις μέσω των τεχνικών chengqiao (乘蹻 «καβαλώντας ακροποδητί/ξυλοπόδαρο») και xian (仙 «αθάνατος, έμπειρος»). Για παράδειγμα, «Εάν μπορείς να καβαλήσεις τις καμάρες των ποδιών σου, θα έχεις την δυνατότητα να περιπλανηθείς οπουδήποτε στον κόσμο χωρίς εμπόδια από βουνά ή ποτάμια … Οποιοσδήποτε έχει το σωστό φυλαχτό και και επιδείξει σοβαρό προβληματισμό στην διαδικασία ίσως ταξιδέψει χιλιάδες μίλια μέσω της συγκέντρωσης της σκέψης του για κάποια ώρα.»[4]
Μερικοί κατασκεύασαν ιπτάμενα οχήματα από την ψίχα του δέντρου ζουζούμπε και τα σχεδίασαν με ένα σπαθί με ιμάντα δέρματος βουβαλιού στην άκρη της λαβής του. Άλλοι άφησαν τις σκέψεις τους να στέκονται τσην προετοιμασία ενός κοινού ορθογωνίου από πέντε φίδια, έξι δράκους, και τρία βουβάλια, και να ανέβουν με αυτό σε ύψος σαράντα μιλίων στην περιοχή που είναι γνωστή ως Παράδεισος.[4]
Το Κινέζικο παιχνίδι ελικοπτέρου εμφανίστηκε στην Ευρώπη και «κάνοντας τις πρώτες εμφανίσεις του σε πίνακες ζωγραφικής Ευρωπαίων κατά την Αναγέννηση και στα σχέδια του Λεονάρντο ντα Βίντσι.»[5] Το παιχνίδι ελικόπτερο εμφανίζεται σε Γαλλική εικόνα της Παναγίας με τον Ιησού περίπου του 1460 στο Μουσείο των Πρώην Επισκόπων (Musée de l'Ancien Évêché) στο Λε Μαν και σε πλάκα υαλογραφήματος του 16ου αιώνα στο Μουσείο Βικτώριας και Αλβέρτου στο Λονδίνο.[6][7] Μια εικόνα περίπου του 1560 του Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου στο Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης στη Βιέννη αναπαριστά μια σβούρα ελικόπτερο με τρεις έλικες.[2]
«Η σβούρα ελικοπτέρου στην Κίνα δεν οδήγησε σε κάτι περισσότερο από ψυχαγωγία και αναψυχή, αλλά δεκατέσσερις αιώνες αργότερα αποτέλεσε ένα από τα κύρια στοιχεία στην γέννηση της σύγχρονης αεροναυτικής στην Δύση.»[8] Οι πρώτοι Δυτικοί επιστήμονες σχεδίασαν ιπτάμενες μηχανές πάνω στο σχέδιο του αυθεντικού Κινέζικου μοντέλου. Ο Ρώσος πολυμαθής Μιχαήλ Λομονόσοφ σχεδίασε ένα καθοδηγούμενο από ελατήριο ομοαξονικό στροφείο το 1743, και ο Γάλλος νατουραλιστής Κριστιάν ντε Λανουά δημιούργησε μια συσκευή τρυπανιού τόξου με έλικες αντίστροφης περιστροφής από φτερά.[1]
Το 1792, ο Τζορτζ Κέιλι άρχισε να πειραματίζεται με τις σβούρες ελικόπτερα, τις οποίες αργότερα ονόμασε «περιστροφικές συσκευές που πετούν» (rotary wafts) ή «ανυψούμενες συσκευές που πετούν» (elevating fliers). Στο μνημειώδες άρθρο του «Περί Αεροπλοϊας» (On Aerial Navigation, 1809) απεικόνισε και περιέγραψε ένα ιπτάμενο μοντέλο με δύο έλικες (κατασκευασμένους από φελλούς και φτερά) το οποίο τροφοδοτούνταν από μπανέλα τόξου τρυπανιού.[9] «Το 1835 ο Κέιλι παρατήρησε πως το αυθεντικό παιχνίδι δεν ανυψωνόταν σε υψόμετρο περισσότερο από 6 ή 7,5 μέτρα, ενώ τα βελτιωμένα μοντέλα του 'έφταναν έως και 27 μέτρα (90 πόδια) στον αέρα'. Αυτό ήταν τότε ο άμεσος πρόγονος του στροφείου του ελικοπτέρου και του έλικα του αεροσκάφους.»[10]
Συζητώντας για την ιστορία των Κινεζικών εφευρέσεων, ο Τζόζεφ Νίντχαμ έγραψε: «Μερικές εφευρέσεις φαίνεται πως έγιναν απλώς μέσω ιδιότροπης περιέργεας, όπως τα 'αερόστατα θερμού αέρα' τα οποία κατασκευάστηκαν από κελύφη τα οποία δεν είχαν κάποια αεροναυτική χρήση, ή δεν οδήγησαν σε αεροδυναμικές ανακαλύψεις, είτε το ζωοτρόπιο το οποίο δεν οδήγησε στον κινηματογράφο, ή η σβούρα ελικόπτερο που δεν οδήγησε στο ελικόπτερο.»[11]
↑Goebel, Greg. «The Invention Of The Helicopter». www.vectorsite.net. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 24 Μαρτίου 2017.CS1 maint: Unfit url (link)
↑«Chinese Inventions». asiasociety.org. Asia Society: Center for Global Education. Ανακτήθηκε στις 24 Μαρτίου 2017.
↑Cayley, George (1809) «Archived copy»(PDF). www.aeronautics.nasa.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο(PDF) στις 11 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 24 Μαρτίου 2017.On Aerial Navigation, Μέρος 1, σελ. 7
↑Needham, Joseph· Girdwood Robinson, Kenneth (2004). Science and civilisation in China: The Social Background, Part 2, General Conclusions and Reflections. 7. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 225.