Ο Μαρίνος (ή Μαρής) Βαλλιάνος (ρωσ.Марк Афанасьевич Вальяно, Μαρκ Αφανάσιεβιτς Βαλιάνο, Κεραμειές Κεφαλονιάς, 1808 - Ταγκανρόγκ Ρωσίας, 1896) ήταν Έλληνας μεγαλέμπορος, εφοπλιστής, εθνικός ευεργέτης της Ελλάδας και εξέχων μέλος της ελληνικής παροικίας στο Ταγκανρόγκ. Μαζί με τα αδέρφια του, Παναγή και Ανδρέα Βαλλιάνο –μέλη της ευρύτερης οικογένειας των Βαλλιάνων–, δημιούργησε μια από τις μεγαλύτερες ναυτιλιακές επιχειρήσεις της εποχής, την «Vagliano Bros» («Αδερφοί Βαλλιάνου»), και κυριάρχησαν στη ναυτιλιακή αγορά της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Παράλληλα συνεισέφερε οικονομικά στις ανάγκες του Ελληνικού κράτους. Η πιο σημαντική δωρεά του, ήταν αυτή που έκανε –μαζί με τα δυο αδέρφια του– για την ανέγερση του κτιρίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος. Ο ιστορικός Θεόδωρος Βελλιανίτης τον περιγράφει ως εξής: «...δόξαν αγοραζομένην με το χρήμα δεν εζήλευσεν, τον φλέγει μόνον το πυρ της εργασίας, φιλάργυρος δεν είναι αλλά ουδέποτα δαπανά άνευ λόγου και προς ματαίαν επίδειξιν, τίποτε, ουδέν τον ελάχιστον γίνεται χωρίς αυτός να δώσει διαταγήν..»[1]
Η πορεία του
Ο Μαρίνος (ή Μαρής κατά την κεφαλονίτικη απόδοση του ονόματος, ή Μάρις όπως υπέγραφε) Βαλλιάνος γεννήθηκε το 1808 στο χωριό Κεραμειές της Κεφαλονιάς κατά τη διάρκεια της δεύτερης κατοχής των Επτανήσων από τους Γάλλους, μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Τιλσίτ.
Γονείς του ήταν ο αγρότης και κτηματίας του χωριού Αθανάσιος και Κερασιά Βαλλιάνου, και ήταν το τρίτο παιδί μιας οικογένειας αποτελούμενης από έξι αγόρια.
Το 1825 και όντας πλέον στην εφηβεία, αποφάσισε να δουλέψει στα καράβια και μπήκε ναύτης σε ιστιοφόροπλοίο. Κατά μία εκδοχή[2], το πλοίο ναυάγησε ανοιχτά του Ταϊγανίου (σημερινό Ταγκανρόγκ) και ο Μαρής, βρίσκοντας ήδη μια εύπορη ελληνική κοινότητα στην περιοχή αποφάσισε να εγκατασταθεί εκεί. Υπολογίζεται οτι η άφιξή του στο λιμάνι της Αζοφικής έγινε το αργότερο ως το 1830. Βρίσκοντας βοήθεια από τους συμπατριώτες του, δούλεψε για λίγο διάστημα σαν εργάτης στους μύλους των σιτηρών, και έπειτα σαν οδηγός στα μικρά φορτηγά (σλέπια) του όρμου του λιμανιού. Στον όρμο του Ταγκανρόγκ γνωρίστηκε με τον επίσης συμπατριώτη του σιτέμπορα Αυγερινό ο οποίος τον προσέλαβε σαν καπετάνιο στα ιστιοφόρα του. Έτσι άρχισε να ταξιδεύει στα άλλα μεγάλα λιμάνια της Αζοφικής θάλασσας, μεταφέροντας προϊόντα, και κυρίως σιτάρι.
Το 1840 είχε ήδη συστήσει την εταιρεία του, «Μαρίνος Α. Βαλιάνος» - παρόλο που ήταν ουσιαστικά αγράμματος- μόνο την υπογραφή του ήξερε να βάζει [3]-και ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και τη μεταφορά των σιτηρών, και δευτερευόντως με το εμπόριο και τη μεταφορά λαδιού και ελαιόκοκκου καθώς και σπόρων. Αργότερα επεκτάθηκε και στην αγορά πλοίων.
Υπολογίζεται οτι η εταιρεία (που πλέον είχε εμπορική, ναυλομεσιτική, δανειοδοτική, και πλοιοκτητική δραστηριότητα), είχε περιουσία 10.000.000 χρυσές λίρες Αγγλίας.[4] Σημαντικότατο ρόλο στην απόκτηση αυτής της περιουσίας έπαιξε η τόλμη και η ευφυία του ιδιαίτερα κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο. Γνωρίζοντας ή προβλέποντας από πριν το ξέσπασμα του πολέμου το 1854, και το ποσό δυσεύρετο προϊόν θα ήταν τα δημητριακά, είχε φροντίσει να γεμίσει τις αποθήκες του με σιτάρι, με σκοπό να το πουλήσει όταν θα ερχόταν η ώρα σε τιμή πολλαπλάσια είτε στον ρωσικό στρατό είτε σε άλλους εμπόρους. Και αυτό έκανε. Επίσης, σύμφωνα με τον ιστορικό Π. Χιώτη [5]κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου του 1868, ο Μαρής Βαλλιάνος έχοντας συνάψει συμβόλαιο με τον Γαλλικό στρατό, ανέλαβε την προμήθειά του σε σιτάρι. Τα έτη της μεγάλης ακμής, η εταιρεία του Βαλλιάνου είχε υποκαταστήματα σχεδόν σε όλες τις μεγάλεις πόλεις και λιμάνια όχι μόνο της Αζοφικής αλλά και της Μαύρης θάλασσας, γενικότερα. Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε, το Νικολάγιεφ, τη Μαριούπολη, το Ροστόφ, καθώς και στην περιφέρεια του Βορείου Καυκάσου και στο Νοβοροσίσκ, και φυσικά στην Οδησσό.
Προς το τέλος της ζωής αλλά και της επιχειρηματικής πορείας του, η δικαστική διαμάχη με τη Ρωσική κυβέρνηση, ήρθε να αμαυρώσει την άμεμπτη εικόνα του Έλληνα επιχειρηματία. Συγκεκριμένα, το 1882 και όντας ήδη 76 χρονών, η Ρωσική κυβέρνηση τον συνέλαβε με την κατηγορία της χρόνιας λαθρεμπορίας, δηλ. τη μη πληρωμή τελωνειακών δασμών. Η υπόθεση αφορούσε ένα μεγάλο κύκλωμα λαθρεμπόρων που ξεκινούσε από τους τελωνειακούς και κυβερνητικούς υπαλλήλους και έφτανε μέχρι τον Μαρίνο Βαλλιάνο. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, οι Ρώσοι αστυνομικοί δεν δίστασαν να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στη φυλακή, όπου παρέμεινε 27 ημέρες, μέχρι που βγήκε με εγγύηση. Το 1885 ξεκίνησε μια σειρά δικών που αφορούσε συνολικά 28 άτομα, 20 τελωνειακούς υπαλλήλους και 18 ιδιώτες εμπόρους. Ο Βαλλιάνος βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή 2.500.000 φράγκων και εξορία στη Σιβηρία (το Ακυρωτικό Δικαστήριο της Πετρούπολης, δέχτηκε την έφεση που έκανε για την ποινή της εξορίας, και την ακύρωσε).
Σταμάτησε να εργάζεται το 1890 και έξι χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1896, πέθανε, σε ηλικία 88 χρονών. Αν και σύμφωνα με το θέλημα του αδερφού του, Παναγή, ταριχεύτηκε και ενταφιάστηκε σε μεγαλοπρεπή λάρνακα προκειμένου να κηδευτεί στις Κερασειές, ωστόσο η σορός δεν μεταφέρθηκε τελικά στη γενέτειρά του. Ενταφιάστηκε προσωρινά στο Ταγκανρογκ για να δώσουν την ευκαιρία σε φίλους και γνωστούς να τον αποχαιρετήσουν και αργότερα, τον Μάιο του 1896 μεταφέρθηκε στο κοιμητήριο του Norwood στο Λονδίνο, και ετάφη στο οικογενειακό μαυσωλείο του Παναγή Βαλλιάνου.