Ο Λύσιππος (ήκμασε περίπου 370 – 300 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληναςγλύπτης από τη Σικυώνα, που φιλοτεχνούσε αποκλειστικά μπρούτζινα γλυπτά. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της σχολής της Σικυώνας, του μεγαλύτερου καλλιτεχνικού κέντρου μετά την Αθήνα, και κατά τις αρχαίες πηγές τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με τον Πραξιτέλη και τον Φειδία. Ήταν ένας από τους επίσημους καλλιτέχνες της Αυλής του Αλέξανδρου και παραγωγικότατος. Διατηρούσε πολυμελές εργαστήριο, στο οποίο ο Πλίνιος αναφέρει ότι είχε κατασκευάσει 1500 έργα,[9] και 600 από αυτά ήταν έργα του ιδίου.[10]
Έργο
Καθώς δε διασώζεται κανένα γλυπτό του, αλλά και λόγω των αμφισβητούμενων χρονολογήσεων αντιγράφων των έργων του, καθίσταται δύσκολος ο εντοπισμός της καλλιτεχνικής παραγωγής του στο χρόνο. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος τοποθετεί την ακμή του κατά την περίοδο της 113ης Ολυμπιάδας[11], ενώ άλλες πηγές υποδεικνύουν πως είχε πολυετή σταδιοδρομία στη διάρκεια του 4ου αιώνα ΠΚΕ. Κατά τον Παυσανία, ένα άγαλμα του Τρωίλου στην Ολυμπία αποδίδεται στον Λύσιππο, και αποτελεί φόρο τιμής για τις νίκες του Τρωίλου σε ιππικούς αγώνες του 372 ΠΚΕ[12]. Αυτό αναφέρεται συχνά ως το παλαιότερο έργο του, αν και η επιγραφή που έφερε ενδεχομένως να είναι νεότερη. Σύμφωνα με άλλη επιγραφή που βρέθηκε στους Δελφούς και μαρτυρά τον Λύσιππο ως γλύπτη ενός αγάλματος του Πελοπίδα, φαίνεται πως ήταν ήδη ενεργός γλύπτης από τη δεκαετία του 360 ΠΚΕ. Περίπου από το 340 ήταν ένας από τους καλλιτέχνες της Αυλής του Αλεξάνδρου, γεγονός που υποδεικνύει πως εκείνη την περίοδο η φήμη του είχε ήδη εξαπλωθεί.
Τα περισσότερα αγάλματα που φιλοτέχνησε, αν όχι όλα, ήταν μπρούτζινα. Ως επικεφαλής ενός μεγάλου εργαστηρίου, είχε αρκετούς μαθητές που μιμήθηκαν εξαιρετικά πιστά το ύφος του, τόσο ώστε τα έργα τους να μην διακρίνονται από αυτά του δασκάλου τους. Σήμερα, αρκετά ρωμαϊκά γλυπτά αναγνωρίζονται ως αντίγραφα έργων του, αν και λίγα από αυτά με βεβαιότητα και κυρίως με βάση αρχαίες περιγραφές γλυπτών του. Αν και υπάρχει πληθώρα ελληνικών και ρωμαϊκών πηγών με αναφορές στον Λύσιππο, στην πλειοψηφία τους δεν είναι αρκετά συγκεκριμένες προκειμένου να αναγνωριστούν τα στοιχεία της τεχνοτροπίας του[13]. Κατά τον Πλίνιο, διακρίθηκε για την ανάγλυφη απόδοση των μαλλιών, ενώ βασικό χαρακτηριστικό της τέχνης του ήταν συνολικά η λεπτότητα των έργων, ακόμα και στη μικρότερη λεπτομέρειά τους[14]. Ο Λύσιππος ειδικευόταν περισσότερο σε αγάλματα αθλητών, θεοτήτων και ηρώων, καθώς και σε προσωπογραφίες, όπως αυτές του Αλεξάνδρου ή ανθρώπων του περιβάλλοντός του.
Στα πιο γνωστά έργα του ανήκει ο Αποξυόμενος, που συνδέεται με σωζόμενο ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο στο μουσείο Pio-Clementino του Βατικανού. Θεωρείται πως ενσωματώνει κυρίαρχα στοιχεία της τεχνοτροπίας του, όπως το μικρό κεφάλι, το λεπτό σώμα, τα μακριά πόδια και την προσεγμένη απόδοση των μαλλιών του γλυπτού. Σύμφωνα με χαρακτηριστική αναφορά του Πλίνιου, ο αυτοκράτορας Τιβέριος ήταν τόσο ενθουσιασμένος από το γλυπτό ώστε το μετέφερε από τις Θέρμες του Αγρίππα στο παλάτι του, για να επιστραφεί στην αρχική του θέση αργότερα, κατόπιν λαϊκής απαίτησης[15]. Ένα άγαλμα του αθλητή του παγκρατίου Αγία, που ανακαλύφθηκε στους Δελφούς, θεωρείται επίσης αντίγραφο σύγχρονου έργου του Λύσιππου, φιλοτεχνημένο στον Φάρσαλο. Αν πράγματι βασίζεται σε γλυπτό του Λύσιππου, τότε οι εμφανείς διαφορές του σε σύγκριση με τον Αποξυόμενο, υποδεικνύουν πως πιθανώς ανήκει σε διαφορετική χρονική περίοδο ή αποτελεί έργο μαθητή του[16]. Ένα χάλκινο άγαλμα, γνωστό με τον τίτλο Καιρός (ή Ευκαιρία), αποδίδεται στον Λύσιππο και φιλοτεχνήθηκε για τον ίδιο, κοσμώντας την οικία του στη Σικυώνα. Έργο μοναδικής θεματικής, έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως και συνήθως εκλαμβάνεται ως αλληγορία. Αναπαριστούσε έναν φτερωτό νέο άνδρα να στέκεται στις μύτες των ποδιών πάνω σε σφαίρα, κρατώντας ένα ξυράφι στο δεξί χέρι και ένα ζυγό στο αριστερό, με μακριά μαλλιά στο πλάι αλλά φαλακρό στο πίσω μέρος του κεφαλιού (βλ. και ανάγλυφο αντίγραφο στο Μουσείο Αρχαίας Τέχνης του Τορίνου). Σε αυτό αναφέρεται επίγραμμα του Ποσείδιππου που μαρτυρά το διδακτικό χαρακτήρα του έργου[17].